Η Διοτίμα φέρεται ότι έζησε στο β' μισό του 5ου αι. π.Χ. και συγκαταλέγεται μαζί με τους Πυθαγόρα, Σωκράτη, Ιπποκράτη και Πλάτωνα, στους μεγάλους κλασσικούς δασκάλους του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Φέρεται σαν ιέρεια στην Αρχαία Μαντινεία, φιλόσοφος, Πυθαγόρεια και μάλιστα γνώστρια της πυθαγόρειας αριθμοσοφίας. Η κύρια αναφορά και η φιλοσοφική φυσιογνωμία της Διοτίμας βρίσκεται στο λόγο του Σωκράτη στο "Συμπόσιο" (ή "περί Έρωτος") του Πλάτωνα, όπου εμφανίζεται σαν πολύ σημαντικό πρόσωπο. Στο ίδιο έργο ο Σωκράτης αναφέρεται σ'αυτήν ως δασκάλα του λέγοντας ότι ήταν ιέρεια στην Μαντίνεια και ότι τελούσε τον καθαρμό των Αθηναίων μετά το λοιμό του 429 π. Χ. Ο Σωκράτης δηλώνει ότι οφείλει σ' αυτήν ακριβώς τις απόψεις του για τον έρωτα, ως πόθο και κίνητρο για το ωραίο και αληθινό. Σε ένα μεγάλο μέρος ο λόγος του είναι η αφήγηση του διαλόγου περί Έρωτος που είχε με αυτήν. Ουσιαστικά πρόκειται για το λόγο και τη διδασκαλία της Διοτίμας. Το διάλογο αυτό ο Σωκράτης μεταφέρει στους φίλους του, διδάσκοντας ό,τι ο ίδιος είχε προηγουμένως μάθει για τον Έρωτα από αυτήν, η οποία "σε αυτό το θέμα ήταν πολύ σοφή".
Έτσι, στην αρχή του λόγου του ο Σωκράτης, απευθυνόμενος στον φίλο του Αγάθωνα, λέγει:
…."Και εσένα (Αγάθωνα) βέβαια, θα σε αφήσω τώρα. Όμως, τον λόγο για τον Έρωτα, που άκουσα κάποτε από τη Διοτίμα, μια γυναίκα από τη Μαντίνεια -- που ήταν σοφή και σ' αυτά και σε πολλά άλλα, και στους Αθηναίους όταν έκαναν θυσίες πρίν πέσει η πανούκλα, κατώρθωσε να αναβάλει την αρρώστεια γιά δέκα χρόνια, αυτή πού δίδαξε και σ' εμένα τα ερωτικά -- αυτόν λοιπόν τον λόγο, θα προσπαθήσω όσο μπορώ με δικά μου λόγια νά σας αναπτύξω, σύμφωνα με όσα συνωμολογήσαμε εγώ και ο Αγάθωνας. Πρέπει λοιπόν Αγάθωνα, όπως έκανες και συ στη διηγησή σου, πρώτα να αναπτύξω με κάθε λεπτομέρεια τι είναι Έρωτας και ποιος είναι, και στη συνέχεια να πω για τα έργα του. Μου φαίνεται λοιπόν, ότι είναι πιό εύκολο να τα αναπτύξω έτσι, όπως έκανε κάποτε και σ΄ εμένα η ξένη όταν με εξέταζε. Διότι κι εγώ σχεδόν κάτι τέτοια της έλεγα, σαν αυτό που λέει τώρα σ' εμένα ο Αγάθωνας, ότι ο Έρωτας είναι μέγας θεός, και ότι είναι για τα καλά. Μου έκανε έλεγχο λοιπόν σ' αυτά τα λόγια, όπως κι εγώ κάνω στον Αγάθωνα, ότι ούτε καλός είναι σύμφωνα με τόν λόγο μου ούτε αγαθός…"
Στη συνέχεια ο Σωκράτης μεταφέρει στους μαθητές του το διάλογό του με τη Διοτίμα η οποία μιλά για την ουσία και σημασία του έρωτα, όπως και για τη θέση της γυναίκας, όπου μεταξύ άλλων δηλώνει ότι ο έρως είναι "ο τόκος εν τω καλώ".
Ο Πρόκλος θεωρούσε τη Διοτίμα Πυθαγόρεια. Αλλά και ο Ξενοφών την μνημονεύει, αναφέροντας ότι ήταν καλή γνώστρια των μαθηματικών και μάλιστα και των πλέον δυσκολονόητων γεωμετρικών θεωρημάτων. Από τις υπάρχουσες πηγές είναι πολύ πιθανόν ανάμεσα στα πλούσια ιερά της αρχαίας Μαντινείας να υπήρχε μαντείο φημισμένο για την εποχή εκείνη, όπου ιέρεια ήταν η Διοτίμα. Ωστόσο δεν έχει εξακριβωθεί απόλυτα αν πρόκειται για ιστορικό πρόσωπο ή για ηρωϊδα της πλατωνικής φαντασίας.
Η ΔΙΟΤΙΜΑ ΩΣ ΜΥΣΤΑΓΩΓΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ
Η ιστορικότητα του προσώπου της σοφής ιέρειας Διοτίμας από τη Μαντίνεια υπήρξε για τη φιλολογική έρευνα ένα πρόβλημα, χωρίς όμως αυτό να επηρεάζει τη φιλοσοφική ερμηνεία της παρουσίας της στο Συμπόσιο. Ο Σωκράτης παρουσιάζει τη Διοτίμα ως δάσκαλό του στην ερωτική τέχνη και με διαλεκτικό τρόπο ερωταποκρίσεων μαζί της θα αναπτύξει τη διδασκαλία του για τον έρωτα. Η Διοτίμα, ανεξάρτητα από το αν υπήρξε πραγματικό πρόσωπο ή όχι, είναι για το Σωκράτη ένα σύμβολο. Σύμφωνα με τα λόγια του Σωκράτη έζησε ένα διάστημα στην Αθήνα και με τις θυσίες της απέτρεψε για δέκα έτη τον λοιμό από την πόλη.
Οπωσδήποτε η παρουσία μιάς γυναίκας σε δεσπόζουσα θέση στο Λόγο του Σωκράτη δεν είναι σύνηθες για τον Πλάτωνα και εντυπωσιάζει τον ερμηνευτή και μελετητή του Συμποσίου. Η Διοτίμα ως μύστης και ιέρεια ανέλαβε να οδηγήσει το νεαρό Σωκράτη στις ευρύπεδες και πολυσήμαντες συλλήψεις του ερωτικού γεγονότος. Εκείνο που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι ότι ο Σωκράτης δεν μας δίνει περισσότερες πληροφορίες για το πρόσωπο της Διοτίμας, εκτός από ό,τι μαθαίνουμε από τους τρεις στίχους στην αρχή του Λόγου του :
"... άκουσα κάποτε από κάποια γυναίκα από τη Μαντίνεια, τη Διοτίμα, που ήταν σοφή ως προς αυτό το ζήτημα και σε πολλά άλλα, και κάποτε κατόρθωσε με τις θυσίες της για τους Αθηναίους να αποτρέψει για δέκα χρόνια το λοιμό". Το γεγονός αυτό οδήγησε ερμηνευτές του Πλάτωνα, όπως τον J.J. Verbrugh, να υποστηρίξουν ότι "η Διοτίμα για τον Πλάτωνα είναι απλώς ένα όνομα". Ο φιλόσοφος Πλάτων δεν επιδεικνύει προσωπικό ενδιαφέρον για την ιεροφάντη, που με το ξετύλιγμα του φιλοσοφικού της μύθου και την αλλαγή της συλλογιστικής με τη μεγαλειώδη επίνοια του σωκρατικού τρόπου θα μεταβάλει την εικόνα του έρωτα που έδωσαν οι προηγούμενοι Λόγοι, θα προχωρήσει με γοργά άλματα για να ολοκληρώσει τη γνωστική χώρα της ουσίας του, θα αναμετρηθεί διαλεκτικά με το πρόβλημα της νόησης και του είναι, και θα καθιδρύσει αμετακίνητα την ανώλεθρη αξία του έρωτα, της φιλοσοφίας.
Η απορία όμως για την επιλογή μιας γυναίκας συνεχίζεται, και αναζητάται ψυχολογική ερμηνεία για αυτή την απόφαση του Πλάτωνα. Υποστηρίζεται ότι η Διοτίμα είναι μόνο μια "επινόηση" του Πλάτωνα, γιατί μέσα στο ανδροκρατικό περιβάλλον του Συμποσίου μόνο μια γυναίκα θα μπορούσε να καθίσει στη θέση του ηνίοχου του έρωτα, του ερωτευμένου που αγωνιά και αγωνίζεται για την κατάκτηση του ερωτικού συμβόλου. Ο Ι. Θεοδωρακόπουλος κατανοεί την επιλογή της Διοτίμας από τον Πλάτωνα, γιατί η γυναίκα έχει βαθύτερη εμπειρία του έρωτα σε σχέση με τον άνδρα, αφού αυτή γνωρίζει τις ωδίνες της γέννησης. Ο έρωτας στο Συμπόσιο είναι γέννηση, δημιουργία του ωραίου, του αγαθού. Η Διοτίμα, όσο και αν αποτελεί μια σύλληψη προβληματική για το συνηθισμένο πλατωνικό ύφος, είναι η συνάντηση του ιστορικού, μυθικού, προφητικού και φιλοσοφικού λόγου.
Το έργο που αναλαμβάνει και εκτελεί η γυναικεία μορφή είναι να παραστήσει το μυστήριο και να συμβολίσει τον τόπο του ιδεατού έρωτα, να διαγράψει το πρότυπο εκείνο που έλκει την ανθρώπινη προθυμία στο δρόμο της τελείωσης, να οικονομήσει την ύπαρξη του έρωτα μέσα στον Πόρο και την Πενία, να δώσει το εικαστικό μέτρο της ερωτικής νοσταλγίας για το δύσκολα να προσεγγισθεί ιδανικό, να αναρριπίσει τέλος τον πόθο για την κατάκτησή του. Μόνο με το Λόγο μιας γυναίκας και μάλιστα ιέρειας θα μπορούσε ο ποιητής φιλόσοφος να εκμεταλλευθεί δημιουργικά τις παραστάσεις που είχαν κεντρίσει την ερωτική ευαισθησία των συνδαιτυμόνων ανδρών και να περικλείσει την ουσία του έρωτα σ'ένα Λόγο, που θα τον ονομάζαμε ιερατικό.
O Πλάτων εμπιστεύθηκε τον εξοχότερο Λόγο του Συμποσίου σε μια γυναίκα. Η πράξη αυτή δεν είναι μόνο γνωσιολογικά σπουδαία, αλλά συνοδεύεται και από μία ηθική φόρτιση. Ο Πλάτων δεν δίδαξε με τη Διοτίμα απλά την ουσία του έρωτα, αλλά και τη δυνατότητα εκλογής του ερωτικού ιδανικού, την κατάκτηση από τον άνθρωπο της οντολογικής αυτάρκειας με την «παντοτινή κατοχή του αγαθού».
Η καταγωγή του έρωτα ως παιδί της Πενίας και του Πόρου, που θα παραστήσει στο μύθο της η Διοτίμα, συμβολίζει τη δραματική εγρήγορση της ερωτικής συνάντησης και την έντονη προθυμία των ερωτευμένων να παραδοθούν στο κάλεσμά του, ενώ καταφάσκουν τη «στέρηση ως παντοτινή σύντροφό του». Ο τρόπος της γέννησης του Έρωτα στο μύθο της Διοτίμας αποτελεί την πιο μεγαλειώδη ερωτική σύλληψη του Συμποσίου, γιατί ο έρωτας διαλέγεται ηθικά με την αβεβαιότητα και την αδυναμία σαν έλλειψη.
Η εμφάνιση της Διοτίμας στο πλατωνικό Συμπόσιο ερμηνεύει και δικαιώνει την παρουσία της γυναίκας μέσα στην ιστορία και τη συμβολή της ως μούσας σε δημιουργικό έργο. Μεγάλα ονόματα δημιουργών στην ιστορία του πνεύματος κατέφυγαν στη γυναικεία μούσα για να φωτίσουν το όραμά τους. Η Διοτίμα δίνει πόρο στην ψυχή του πλατωνικού Σωκράτη για να εκφράσει τη δαιμονική του σύλληψη και να νομοθετήσει τη σωτηρία του ανθρώπου με τη διδασκαλία των ερωτικών αναβαθμών. Η Μαργαρίτα του Γκαίτε είναι η συνέχεια της Βεατρίκης του Δάντη, που γίνεται η μούσα και η οδηγήτριά του στις περιηγήσεις του στην Κωμωδία, και η Διοτίμα του Hölderlin συμβολίζει το αιώνιο ελληνικό κλασσικό πρότυπο της ομορφιάς.
Η παραδοχή ότι το πνεύμα στην ιστορία αριθμεί μόνο μεγάλους άνδρες, αγνοεί την πραγματικότητα της εμπνεύστριας και οδηγήτριας δίπλα τους γυναίκας. Εκείνο που πολλοί ονόμασαν αδυναμία της γυναίκας είναι αντίθετα η λειτουργική της δύναμη, η έκφραση της αρμονικής ισορροπίας των δυνάμεων, ο ψυχικός της εξοπλισμός, που κυριαρχεί στην ανδρική δύναμη. Σ’αυτή τη μορφή δύναμης της γυναίκας τα σύγχρονα φεμινιστικά κινήματα μυωπάζουν, γιατί όσο και αν ο λόγος τους ακούγεται δίκαιος σε πρακτικό κοινωνικό επίπεδο, επισκοτίζουν τη θεωρητική βάση της φυσικής ισοζυγίας των δυνάμεων των φύλων. Η ισοπέδωση της φυσικής διαφοράς των φύλων που κηρύσσει άκριτα ο σύγχρονος φεμινισμός αψηφά την οικονομία της φύσης, εκτρέπει την ερωτική διαλεκτική των φύλων στον αναυθεντικό έρωτα και στενεύει τα όρια της θηλυκής απειρότητας, ό,τι ονομάζουμε γυναικείο μυστήριο.
Η πλατωνική Διοτίμα με τη μυσταγωγική της φύση αναλαμβάνει να μεταδώσει στο φιλόσοφο την αλήθεια και να τον μυήσει στα μυστήρια του έρωτα και μάλιστα στην «ανώτατη και αποκαλυπτική τους βαθμίδα», για την οποία η Διοτίμα δεν είναι σίγουρη, αν ο Σωκράτης διαθέτει τις απαραίτητες δυνάμεις.
Εκτός όμως απο τη μυσταγωγική της φύση η Διοτίμα παρουσιάζεται και ως φιλόσοφος. Eνώ ο διάλογος Διοτίμας-Σωκράτη στην αρχή εμφανίζεται καθαρά σωκρατικός, στην πορεία της πλοκής του εξελίσσεται σε διδαχή. Προς το τέλος μάλιστα του διαλόγου η Διοτίμα αξιώνει την τεταμένη προσοχή του Σωκράτη, ενώ στην αρχή τονίζει τη θεοφόρητη παρουσία της υπογραμμίζοντας την άγνοια του Σωκράτη με ειρωνικό γέλιο. Θέλοντας να προσδιορίσει τη δύσκολη έννοια του έρωτα ως φιλοσόφου και την πρωταρχική περιοχή, απ'όπου ξεκινούν οι μορφωτικές πηγές του, προσκρούει στη δυσκολία κατανόησης των λόγων της απο το Σωκράτη και χαρακτηρίζει τις ερωτήσεις του παιδικές. Ο Σωκράτης ομολογεί ότι ο μύχιος πόθος του είναι να μαθητεύσει κοντά της και ότι το αναγκαίο αίτημα της συνάντησής τους παραμένει η επιθυμία του για μαθητεία. Η Διοτίμα δέχεται το αίτημα ανάγκης του Σωκράτη για γνωριμία της φωτεινής και άφωτης όψης του έρωτα και για το λειτουργικό του νόημα, και με την πεποίθηση αυθεντίας του διδάσκαλου ("ώσπερ οι τέλειοι σοφισταί") τον διαβεβαιώνει, ότι πρέπει να εμπιστεύεται τη διδασκαλία της και να μην αμφιβάλλει. Για τον Πλάτωνα η Διοτίμα εδώ μιλάει ως τέλειος σοφιστής. Ο Σωκράτης όμως κατά παράδοξο τρόπο αποδέχεται το σοφιστικό ύφος της Διοτίμας και δεν προσπαθεί να το αναιρέσει με τη λογική ευκολία και τη βουλητική διάθεση που κυριαρχεί συνήθως στους διαλόγους του με τους σοφιστές.
Για τη φιλόσοφο Διοτίμα ο έρωτας είναι "δεινός γόης, φαρμακεύς και σοφιστής", αλλά συγχρόνως "φρονήσεως επιθυμητής και πόριμος, φιλοσοφών δια παντός του βίου". Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά είναι όσα εισήγαγε η σοφιστική με τη διαφωτιστική της διεκδίκηση, θέλοντας να απελευθερώσει το πνεύμα του ανθρώπου απο τον αρχαίο μύθο και την ιερονομική παντοκρατορία. Φιλοσοφία και σοφιστική εν προκειμένω συμπίπτουν, αφού ο έρωτας είναι και σοφιστής και φιλόσοφος. Η σοφιστική διαπίστωση για την παρουσία της εδω πρέπει να εντοπισθεί κυρίως στη μαγική δύναμη που ασκούν στο λόγο οι λέξεις, οι ωραιολογίες και τα επιχειρήματα. Η Διοτίμα ομοιάζει με τους σοφιστές, γιατί, ενω διεκδικεί το προνόμιο να γίνει χειραγωγός του Σωκράτη στη θέαση της σοφίας, τελεσιουργεί το λόγο της μέσα στο σχήμα της συμβατικής σοφιστικής σφαίρας. Η διαφορά όμως εντοπίζεται στο γεγονός, ότι το δικαίωμα του διδάσκειν το αντλεί απο τη δαιμονική και θεοφόρητη φύση της. Το φαινομενικό σοφιστικό της ύφος υποχωρεί , όταν η ενάργεια του στοχασμού της καλύπτει την τόλμη της αλληγορίας του μύθου της και εισέρχεται στο βάθος της απορίας. Τότε γίνεται αναλυτική, σωκρατική.
Η Διοτίμα έχει συγχρόνως δύο πρόσωπα: Μυσταγωγός και φιλόσοφος. Η ταυτότητα αυτή χρησιμοποιείται από τον Πλάτωνα ως αντίθετος πόλος στην κρατούσα σοφιστική αντίληψη και ως υπαινικτική της αλήθειας, ότι η ύψιστη σοφία με τη μυστική έννοια του μυστηρίου δεν εξαντλείται με τη συλλογιστική διαδικασία του νου. Ας μην ξεχνάμε ότι η Διοτίμα βασικά θα μιλήσει για τον έρωτα μ'ένα μύθο, και ότι ο μύθος, όσο και αν αξιώνει εξηγητές, παραπέμπει σε σημάνσεις πέρα από τα λογικά σύνορα του ανθρώπου. Ο Πλάτων θέλησε να βρει μία "γέφυρα", όπως γράφει ο Η. Koller, μεταξύ της διαλεκτικής του σωκρατικού έρωτα και της δικής του παράστασης, που δεν προσεγγίζεται με τον συνήθη τρόπο της διαλεκτικής. Ο Λόγος της σοφής μυσταγωγού Διοτίμας υπηρετεί ακριβώς αυτή την πλατωνική ανάγκη γεφυροποίησης της σωκρατικής και πλατωνικής αντίληψης.
Ο φιλόσοφος επιλέγει πρακτικά το διπλό πρόσωπο της Διοτίμας, για να επενδύσει γλωσσικά τις ενοράσεις του για την ουσία του έρωτα, για την ουσία της αλήθειας, στο πλαίσιο της περί ιδεών διδασκαλίας του. Ο Λόγος της σωκρατικής Διοτίμας μαρτυρεί την πίστη του Πλάτωνα για το μυστήριο του έρωτα, που είναι το μυστήριο της φιλοσοφίας, αφού "ο έρωτας είναι αναγκαία φιλόσοφος". Η θεμελίωση της ουσίας του έρωτα για τον Πλάτωνα είναι το δυσεπίλυτο αίνιγμα του είναι και του νοείν, η φωτοσκόπηση της πραγματικότητας με τον ήλιο της δυνατότητας.
Έτσι, στην αρχή του λόγου του ο Σωκράτης, απευθυνόμενος στον φίλο του Αγάθωνα, λέγει:
…."Και εσένα (Αγάθωνα) βέβαια, θα σε αφήσω τώρα. Όμως, τον λόγο για τον Έρωτα, που άκουσα κάποτε από τη Διοτίμα, μια γυναίκα από τη Μαντίνεια -- που ήταν σοφή και σ' αυτά και σε πολλά άλλα, και στους Αθηναίους όταν έκαναν θυσίες πρίν πέσει η πανούκλα, κατώρθωσε να αναβάλει την αρρώστεια γιά δέκα χρόνια, αυτή πού δίδαξε και σ' εμένα τα ερωτικά -- αυτόν λοιπόν τον λόγο, θα προσπαθήσω όσο μπορώ με δικά μου λόγια νά σας αναπτύξω, σύμφωνα με όσα συνωμολογήσαμε εγώ και ο Αγάθωνας. Πρέπει λοιπόν Αγάθωνα, όπως έκανες και συ στη διηγησή σου, πρώτα να αναπτύξω με κάθε λεπτομέρεια τι είναι Έρωτας και ποιος είναι, και στη συνέχεια να πω για τα έργα του. Μου φαίνεται λοιπόν, ότι είναι πιό εύκολο να τα αναπτύξω έτσι, όπως έκανε κάποτε και σ΄ εμένα η ξένη όταν με εξέταζε. Διότι κι εγώ σχεδόν κάτι τέτοια της έλεγα, σαν αυτό που λέει τώρα σ' εμένα ο Αγάθωνας, ότι ο Έρωτας είναι μέγας θεός, και ότι είναι για τα καλά. Μου έκανε έλεγχο λοιπόν σ' αυτά τα λόγια, όπως κι εγώ κάνω στον Αγάθωνα, ότι ούτε καλός είναι σύμφωνα με τόν λόγο μου ούτε αγαθός…"
Στη συνέχεια ο Σωκράτης μεταφέρει στους μαθητές του το διάλογό του με τη Διοτίμα η οποία μιλά για την ουσία και σημασία του έρωτα, όπως και για τη θέση της γυναίκας, όπου μεταξύ άλλων δηλώνει ότι ο έρως είναι "ο τόκος εν τω καλώ".
Ο Πρόκλος θεωρούσε τη Διοτίμα Πυθαγόρεια. Αλλά και ο Ξενοφών την μνημονεύει, αναφέροντας ότι ήταν καλή γνώστρια των μαθηματικών και μάλιστα και των πλέον δυσκολονόητων γεωμετρικών θεωρημάτων. Από τις υπάρχουσες πηγές είναι πολύ πιθανόν ανάμεσα στα πλούσια ιερά της αρχαίας Μαντινείας να υπήρχε μαντείο φημισμένο για την εποχή εκείνη, όπου ιέρεια ήταν η Διοτίμα. Ωστόσο δεν έχει εξακριβωθεί απόλυτα αν πρόκειται για ιστορικό πρόσωπο ή για ηρωϊδα της πλατωνικής φαντασίας.
Η ΔΙΟΤΙΜΑ ΩΣ ΜΥΣΤΑΓΩΓΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ
Η ιστορικότητα του προσώπου της σοφής ιέρειας Διοτίμας από τη Μαντίνεια υπήρξε για τη φιλολογική έρευνα ένα πρόβλημα, χωρίς όμως αυτό να επηρεάζει τη φιλοσοφική ερμηνεία της παρουσίας της στο Συμπόσιο. Ο Σωκράτης παρουσιάζει τη Διοτίμα ως δάσκαλό του στην ερωτική τέχνη και με διαλεκτικό τρόπο ερωταποκρίσεων μαζί της θα αναπτύξει τη διδασκαλία του για τον έρωτα. Η Διοτίμα, ανεξάρτητα από το αν υπήρξε πραγματικό πρόσωπο ή όχι, είναι για το Σωκράτη ένα σύμβολο. Σύμφωνα με τα λόγια του Σωκράτη έζησε ένα διάστημα στην Αθήνα και με τις θυσίες της απέτρεψε για δέκα έτη τον λοιμό από την πόλη.
Οπωσδήποτε η παρουσία μιάς γυναίκας σε δεσπόζουσα θέση στο Λόγο του Σωκράτη δεν είναι σύνηθες για τον Πλάτωνα και εντυπωσιάζει τον ερμηνευτή και μελετητή του Συμποσίου. Η Διοτίμα ως μύστης και ιέρεια ανέλαβε να οδηγήσει το νεαρό Σωκράτη στις ευρύπεδες και πολυσήμαντες συλλήψεις του ερωτικού γεγονότος. Εκείνο που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι ότι ο Σωκράτης δεν μας δίνει περισσότερες πληροφορίες για το πρόσωπο της Διοτίμας, εκτός από ό,τι μαθαίνουμε από τους τρεις στίχους στην αρχή του Λόγου του :
"... άκουσα κάποτε από κάποια γυναίκα από τη Μαντίνεια, τη Διοτίμα, που ήταν σοφή ως προς αυτό το ζήτημα και σε πολλά άλλα, και κάποτε κατόρθωσε με τις θυσίες της για τους Αθηναίους να αποτρέψει για δέκα χρόνια το λοιμό". Το γεγονός αυτό οδήγησε ερμηνευτές του Πλάτωνα, όπως τον J.J. Verbrugh, να υποστηρίξουν ότι "η Διοτίμα για τον Πλάτωνα είναι απλώς ένα όνομα". Ο φιλόσοφος Πλάτων δεν επιδεικνύει προσωπικό ενδιαφέρον για την ιεροφάντη, που με το ξετύλιγμα του φιλοσοφικού της μύθου και την αλλαγή της συλλογιστικής με τη μεγαλειώδη επίνοια του σωκρατικού τρόπου θα μεταβάλει την εικόνα του έρωτα που έδωσαν οι προηγούμενοι Λόγοι, θα προχωρήσει με γοργά άλματα για να ολοκληρώσει τη γνωστική χώρα της ουσίας του, θα αναμετρηθεί διαλεκτικά με το πρόβλημα της νόησης και του είναι, και θα καθιδρύσει αμετακίνητα την ανώλεθρη αξία του έρωτα, της φιλοσοφίας.
Η απορία όμως για την επιλογή μιας γυναίκας συνεχίζεται, και αναζητάται ψυχολογική ερμηνεία για αυτή την απόφαση του Πλάτωνα. Υποστηρίζεται ότι η Διοτίμα είναι μόνο μια "επινόηση" του Πλάτωνα, γιατί μέσα στο ανδροκρατικό περιβάλλον του Συμποσίου μόνο μια γυναίκα θα μπορούσε να καθίσει στη θέση του ηνίοχου του έρωτα, του ερωτευμένου που αγωνιά και αγωνίζεται για την κατάκτηση του ερωτικού συμβόλου. Ο Ι. Θεοδωρακόπουλος κατανοεί την επιλογή της Διοτίμας από τον Πλάτωνα, γιατί η γυναίκα έχει βαθύτερη εμπειρία του έρωτα σε σχέση με τον άνδρα, αφού αυτή γνωρίζει τις ωδίνες της γέννησης. Ο έρωτας στο Συμπόσιο είναι γέννηση, δημιουργία του ωραίου, του αγαθού. Η Διοτίμα, όσο και αν αποτελεί μια σύλληψη προβληματική για το συνηθισμένο πλατωνικό ύφος, είναι η συνάντηση του ιστορικού, μυθικού, προφητικού και φιλοσοφικού λόγου.
Το έργο που αναλαμβάνει και εκτελεί η γυναικεία μορφή είναι να παραστήσει το μυστήριο και να συμβολίσει τον τόπο του ιδεατού έρωτα, να διαγράψει το πρότυπο εκείνο που έλκει την ανθρώπινη προθυμία στο δρόμο της τελείωσης, να οικονομήσει την ύπαρξη του έρωτα μέσα στον Πόρο και την Πενία, να δώσει το εικαστικό μέτρο της ερωτικής νοσταλγίας για το δύσκολα να προσεγγισθεί ιδανικό, να αναρριπίσει τέλος τον πόθο για την κατάκτησή του. Μόνο με το Λόγο μιας γυναίκας και μάλιστα ιέρειας θα μπορούσε ο ποιητής φιλόσοφος να εκμεταλλευθεί δημιουργικά τις παραστάσεις που είχαν κεντρίσει την ερωτική ευαισθησία των συνδαιτυμόνων ανδρών και να περικλείσει την ουσία του έρωτα σ'ένα Λόγο, που θα τον ονομάζαμε ιερατικό.
O Πλάτων εμπιστεύθηκε τον εξοχότερο Λόγο του Συμποσίου σε μια γυναίκα. Η πράξη αυτή δεν είναι μόνο γνωσιολογικά σπουδαία, αλλά συνοδεύεται και από μία ηθική φόρτιση. Ο Πλάτων δεν δίδαξε με τη Διοτίμα απλά την ουσία του έρωτα, αλλά και τη δυνατότητα εκλογής του ερωτικού ιδανικού, την κατάκτηση από τον άνθρωπο της οντολογικής αυτάρκειας με την «παντοτινή κατοχή του αγαθού».
Η καταγωγή του έρωτα ως παιδί της Πενίας και του Πόρου, που θα παραστήσει στο μύθο της η Διοτίμα, συμβολίζει τη δραματική εγρήγορση της ερωτικής συνάντησης και την έντονη προθυμία των ερωτευμένων να παραδοθούν στο κάλεσμά του, ενώ καταφάσκουν τη «στέρηση ως παντοτινή σύντροφό του». Ο τρόπος της γέννησης του Έρωτα στο μύθο της Διοτίμας αποτελεί την πιο μεγαλειώδη ερωτική σύλληψη του Συμποσίου, γιατί ο έρωτας διαλέγεται ηθικά με την αβεβαιότητα και την αδυναμία σαν έλλειψη.
Η εμφάνιση της Διοτίμας στο πλατωνικό Συμπόσιο ερμηνεύει και δικαιώνει την παρουσία της γυναίκας μέσα στην ιστορία και τη συμβολή της ως μούσας σε δημιουργικό έργο. Μεγάλα ονόματα δημιουργών στην ιστορία του πνεύματος κατέφυγαν στη γυναικεία μούσα για να φωτίσουν το όραμά τους. Η Διοτίμα δίνει πόρο στην ψυχή του πλατωνικού Σωκράτη για να εκφράσει τη δαιμονική του σύλληψη και να νομοθετήσει τη σωτηρία του ανθρώπου με τη διδασκαλία των ερωτικών αναβαθμών. Η Μαργαρίτα του Γκαίτε είναι η συνέχεια της Βεατρίκης του Δάντη, που γίνεται η μούσα και η οδηγήτριά του στις περιηγήσεις του στην Κωμωδία, και η Διοτίμα του Hölderlin συμβολίζει το αιώνιο ελληνικό κλασσικό πρότυπο της ομορφιάς.
Η παραδοχή ότι το πνεύμα στην ιστορία αριθμεί μόνο μεγάλους άνδρες, αγνοεί την πραγματικότητα της εμπνεύστριας και οδηγήτριας δίπλα τους γυναίκας. Εκείνο που πολλοί ονόμασαν αδυναμία της γυναίκας είναι αντίθετα η λειτουργική της δύναμη, η έκφραση της αρμονικής ισορροπίας των δυνάμεων, ο ψυχικός της εξοπλισμός, που κυριαρχεί στην ανδρική δύναμη. Σ’αυτή τη μορφή δύναμης της γυναίκας τα σύγχρονα φεμινιστικά κινήματα μυωπάζουν, γιατί όσο και αν ο λόγος τους ακούγεται δίκαιος σε πρακτικό κοινωνικό επίπεδο, επισκοτίζουν τη θεωρητική βάση της φυσικής ισοζυγίας των δυνάμεων των φύλων. Η ισοπέδωση της φυσικής διαφοράς των φύλων που κηρύσσει άκριτα ο σύγχρονος φεμινισμός αψηφά την οικονομία της φύσης, εκτρέπει την ερωτική διαλεκτική των φύλων στον αναυθεντικό έρωτα και στενεύει τα όρια της θηλυκής απειρότητας, ό,τι ονομάζουμε γυναικείο μυστήριο.
Η πλατωνική Διοτίμα με τη μυσταγωγική της φύση αναλαμβάνει να μεταδώσει στο φιλόσοφο την αλήθεια και να τον μυήσει στα μυστήρια του έρωτα και μάλιστα στην «ανώτατη και αποκαλυπτική τους βαθμίδα», για την οποία η Διοτίμα δεν είναι σίγουρη, αν ο Σωκράτης διαθέτει τις απαραίτητες δυνάμεις.
Εκτός όμως απο τη μυσταγωγική της φύση η Διοτίμα παρουσιάζεται και ως φιλόσοφος. Eνώ ο διάλογος Διοτίμας-Σωκράτη στην αρχή εμφανίζεται καθαρά σωκρατικός, στην πορεία της πλοκής του εξελίσσεται σε διδαχή. Προς το τέλος μάλιστα του διαλόγου η Διοτίμα αξιώνει την τεταμένη προσοχή του Σωκράτη, ενώ στην αρχή τονίζει τη θεοφόρητη παρουσία της υπογραμμίζοντας την άγνοια του Σωκράτη με ειρωνικό γέλιο. Θέλοντας να προσδιορίσει τη δύσκολη έννοια του έρωτα ως φιλοσόφου και την πρωταρχική περιοχή, απ'όπου ξεκινούν οι μορφωτικές πηγές του, προσκρούει στη δυσκολία κατανόησης των λόγων της απο το Σωκράτη και χαρακτηρίζει τις ερωτήσεις του παιδικές. Ο Σωκράτης ομολογεί ότι ο μύχιος πόθος του είναι να μαθητεύσει κοντά της και ότι το αναγκαίο αίτημα της συνάντησής τους παραμένει η επιθυμία του για μαθητεία. Η Διοτίμα δέχεται το αίτημα ανάγκης του Σωκράτη για γνωριμία της φωτεινής και άφωτης όψης του έρωτα και για το λειτουργικό του νόημα, και με την πεποίθηση αυθεντίας του διδάσκαλου ("ώσπερ οι τέλειοι σοφισταί") τον διαβεβαιώνει, ότι πρέπει να εμπιστεύεται τη διδασκαλία της και να μην αμφιβάλλει. Για τον Πλάτωνα η Διοτίμα εδώ μιλάει ως τέλειος σοφιστής. Ο Σωκράτης όμως κατά παράδοξο τρόπο αποδέχεται το σοφιστικό ύφος της Διοτίμας και δεν προσπαθεί να το αναιρέσει με τη λογική ευκολία και τη βουλητική διάθεση που κυριαρχεί συνήθως στους διαλόγους του με τους σοφιστές.
Για τη φιλόσοφο Διοτίμα ο έρωτας είναι "δεινός γόης, φαρμακεύς και σοφιστής", αλλά συγχρόνως "φρονήσεως επιθυμητής και πόριμος, φιλοσοφών δια παντός του βίου". Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά είναι όσα εισήγαγε η σοφιστική με τη διαφωτιστική της διεκδίκηση, θέλοντας να απελευθερώσει το πνεύμα του ανθρώπου απο τον αρχαίο μύθο και την ιερονομική παντοκρατορία. Φιλοσοφία και σοφιστική εν προκειμένω συμπίπτουν, αφού ο έρωτας είναι και σοφιστής και φιλόσοφος. Η σοφιστική διαπίστωση για την παρουσία της εδω πρέπει να εντοπισθεί κυρίως στη μαγική δύναμη που ασκούν στο λόγο οι λέξεις, οι ωραιολογίες και τα επιχειρήματα. Η Διοτίμα ομοιάζει με τους σοφιστές, γιατί, ενω διεκδικεί το προνόμιο να γίνει χειραγωγός του Σωκράτη στη θέαση της σοφίας, τελεσιουργεί το λόγο της μέσα στο σχήμα της συμβατικής σοφιστικής σφαίρας. Η διαφορά όμως εντοπίζεται στο γεγονός, ότι το δικαίωμα του διδάσκειν το αντλεί απο τη δαιμονική και θεοφόρητη φύση της. Το φαινομενικό σοφιστικό της ύφος υποχωρεί , όταν η ενάργεια του στοχασμού της καλύπτει την τόλμη της αλληγορίας του μύθου της και εισέρχεται στο βάθος της απορίας. Τότε γίνεται αναλυτική, σωκρατική.
Η Διοτίμα έχει συγχρόνως δύο πρόσωπα: Μυσταγωγός και φιλόσοφος. Η ταυτότητα αυτή χρησιμοποιείται από τον Πλάτωνα ως αντίθετος πόλος στην κρατούσα σοφιστική αντίληψη και ως υπαινικτική της αλήθειας, ότι η ύψιστη σοφία με τη μυστική έννοια του μυστηρίου δεν εξαντλείται με τη συλλογιστική διαδικασία του νου. Ας μην ξεχνάμε ότι η Διοτίμα βασικά θα μιλήσει για τον έρωτα μ'ένα μύθο, και ότι ο μύθος, όσο και αν αξιώνει εξηγητές, παραπέμπει σε σημάνσεις πέρα από τα λογικά σύνορα του ανθρώπου. Ο Πλάτων θέλησε να βρει μία "γέφυρα", όπως γράφει ο Η. Koller, μεταξύ της διαλεκτικής του σωκρατικού έρωτα και της δικής του παράστασης, που δεν προσεγγίζεται με τον συνήθη τρόπο της διαλεκτικής. Ο Λόγος της σοφής μυσταγωγού Διοτίμας υπηρετεί ακριβώς αυτή την πλατωνική ανάγκη γεφυροποίησης της σωκρατικής και πλατωνικής αντίληψης.
Ο φιλόσοφος επιλέγει πρακτικά το διπλό πρόσωπο της Διοτίμας, για να επενδύσει γλωσσικά τις ενοράσεις του για την ουσία του έρωτα, για την ουσία της αλήθειας, στο πλαίσιο της περί ιδεών διδασκαλίας του. Ο Λόγος της σωκρατικής Διοτίμας μαρτυρεί την πίστη του Πλάτωνα για το μυστήριο του έρωτα, που είναι το μυστήριο της φιλοσοφίας, αφού "ο έρωτας είναι αναγκαία φιλόσοφος". Η θεμελίωση της ουσίας του έρωτα για τον Πλάτωνα είναι το δυσεπίλυτο αίνιγμα του είναι και του νοείν, η φωτοσκόπηση της πραγματικότητας με τον ήλιο της δυνατότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου