Η Αθηναϊκή δημοκρατία ήταν το πολιτικό σύστημα που αναπτύχθηκε στην αρχαία ελληνική πόλη-κράτος της Αθήνας (που περιλάμβανε την κεντρική πόλη των Αθηνών και την περιβάλλουσα επικράτεια της Αττικής). Η Αθήνα ήταν η πρώτη γνωστή δημοκρατία και ίσως η πιο σημαντική κατά την αρχαιότητα. Και άλλες αρχαιοελληνικές πόλεις είχαν δημοκρατικό πολίτευμα αλλά κανένα από αυτά δεν ήταν εξίσου ισχυρό και σταθερό με αυτό των Αθηνών. Παραμένει ένα μοναδικό και εξαιρετικού ενδιαφέροντος πείραμα άμεσης δημοκρατίας, όπου οι άνθρωποι δεν εξέλεγαν αντιπροσώπους για να αποφασίζουν στο όνομά τους, αλλά έπαιρναν οι ίδιοι αποφάσεις νομοθετικού και εκτελεστικού περιεχομένου. Δε συμμετείχε, ωστόσο, το σύνολο του πληθυσμού της πόλης, αλλά το σύνολο αυτών που είχαν πολιτικά δικαιώματα συγκροτούνταν ανεξαρτήτως από οικονομικά θέματα και οι πολίτες συμμετείχαν σε πρωτοφανή κλίμακα. Ποτέ μέχρι τότε τόσο πολλοί άνθρωποι δεν είχαν περάσει τόσο χρόνο αυτοκυβερνώμενοι.
Μέρος της αθηναϊκής ισχύος προήλθε από την κατοχή ολόκληρης της Αττικής, η οποία, κατά την παράδοση, αποδίδεται στο συνοικισμό του Θησέα. Για όσους ο Θησέας ανήκει εξ ολοκλήρου στη σφαίρα της μυθολογίας, είναι ασαφής ο χρόνος και ο τρόπος της ενοποίησης υπό την Αθήνα. Η Ελευσίνα, π.χ., εμφανίζεται ως ανεξάρτητη πόλη-κράτος τον 8ο αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με το Θουκυδίδη, ο πληθυντικός της λέξης ‘αι Αθήναι’ αποτελεί μία ένδειξη ότι περισσότεροι οικισμοί συνενώθηκαν για να σχηματίσουν την πόλη.
Ο Σόλων (περίπου το 590 π.Χ.), ο Κλεισθένης (508 π.Χ.) και ο Εφιάλτης (462 π.Χ.) συνέβαλαν στην ανάπτυξη του δημοκρατικού πολιτεύματος. Οι ιστορικοί διαφοροποιούνται ως προς το ποιος δημιούργησε ποιους θεσμούς και ποιος ανάμεσά τους αντιπροσωπεύει ένα πραγματικά δημοκρατικό κίνημα. Συνήθως, η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας αποδίδεται στον Κλεισθένη, αφού οι νόμοι του Σόλωνα καταλύθηκαν από τον Πεισίστρατο και ο Εφιάλτης απλώς βελτίωσε κάποιες ρυθμίσεις του Κλεισθένη.
Το τέλος της τυραννίας των Πεισιστρατιδών αποδόθηκε στη δολοφονία του Ίππαρχου, αδερφού του Ιππία, από τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα, στους οποίους απέδιδαν τιμές οι μετέπειτα Αθηναίοι επειδή κατά τη γνώμη τους αποκατέστησαν την αθηναϊκή ελευθερία. Η δολοφονία του Ίππαρχου, όμως, έλαβε χώρα τέσσερα χρόνια πριν την επανάσταση και έξι πριν από την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Παρόλη τη δριμεία αντίδραση του Ιππία, η δολοφονία του αδερφού του πιθανώς να αποσταθεροποίησε τη θέση του.
Ο σημαντικότερος και δημοκρατικός ηγέτης ήταν ο Περικλής. Μετά τον θάνατό του, η Αθηναϊκή δημοκρατία διακόπηκε δύο φορές από ολιγαρχικές επαναστάσεις προς το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου. Τροποποιήθηκε κάπως από τον Ευκλείδη μετά την παλινόρθωσή της. Οι πιο λεπτομερείς αναφορές προέρχονται από τον 4ο αιώνα παρά από την εποχή του Περικλή. Καταλύθηκε από τους Μακεδόνες το 322 π.Χ. Οι Αθηναϊκοί θεσμοί αργότερα αναβίωσαν, αλλά είναι αμφισβητήσιμο σε ποιο βαθμό αυτό ήταν μία πραγματική δημοκρατία.
Η λέξη δημοκρατία αποτελείται από τα συνθετικά ‘δήμος’ (το σύνολο ή η συνέλευση των ανθρώπων που έχουν πολιτικά δικαιώματα) και ‘κράτος’ (δύναμη, εξουσία, κυριαρχία). Η λέξη ‘κράτος’ είναι μία απροσδόκητα σκληρή λέξη. Στις λέξεις ‘μοναρχία’ και ‘ολιγαρχία’ το δεύτερο συνθετικό ‘άρχω’ σημαίνει ‘κυβερνώ, οδηγώ, κυριαρχώ’. Είναι πιθανό ο όρος ‘δημοκρατία’ να επινοήθηκε από τους δυσφημιστές της που απέρριπταν την πιθανότητα μίας, ούτως ειπείν, ‘δημαρχίας’. Οποιοσδήποτε κι αν ήταν η αρχική απόχρωση, ο όρος υιοθετήθηκε από τους Αθηναίους δημοκρατικούς. Ο όρος, πάντως, ουσιαστικά δηλώνει ‘το πολίτευμα εκείνο στο οποίο η εξουσία βρίσκεται στα χέρια της συνέλευσης των εχόντων πολιτικών δικαιώματα’.
Η λέξη παρουσιάζεται στον Ηρόδοτο, που έγραψε μερικά από τα πρωιμότερα σωζόμενα γραπτά, αλλά ίσως δεν χρησιμοποιήθηκε πριν το 440-430 π.Χ. Δεν είναι σίγουρο ότι η λέξη χρησιμοποιήθηκε από τη στιγμή της γέννησης της δημοκρατίας, αλλά από το 460 π.Χ. γνωρίζουμε την ύπαρξη του ονόματος ‘Δημοκράτης’, που προφανώς δόθηκε από τους γονείς στο παιδί τους ως ένδειξη δημοκρατικής νομιμότητας.
Μέγεθος και σύσταση του Αθηναϊκού πληθυσμού
Μόνο να εικάσουμε μπορούμε για τον πληθυσμό της Αττικής, καθώς οι Αθηναίοι ποτέ δεν διεξήγαν μία πλήρη απογραφή. Ο αριθμός των σκλάβων και των μετοίκων ιδιαίτερα διακυμαίνονταν συχνά. Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ.. ο πληθυσμός της Αθήνας μπορεί να περιλάμβανε περίπου 250.000-300.000. οι οικογένειες των πολιτών μπορεί να ανέρχονταν σε 100.000 και από αυτούς περίπου 30.000 ήταν οι άρρενες ενήλικες που είχαν δικαιώματα να συμμετάσχουν στη συνέλευση. Στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. ο αριθμός των ενηλίκων πολιτών ίσως έφθανε και τις 60.000, αλλά αυτός ο αριθμός έπεσε σημαντικά κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Αυτή η απότομη μείωση ήταν μόνιμη λόγω της εισαγωγής ενός αυστηρότερου ορισμού όπως περιγράφεται παρακάτω. Από μία σύγχρονη προοπτική αυτά τα μεγέθη μοιάζουν θλιβερά μικρά, αλλά στον κόσμο των ελληνικών πόλεων-κρατών, η Αθήνα ήταν τεράστια: περισσότερες από χίλιες πόλεις-κράτη αποτελούνταν από μόλις 1.000-1.500 ενήλικες άρρενες πολίτες και η Κόρινθος, μία σημαντική δύναμη της εποχής, διέθετε το πολύ 15.000 πολίτες.
Πέραν των πολιτών, ο υπόλοιπος πληθυσμός διαιρούνταν στους μετοίκους και τους δούλους, με τους τελευταίους ίσως περισσότερο πολυάριθμους. Γύρω στο 338 π.Χ., ο ρήτορας Υπερείδης ισχυρίστηκε ότι υπήρχαν 150.000 δούλοι στην Αττική, αλλά ο αριθμός είναι απλώς η εντύπωση του ρήτορα: οι δούλοι υπερτερούσαν αριθμητικά των πολιτών αλλά όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό.
Η ιδιότητα του πολίτη στην Αθήνα
Μόνο άρρενες ενήλικοι που είχαν ολοκληρώσει τη διετή (από τα 18 μέχρι τα 20) στρατιωτική τους θητεία είχαν το δικαίωμα να συμμετάσχουν και να ψηφίσουν στη συνέλευση. Αυτό απέκλειε την πλειονότητα του πληθυσμού, δηλαδή τους δούλους, τις γυναίκες και τους μετοίκους. Επίσης, δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν στη συνέλευση, των οποίων τα πολιτικά δικαιώματα είχαν ανασταλεί (συνήθως γιατί δεν μπορούσαν να πληρώσουν τις οφειλές τους προς την πόλη: βλέπε ατιμία). Για ορισμένους Αθηναίους, αυτό ισοδυναμούσε με μόνιμη (και κληρονομήσιμη) στέρηση δικαιώματος. Παρ’ όλα αυτά, σε αντίθεση με τις ολιγαρχικές πόλεις δεν υπήρχαν ουσιαστικά όριο ελάχιστης απαιτούμενης περιουσίας ή εισοδήματος. (Οι εισοδηματικές τάξεις της νομοθεσίας του Σόλωνα παρέμειναν, αλλά ήταν μάλλον νεκρό γράμμα.) Δεδομένης της απαγορευτικής και προγονικής σύλληψης της ιδιότητας του πολίτη στις αρχαιοελληνικές πόλεις πόλεις-κράτη, μία μόνο μερίδα του πληθυσμού έπαιρνε μέρος στη διακυβέρνηση της Αθήνας και σε άλλες ριζοσπαστικά δημοκρατικές πόλεις, όπως και αυτή. Στην Αθήνα, κάποιοι πολίτες ήταν μακράν περισσότερο δραστήριοι από άλλους, αλλά οι μεγάλοι αριθμοί που απαιτούνταν για να δουλέψει το πολιτικό σύστημα μαρτυρούν ένα εύρος συμμετοχής που ξεπερνούσε σημαντικά οποιαδήποτε σύγχρονη κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Οι Αθηναίοι πολίτες έπρεπε να είναι νόμιμα τέκνα πολιτών –και μάλιστα, μετά τις μεταρρυθμίσεις του Περικλή το 451 π.Χ., και από τους δύο γονείς τους, αποκλείοντας έτσι τα παιδιά Αθηναίων ανδρών και ξένων γυναικών. Παρόλο που η νομοθεσία δεν είχε αναδρομική ισχύ, πέντε χρόνια αργότερα οι Αθηναίοι αφαίρεσαν από τους καταλόγους των πολιτών 5.000 άτομα όταν ένας Αιγύπτιος βασιλιάς έστειλε δωρεάν καλαμπόκι για όλους τους Αθηναίους πολίτες. Η ιδιότητα του πολίτη μπορούσε να παραχωρηθεί από τη συνέλευση. Ορισμένες φορές παραχωρούνταν σε μεγάλες ομάδες (στους Πλαταιείς το 427 π.Χ., στους Σάμιους το 405 π.Χ.), αλλά από τον 4ο αιώνα μπορούσε να παραχωρηθεί μόνο σε άτομα με ειδικό ψήφισμα, με απαρτία 6.000 ατόμων στην Εκκλησία. Η παραχώρηση γινόταν ως ανταμοιβή για υπηρεσίες προς την πόλι. Ο μέτοικος που είχε πλέον πολτικά δικαιώματα ονομαζόταν ισοτελής. Σε τέτοιο status βρισκόταν πολλοί κάτοικοι της Αθήνας. Ανάμεσα σε αυτούς: ο Λυσίας, ο Αριστοτέλης κ.ά. Στην πορεία ενός αιώνα, οι αριθμοί αυτών που συμμετείχαν μετρούνταν πλέον σε εκατοντάδες παρά σε χιλιάδες. Αυτό αντανακλούσε τη γενική σύλληψη της πόλεως ως μιας κοινότητας ανθρώπων, παρά ως μιας εδαφικής κυριαρχίας.
Οι σύγχρονες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες επίσης αποκλείουν άτομα: ξένους κατοίκους (νόμιμους και μη), άτομα κάτω από μία ηλικία και σε κάποιες περιπτώσεις φυλακισμένους. Οι κοινοβουλευτικές δημοκρατίες έχουν και άλλους περιορισμούς: το δικαίωμα της ψήφου ασκείται μία φορά κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια και οι εκλογείς απλώς διαλέγουν τους αντιπροσώπους τους, οι οποίοι, και όχι οι πολίτες οι ίδιοι, ασκούν την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία και παίρνουν πολιτικές αποφάσεις στο όνομα των πολιτών –με την εξαίρεση των περιστασιακών δημοψηφισμάτων.
Οι πολιτικοί θεσμοί
Υπήρχαν τρία πολιτικά σώματα όπου οι πολίτες συγκεντρώνονταν σε εκατοντάδες και χιλιάδες. Αυτά ήταν η εκκλησία (σε ορισμένες περιπτώσεις με ελάχιστο όριο 6.000 ατόμων), η βουλή των 500 και τα δικαστήρια (τουλάχιστον 200 άτομα, αλλά έφταναν τα 6.000, όταν συγκαλούνταν η ολομέλεια της Ηλιαίας). Από αυτά τα τρία σώματα η εκκλησία και τα δικαστήρια είχαν πραγματική εξουσία –παρόλο που τα δικαστήρια, σε αντίθεση με την εκκλησία, ποτέ δεν αποκαλήθηκαν ‘δήμος’, καθώς επανδρώνονταν από ένα υποσύνολο του σώματος των πολιτών, αυτούς που είχαν συμπληρώσει το 30ο έτος της ηλικίας τους. Αλλά οι πολίτες οι οποίοι ψήφιζαν και στα δυο δεν υπέκειντο σε έφεση ή δικαστική δίωξη, όπως τα μέλη της βουλής και οι υπόλοιποι κάτοχοι δημοσίων αξιωμάτων. Τον 5ο αιώνα π.Χ. συχνά η εκκλησία συνερχόταν ως δικαστήριο για πολιτικές δίκες και δεν είναι σύμπτωση ότι ο ελάχιστος αριθμός για απαρτία στην εκκλησία και ο αριθμός της ετήσιας κληρωτίδας από την οποία κληρώνονταν οι δικαστές ήταν ο ίδιος (6.000). Από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., ωστόσο, οι δικαστικές αρμοδιότητες της εκκλησίας περιορίστηκαν, παρόλο που διατήρησε ένα ρόλο στην ανάληψη πρωτοβουλίας για διάφορα είδη πολιτικών δικών.
Η εκκλησία του Δήμου
Τα κεντρικά γεγονότα της Αθηναϊκής δημοκρατίας ήταν οι συνεδριάσεις της εκκλησίας, Σε αντίθεση με ένα κοινοβούλιο, τα ‘μέλη’ της εκκλησίας δεν εκλέγονταν, αλλά συμμετείχαν όλοι οι έχοντες πολιτικά δικαιώματα όποτε και αν ήθελαν. Η Αθηναϊκή δημοκρατία ήταν άμεση και όχι έμμεση, αντιπροσωπευτική, κοινοβουλευτική. Κάθε ενήλικας πολίτης άνω των 20 μπορούσε να συμμετάσχει και μάλιστα θεωρούνταν καθήκον. Οι αξιωματούχοι επιλέγονταν είτα με κλήρωση είτε με άμεση ψηφοφορία.
Η εκκλησία είχε τουλάχιστον τέσσερις λειτουργίες : ψήφιζε εκτελεστικά ψηφίσματα (π.χ. για την έναρξη πολέμου ή απονομή της ιδιότητας του πολίτη σε έναν ξένο), εξέλεγε ορισμένους αξιωματούχους, νομοθετούσε και δίκαζε πολιτικά εγκλήματα. Καθώς, όμως, το σύστημα εξελισσόταν σημαντικό μέρος των δύο τελευταίων λειτουργιών μεταφέρθηκε σε δικαστήρια. Η τυποποιημένη διάταξη ήταν η εξής: ομιλητές εκφωνούσαν λόγους υπέρ και κατά μίας πρότασης και ακολουθούσε η ψηφοφορία υπέρ ή κατά της πρότασης συνήθως με ανάταση των χεριών. Σε αντίθεση με τα σύγχρονα κοινοβούλια, οι αγορεύσεις ήταν κατ’ ουσία προσπάθειες πειθούς των παρευρισκομένων. Παρόλο που μπορεί να υπήρχαν μπλοκ υποστήριξης διάφορων θέσεων, που μερικές φορές παρουσίαζαν μεγάλη διάρκεια, αναφορικά με κρίσιμα θέματα, δεν υπήρχαν οργανωμένα κόμματα ή κυβέρνηση και αντιπολίτευση με τη σημερινή έννοια, όπως ισχύει στο σύστημα του Ουέστμινστερ. Κατ’ ουσίαν, η εκάστοτε κυβέρνηση ήταν ο /οι ομιλητής /ομιλητές με τον οποίο συμφωνούσε η πλειοψηφία των συμμετεχόντων στη συνέλευση για το συγκεκριμένο ζήτημα. Τον 5ο αιώνα τουλάχιστο υπήρχαν ελάχιστα όρια στην εξουσία που ασκούνταν από την εκκλησία. Εάν η εκκλησία παραβίαζε έναν ήδη ισχύοντα νόμο με νέα της πράξη, το μόνο που μπορούσε να συμβεί ήταν η επιβολή ποινής σε εκείνον που είχε κάνει την πρόταση η οποία είχε γίνει αποδεκτή από τη συνέλευση. Εάν είχε ληφθεί κάποια λανθασμένη απόφαση, σύμφωνα με την άποψη του δήμου είχε συμβεί διότι είχε ‘παρασυρθεί’.
Όπως συνηθιζόταν στα αρχαία δημοκρατικά πολιτεύματα, κάποιος έπρεπε να παρευρίσκεται σε μία συνέλευση για να μπορέσει να ψηφίσει. Η υπηρέτηση της θητείας ή η απλή απόσταση μπορούσαν να εμποδίσουν την άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων. Η ψηφοφορία γινόταν συνήθως με ανάταση των χεριών (‘χειροτονία’) ενώ κάποιοι αξιωματούχοι έκριναν το αποτέλεσμα με βάση την οπτική παρατήρηση του πλήθους. Καθώς παρευρίσκονταν χιλιάδες άτομα η καταμέτρηση ήταν αδύνατη. Για μια μικρή κατηγορία ψηφοφοριών για τις οποίες απαιτούνταν ένας ελάχιστος αριθμός συμμετεχόντων (6.000), κυρίως για παροχή της ιδιότητας του πολίτη, χρησιμοποιούνταν σφαιρίδια, χρωματισμένα άσπρα για το ‘ναι’ και μαύρα για το ‘όχι’. Πιθανώς, στο τέλος της συνέλευσης, ο κάθε πολίτης έριχνε το ένα από τα δύο σε ένα μεγάλο πιθάρι, που στη συνέχεια σπαζόταν για να καταμετρηθούν οι ψήφοι. (Για τον οστρακισμό απαιτούνταν οι πολίτες να αναγράψουν το όνομα σε ένα κομμάτι ενός αγγείου, το όστρακο.)
Τον 5ο αιώνα, υπήρχαν 10 τακτικές συνελεύσεις της εκκλησίας κάθε χρόνο, μία κάθε μήνα, ενώ μπορούσαν να συγκληθούν και έκτακτες, όποτε προέκυπτε ανάγκη. Τον επόμενο αιώνα καθορίστηκαν σαράντα συνελεύσεις της εκκλησίας, τέσσερις κάθε μήνα, μία εκ των οποίων ονομαζόταν ‘κυρία εκκλησία’. Μπορούσαν ακόμη να συγκληθούν επιπλέον συναντήσεις, ιδίως καθώς ως το 355 π.Χ. υπήρχαν ακόμη πολιτικές δίκες που δικάζονταν από την εκκλησία. Οι συνελεύσεις των πολιτών δε συνέβαιναν σε τακτά χρονικά διαστήματα, καθώς έπρεπε να μη συμπίπτουν με τις γιορτές, που λάμβαναν χώρα σε διαφορετικό χρονικό σημείο σε καθένα από τους δώδεκα σεληνιακούς μήνες. Υπήρχε ακόμη η τάση να συγκεντρώνονται οι τέσσερις συνελεύσεις στο τέλος κάθε μήνα.
Η συμμετοχή στη συνέλευση ήταν προαιρετική. Τον 5ο αιώνα, δημόσιοι δούλοι, σχηματίζοντας μία ζώνη με ένα κόκκινο σκοινί κατεύθυναν τους πολίτες από την αγορά στον τόπο της συνέλευσης (την Πνύκα), επιβάλλοντας πρόστιμο σε όσων τα ενδύματα είχαν βαφεί. Το μέτρο αυτό, ωστόσο, δεν μπορεί να συγκριθεί με τις μεθόδους υποχρεωτικής ψηφοφορίας κάποιων σύγχρονων δημοκρατιών. Ήταν μάλλον ένα μέτρο γρήγορης συγκέντρωσης του απαιτούμενου αριθμού συμμετεχόντων. Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 403 π.Χ., για πρώτη φορά εισήχθη η πληρωμή για τη συμμετοχή στην εκκλησία. Εξαιτίας αυτού παρουσιάστηκε ενθουσιασμός για τις συνελεύσεις. Μόνο οι πρώτοι έξι χιλιάδες που έφταναν γίνονταν δεκτοί και πληρώνονταν, ενώ το κόκκινο σκοινί χρησιμοποιούνταν πλέον για να συγκρατήσει τους αργοπορούντες. Αυτές οι δύο χρήσεις του κόκκινου σκοινιού μας είναι γνωστές από τις αριστοφανικές κωμωδίες Αχαρνείς, στίχοι:17-22 και Εκκλησιάζουσαι, στίχοι:378-9.
Η βουλή των 500
Η βουλή των 500, το πολυπληθέστερο σώμα αξιωματούχων, αποτελούσε μια οργανωτική επιτροπή της εκκλησίας, ετοιμάζοντας νομοθετικά προσχέδια και καθορίζοντας τη θεματολογία της. Οι 500 βουλευτές καθορίζονταν με κλήρωση, που λάμβανε χώρα μία φορά κάθε χρόνο. Ένας πολίτης μπορούσε να είναι μέλος της βουλής δύο φορές στη ζωή του. Κάθε πολίτης μπορούσε να καταθέσει προτάσεις στη βουλή. Τυπικά απαγορευόταν η εκκλησία να λαμβάνει αποφάσεις χωρίς ένα προβούλευμα, δηλαδή μία πρόταση από τη βουλή. Η πρόταση αυτή μπορούσε να είναι συμπαγής, επεξεργασμένη ή ‘ανοιχτή’, που λίγο διέφερε από το να καθορίζει τη θεματολογία της εκκλησίας. Η βουλή ή τα εναλλασσόμενα τμήματά της, οι πρυτανείες, εξυπηρετούσαν ως ένα είδος . Κάθε μέρα του έτους ένας από τους βουλευτές ήταν αρχηγός του κράτους για αυτή τη μέρα (για παράδειγμα κρατούσε τα κλειδιά του ταμείου και τη σφραγίδα του κράτους και ήταν υπεύθυνος για την υποδοχή ξένων αποστολών και (τον 5ο αιώνα) προέδρευε στις συνελεύσεις της εκκλησίας και της βουλής). Υπολογίστηκε ότι περίπου ένα τέταρτο του συνόλου των πολιτών πρέπει να κατείχε το αξίωμα κάποια στιγμή της ζωής του. Αυτή τη θέση του -τρόπον τινά- ‘αρχηγού του κράτους’ μπορούσε να την κατέχει ο καθένας μια φορά στη ζωή του.
Μέρος της αθηναϊκής ισχύος προήλθε από την κατοχή ολόκληρης της Αττικής, η οποία, κατά την παράδοση, αποδίδεται στο συνοικισμό του Θησέα. Για όσους ο Θησέας ανήκει εξ ολοκλήρου στη σφαίρα της μυθολογίας, είναι ασαφής ο χρόνος και ο τρόπος της ενοποίησης υπό την Αθήνα. Η Ελευσίνα, π.χ., εμφανίζεται ως ανεξάρτητη πόλη-κράτος τον 8ο αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με το Θουκυδίδη, ο πληθυντικός της λέξης ‘αι Αθήναι’ αποτελεί μία ένδειξη ότι περισσότεροι οικισμοί συνενώθηκαν για να σχηματίσουν την πόλη.
Ο Σόλων (περίπου το 590 π.Χ.), ο Κλεισθένης (508 π.Χ.) και ο Εφιάλτης (462 π.Χ.) συνέβαλαν στην ανάπτυξη του δημοκρατικού πολιτεύματος. Οι ιστορικοί διαφοροποιούνται ως προς το ποιος δημιούργησε ποιους θεσμούς και ποιος ανάμεσά τους αντιπροσωπεύει ένα πραγματικά δημοκρατικό κίνημα. Συνήθως, η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας αποδίδεται στον Κλεισθένη, αφού οι νόμοι του Σόλωνα καταλύθηκαν από τον Πεισίστρατο και ο Εφιάλτης απλώς βελτίωσε κάποιες ρυθμίσεις του Κλεισθένη.
Το τέλος της τυραννίας των Πεισιστρατιδών αποδόθηκε στη δολοφονία του Ίππαρχου, αδερφού του Ιππία, από τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα, στους οποίους απέδιδαν τιμές οι μετέπειτα Αθηναίοι επειδή κατά τη γνώμη τους αποκατέστησαν την αθηναϊκή ελευθερία. Η δολοφονία του Ίππαρχου, όμως, έλαβε χώρα τέσσερα χρόνια πριν την επανάσταση και έξι πριν από την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Παρόλη τη δριμεία αντίδραση του Ιππία, η δολοφονία του αδερφού του πιθανώς να αποσταθεροποίησε τη θέση του.
Ο σημαντικότερος και δημοκρατικός ηγέτης ήταν ο Περικλής. Μετά τον θάνατό του, η Αθηναϊκή δημοκρατία διακόπηκε δύο φορές από ολιγαρχικές επαναστάσεις προς το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου. Τροποποιήθηκε κάπως από τον Ευκλείδη μετά την παλινόρθωσή της. Οι πιο λεπτομερείς αναφορές προέρχονται από τον 4ο αιώνα παρά από την εποχή του Περικλή. Καταλύθηκε από τους Μακεδόνες το 322 π.Χ. Οι Αθηναϊκοί θεσμοί αργότερα αναβίωσαν, αλλά είναι αμφισβητήσιμο σε ποιο βαθμό αυτό ήταν μία πραγματική δημοκρατία.
Η λέξη δημοκρατία αποτελείται από τα συνθετικά ‘δήμος’ (το σύνολο ή η συνέλευση των ανθρώπων που έχουν πολιτικά δικαιώματα) και ‘κράτος’ (δύναμη, εξουσία, κυριαρχία). Η λέξη ‘κράτος’ είναι μία απροσδόκητα σκληρή λέξη. Στις λέξεις ‘μοναρχία’ και ‘ολιγαρχία’ το δεύτερο συνθετικό ‘άρχω’ σημαίνει ‘κυβερνώ, οδηγώ, κυριαρχώ’. Είναι πιθανό ο όρος ‘δημοκρατία’ να επινοήθηκε από τους δυσφημιστές της που απέρριπταν την πιθανότητα μίας, ούτως ειπείν, ‘δημαρχίας’. Οποιοσδήποτε κι αν ήταν η αρχική απόχρωση, ο όρος υιοθετήθηκε από τους Αθηναίους δημοκρατικούς. Ο όρος, πάντως, ουσιαστικά δηλώνει ‘το πολίτευμα εκείνο στο οποίο η εξουσία βρίσκεται στα χέρια της συνέλευσης των εχόντων πολιτικών δικαιώματα’.
Η λέξη παρουσιάζεται στον Ηρόδοτο, που έγραψε μερικά από τα πρωιμότερα σωζόμενα γραπτά, αλλά ίσως δεν χρησιμοποιήθηκε πριν το 440-430 π.Χ. Δεν είναι σίγουρο ότι η λέξη χρησιμοποιήθηκε από τη στιγμή της γέννησης της δημοκρατίας, αλλά από το 460 π.Χ. γνωρίζουμε την ύπαρξη του ονόματος ‘Δημοκράτης’, που προφανώς δόθηκε από τους γονείς στο παιδί τους ως ένδειξη δημοκρατικής νομιμότητας.
Μέγεθος και σύσταση του Αθηναϊκού πληθυσμού
Μόνο να εικάσουμε μπορούμε για τον πληθυσμό της Αττικής, καθώς οι Αθηναίοι ποτέ δεν διεξήγαν μία πλήρη απογραφή. Ο αριθμός των σκλάβων και των μετοίκων ιδιαίτερα διακυμαίνονταν συχνά. Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ.. ο πληθυσμός της Αθήνας μπορεί να περιλάμβανε περίπου 250.000-300.000. οι οικογένειες των πολιτών μπορεί να ανέρχονταν σε 100.000 και από αυτούς περίπου 30.000 ήταν οι άρρενες ενήλικες που είχαν δικαιώματα να συμμετάσχουν στη συνέλευση. Στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. ο αριθμός των ενηλίκων πολιτών ίσως έφθανε και τις 60.000, αλλά αυτός ο αριθμός έπεσε σημαντικά κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Αυτή η απότομη μείωση ήταν μόνιμη λόγω της εισαγωγής ενός αυστηρότερου ορισμού όπως περιγράφεται παρακάτω. Από μία σύγχρονη προοπτική αυτά τα μεγέθη μοιάζουν θλιβερά μικρά, αλλά στον κόσμο των ελληνικών πόλεων-κρατών, η Αθήνα ήταν τεράστια: περισσότερες από χίλιες πόλεις-κράτη αποτελούνταν από μόλις 1.000-1.500 ενήλικες άρρενες πολίτες και η Κόρινθος, μία σημαντική δύναμη της εποχής, διέθετε το πολύ 15.000 πολίτες.
Πέραν των πολιτών, ο υπόλοιπος πληθυσμός διαιρούνταν στους μετοίκους και τους δούλους, με τους τελευταίους ίσως περισσότερο πολυάριθμους. Γύρω στο 338 π.Χ., ο ρήτορας Υπερείδης ισχυρίστηκε ότι υπήρχαν 150.000 δούλοι στην Αττική, αλλά ο αριθμός είναι απλώς η εντύπωση του ρήτορα: οι δούλοι υπερτερούσαν αριθμητικά των πολιτών αλλά όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό.
Η ιδιότητα του πολίτη στην Αθήνα
Μόνο άρρενες ενήλικοι που είχαν ολοκληρώσει τη διετή (από τα 18 μέχρι τα 20) στρατιωτική τους θητεία είχαν το δικαίωμα να συμμετάσχουν και να ψηφίσουν στη συνέλευση. Αυτό απέκλειε την πλειονότητα του πληθυσμού, δηλαδή τους δούλους, τις γυναίκες και τους μετοίκους. Επίσης, δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν στη συνέλευση, των οποίων τα πολιτικά δικαιώματα είχαν ανασταλεί (συνήθως γιατί δεν μπορούσαν να πληρώσουν τις οφειλές τους προς την πόλη: βλέπε ατιμία). Για ορισμένους Αθηναίους, αυτό ισοδυναμούσε με μόνιμη (και κληρονομήσιμη) στέρηση δικαιώματος. Παρ’ όλα αυτά, σε αντίθεση με τις ολιγαρχικές πόλεις δεν υπήρχαν ουσιαστικά όριο ελάχιστης απαιτούμενης περιουσίας ή εισοδήματος. (Οι εισοδηματικές τάξεις της νομοθεσίας του Σόλωνα παρέμειναν, αλλά ήταν μάλλον νεκρό γράμμα.) Δεδομένης της απαγορευτικής και προγονικής σύλληψης της ιδιότητας του πολίτη στις αρχαιοελληνικές πόλεις πόλεις-κράτη, μία μόνο μερίδα του πληθυσμού έπαιρνε μέρος στη διακυβέρνηση της Αθήνας και σε άλλες ριζοσπαστικά δημοκρατικές πόλεις, όπως και αυτή. Στην Αθήνα, κάποιοι πολίτες ήταν μακράν περισσότερο δραστήριοι από άλλους, αλλά οι μεγάλοι αριθμοί που απαιτούνταν για να δουλέψει το πολιτικό σύστημα μαρτυρούν ένα εύρος συμμετοχής που ξεπερνούσε σημαντικά οποιαδήποτε σύγχρονη κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Οι Αθηναίοι πολίτες έπρεπε να είναι νόμιμα τέκνα πολιτών –και μάλιστα, μετά τις μεταρρυθμίσεις του Περικλή το 451 π.Χ., και από τους δύο γονείς τους, αποκλείοντας έτσι τα παιδιά Αθηναίων ανδρών και ξένων γυναικών. Παρόλο που η νομοθεσία δεν είχε αναδρομική ισχύ, πέντε χρόνια αργότερα οι Αθηναίοι αφαίρεσαν από τους καταλόγους των πολιτών 5.000 άτομα όταν ένας Αιγύπτιος βασιλιάς έστειλε δωρεάν καλαμπόκι για όλους τους Αθηναίους πολίτες. Η ιδιότητα του πολίτη μπορούσε να παραχωρηθεί από τη συνέλευση. Ορισμένες φορές παραχωρούνταν σε μεγάλες ομάδες (στους Πλαταιείς το 427 π.Χ., στους Σάμιους το 405 π.Χ.), αλλά από τον 4ο αιώνα μπορούσε να παραχωρηθεί μόνο σε άτομα με ειδικό ψήφισμα, με απαρτία 6.000 ατόμων στην Εκκλησία. Η παραχώρηση γινόταν ως ανταμοιβή για υπηρεσίες προς την πόλι. Ο μέτοικος που είχε πλέον πολτικά δικαιώματα ονομαζόταν ισοτελής. Σε τέτοιο status βρισκόταν πολλοί κάτοικοι της Αθήνας. Ανάμεσα σε αυτούς: ο Λυσίας, ο Αριστοτέλης κ.ά. Στην πορεία ενός αιώνα, οι αριθμοί αυτών που συμμετείχαν μετρούνταν πλέον σε εκατοντάδες παρά σε χιλιάδες. Αυτό αντανακλούσε τη γενική σύλληψη της πόλεως ως μιας κοινότητας ανθρώπων, παρά ως μιας εδαφικής κυριαρχίας.
Οι σύγχρονες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες επίσης αποκλείουν άτομα: ξένους κατοίκους (νόμιμους και μη), άτομα κάτω από μία ηλικία και σε κάποιες περιπτώσεις φυλακισμένους. Οι κοινοβουλευτικές δημοκρατίες έχουν και άλλους περιορισμούς: το δικαίωμα της ψήφου ασκείται μία φορά κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια και οι εκλογείς απλώς διαλέγουν τους αντιπροσώπους τους, οι οποίοι, και όχι οι πολίτες οι ίδιοι, ασκούν την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία και παίρνουν πολιτικές αποφάσεις στο όνομα των πολιτών –με την εξαίρεση των περιστασιακών δημοψηφισμάτων.
Οι πολιτικοί θεσμοί
Υπήρχαν τρία πολιτικά σώματα όπου οι πολίτες συγκεντρώνονταν σε εκατοντάδες και χιλιάδες. Αυτά ήταν η εκκλησία (σε ορισμένες περιπτώσεις με ελάχιστο όριο 6.000 ατόμων), η βουλή των 500 και τα δικαστήρια (τουλάχιστον 200 άτομα, αλλά έφταναν τα 6.000, όταν συγκαλούνταν η ολομέλεια της Ηλιαίας). Από αυτά τα τρία σώματα η εκκλησία και τα δικαστήρια είχαν πραγματική εξουσία –παρόλο που τα δικαστήρια, σε αντίθεση με την εκκλησία, ποτέ δεν αποκαλήθηκαν ‘δήμος’, καθώς επανδρώνονταν από ένα υποσύνολο του σώματος των πολιτών, αυτούς που είχαν συμπληρώσει το 30ο έτος της ηλικίας τους. Αλλά οι πολίτες οι οποίοι ψήφιζαν και στα δυο δεν υπέκειντο σε έφεση ή δικαστική δίωξη, όπως τα μέλη της βουλής και οι υπόλοιποι κάτοχοι δημοσίων αξιωμάτων. Τον 5ο αιώνα π.Χ. συχνά η εκκλησία συνερχόταν ως δικαστήριο για πολιτικές δίκες και δεν είναι σύμπτωση ότι ο ελάχιστος αριθμός για απαρτία στην εκκλησία και ο αριθμός της ετήσιας κληρωτίδας από την οποία κληρώνονταν οι δικαστές ήταν ο ίδιος (6.000). Από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., ωστόσο, οι δικαστικές αρμοδιότητες της εκκλησίας περιορίστηκαν, παρόλο που διατήρησε ένα ρόλο στην ανάληψη πρωτοβουλίας για διάφορα είδη πολιτικών δικών.
Η εκκλησία του Δήμου
Τα κεντρικά γεγονότα της Αθηναϊκής δημοκρατίας ήταν οι συνεδριάσεις της εκκλησίας, Σε αντίθεση με ένα κοινοβούλιο, τα ‘μέλη’ της εκκλησίας δεν εκλέγονταν, αλλά συμμετείχαν όλοι οι έχοντες πολιτικά δικαιώματα όποτε και αν ήθελαν. Η Αθηναϊκή δημοκρατία ήταν άμεση και όχι έμμεση, αντιπροσωπευτική, κοινοβουλευτική. Κάθε ενήλικας πολίτης άνω των 20 μπορούσε να συμμετάσχει και μάλιστα θεωρούνταν καθήκον. Οι αξιωματούχοι επιλέγονταν είτα με κλήρωση είτε με άμεση ψηφοφορία.
Η εκκλησία είχε τουλάχιστον τέσσερις λειτουργίες : ψήφιζε εκτελεστικά ψηφίσματα (π.χ. για την έναρξη πολέμου ή απονομή της ιδιότητας του πολίτη σε έναν ξένο), εξέλεγε ορισμένους αξιωματούχους, νομοθετούσε και δίκαζε πολιτικά εγκλήματα. Καθώς, όμως, το σύστημα εξελισσόταν σημαντικό μέρος των δύο τελευταίων λειτουργιών μεταφέρθηκε σε δικαστήρια. Η τυποποιημένη διάταξη ήταν η εξής: ομιλητές εκφωνούσαν λόγους υπέρ και κατά μίας πρότασης και ακολουθούσε η ψηφοφορία υπέρ ή κατά της πρότασης συνήθως με ανάταση των χεριών. Σε αντίθεση με τα σύγχρονα κοινοβούλια, οι αγορεύσεις ήταν κατ’ ουσία προσπάθειες πειθούς των παρευρισκομένων. Παρόλο που μπορεί να υπήρχαν μπλοκ υποστήριξης διάφορων θέσεων, που μερικές φορές παρουσίαζαν μεγάλη διάρκεια, αναφορικά με κρίσιμα θέματα, δεν υπήρχαν οργανωμένα κόμματα ή κυβέρνηση και αντιπολίτευση με τη σημερινή έννοια, όπως ισχύει στο σύστημα του Ουέστμινστερ. Κατ’ ουσίαν, η εκάστοτε κυβέρνηση ήταν ο /οι ομιλητής /ομιλητές με τον οποίο συμφωνούσε η πλειοψηφία των συμμετεχόντων στη συνέλευση για το συγκεκριμένο ζήτημα. Τον 5ο αιώνα τουλάχιστο υπήρχαν ελάχιστα όρια στην εξουσία που ασκούνταν από την εκκλησία. Εάν η εκκλησία παραβίαζε έναν ήδη ισχύοντα νόμο με νέα της πράξη, το μόνο που μπορούσε να συμβεί ήταν η επιβολή ποινής σε εκείνον που είχε κάνει την πρόταση η οποία είχε γίνει αποδεκτή από τη συνέλευση. Εάν είχε ληφθεί κάποια λανθασμένη απόφαση, σύμφωνα με την άποψη του δήμου είχε συμβεί διότι είχε ‘παρασυρθεί’.
Όπως συνηθιζόταν στα αρχαία δημοκρατικά πολιτεύματα, κάποιος έπρεπε να παρευρίσκεται σε μία συνέλευση για να μπορέσει να ψηφίσει. Η υπηρέτηση της θητείας ή η απλή απόσταση μπορούσαν να εμποδίσουν την άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων. Η ψηφοφορία γινόταν συνήθως με ανάταση των χεριών (‘χειροτονία’) ενώ κάποιοι αξιωματούχοι έκριναν το αποτέλεσμα με βάση την οπτική παρατήρηση του πλήθους. Καθώς παρευρίσκονταν χιλιάδες άτομα η καταμέτρηση ήταν αδύνατη. Για μια μικρή κατηγορία ψηφοφοριών για τις οποίες απαιτούνταν ένας ελάχιστος αριθμός συμμετεχόντων (6.000), κυρίως για παροχή της ιδιότητας του πολίτη, χρησιμοποιούνταν σφαιρίδια, χρωματισμένα άσπρα για το ‘ναι’ και μαύρα για το ‘όχι’. Πιθανώς, στο τέλος της συνέλευσης, ο κάθε πολίτης έριχνε το ένα από τα δύο σε ένα μεγάλο πιθάρι, που στη συνέχεια σπαζόταν για να καταμετρηθούν οι ψήφοι. (Για τον οστρακισμό απαιτούνταν οι πολίτες να αναγράψουν το όνομα σε ένα κομμάτι ενός αγγείου, το όστρακο.)
Τον 5ο αιώνα, υπήρχαν 10 τακτικές συνελεύσεις της εκκλησίας κάθε χρόνο, μία κάθε μήνα, ενώ μπορούσαν να συγκληθούν και έκτακτες, όποτε προέκυπτε ανάγκη. Τον επόμενο αιώνα καθορίστηκαν σαράντα συνελεύσεις της εκκλησίας, τέσσερις κάθε μήνα, μία εκ των οποίων ονομαζόταν ‘κυρία εκκλησία’. Μπορούσαν ακόμη να συγκληθούν επιπλέον συναντήσεις, ιδίως καθώς ως το 355 π.Χ. υπήρχαν ακόμη πολιτικές δίκες που δικάζονταν από την εκκλησία. Οι συνελεύσεις των πολιτών δε συνέβαιναν σε τακτά χρονικά διαστήματα, καθώς έπρεπε να μη συμπίπτουν με τις γιορτές, που λάμβαναν χώρα σε διαφορετικό χρονικό σημείο σε καθένα από τους δώδεκα σεληνιακούς μήνες. Υπήρχε ακόμη η τάση να συγκεντρώνονται οι τέσσερις συνελεύσεις στο τέλος κάθε μήνα.
Η συμμετοχή στη συνέλευση ήταν προαιρετική. Τον 5ο αιώνα, δημόσιοι δούλοι, σχηματίζοντας μία ζώνη με ένα κόκκινο σκοινί κατεύθυναν τους πολίτες από την αγορά στον τόπο της συνέλευσης (την Πνύκα), επιβάλλοντας πρόστιμο σε όσων τα ενδύματα είχαν βαφεί. Το μέτρο αυτό, ωστόσο, δεν μπορεί να συγκριθεί με τις μεθόδους υποχρεωτικής ψηφοφορίας κάποιων σύγχρονων δημοκρατιών. Ήταν μάλλον ένα μέτρο γρήγορης συγκέντρωσης του απαιτούμενου αριθμού συμμετεχόντων. Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 403 π.Χ., για πρώτη φορά εισήχθη η πληρωμή για τη συμμετοχή στην εκκλησία. Εξαιτίας αυτού παρουσιάστηκε ενθουσιασμός για τις συνελεύσεις. Μόνο οι πρώτοι έξι χιλιάδες που έφταναν γίνονταν δεκτοί και πληρώνονταν, ενώ το κόκκινο σκοινί χρησιμοποιούνταν πλέον για να συγκρατήσει τους αργοπορούντες. Αυτές οι δύο χρήσεις του κόκκινου σκοινιού μας είναι γνωστές από τις αριστοφανικές κωμωδίες Αχαρνείς, στίχοι:17-22 και Εκκλησιάζουσαι, στίχοι:378-9.
Η βουλή των 500
Η βουλή των 500, το πολυπληθέστερο σώμα αξιωματούχων, αποτελούσε μια οργανωτική επιτροπή της εκκλησίας, ετοιμάζοντας νομοθετικά προσχέδια και καθορίζοντας τη θεματολογία της. Οι 500 βουλευτές καθορίζονταν με κλήρωση, που λάμβανε χώρα μία φορά κάθε χρόνο. Ένας πολίτης μπορούσε να είναι μέλος της βουλής δύο φορές στη ζωή του. Κάθε πολίτης μπορούσε να καταθέσει προτάσεις στη βουλή. Τυπικά απαγορευόταν η εκκλησία να λαμβάνει αποφάσεις χωρίς ένα προβούλευμα, δηλαδή μία πρόταση από τη βουλή. Η πρόταση αυτή μπορούσε να είναι συμπαγής, επεξεργασμένη ή ‘ανοιχτή’, που λίγο διέφερε από το να καθορίζει τη θεματολογία της εκκλησίας. Η βουλή ή τα εναλλασσόμενα τμήματά της, οι πρυτανείες, εξυπηρετούσαν ως ένα είδος . Κάθε μέρα του έτους ένας από τους βουλευτές ήταν αρχηγός του κράτους για αυτή τη μέρα (για παράδειγμα κρατούσε τα κλειδιά του ταμείου και τη σφραγίδα του κράτους και ήταν υπεύθυνος για την υποδοχή ξένων αποστολών και (τον 5ο αιώνα) προέδρευε στις συνελεύσεις της εκκλησίας και της βουλής). Υπολογίστηκε ότι περίπου ένα τέταρτο του συνόλου των πολιτών πρέπει να κατείχε το αξίωμα κάποια στιγμή της ζωής του. Αυτή τη θέση του -τρόπον τινά- ‘αρχηγού του κράτους’ μπορούσε να την κατέχει ο καθένας μια φορά στη ζωή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου