Ο Σπύρος Καγιαλές – Καγιαλεδάκης, ο «Θρύλος του Ακρωτηρίου»,
έγραψε με τον ηρωισμό του και την αυτοθυσία του, μια από τις πιο
ένδοξες στιγμές της Ελλάδος, κατά των Αγώνα των Κρητών, το 1897, για
ένωση με την Μητέρα Πατρίδα.Στο
Ακρωτήρι ο Σπύρος Καγιαλές υπηρέτησε από την αρχή της Επανάστασης του
1897 μαζί με τους αδελφούς του Γιώργο, Μανώλη, Αντώνη και Σήφη. Επίσης,
έλαβε μέρος στις μάχες του Δρίσκου κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του
1912-1913, όπου και πάλι διακρίθηκε για την ανδρεία του και τιμήθηκε με
την απονομή ειδικών μεταλλίων και διπλώματος.
Ξαφνικά, μία ρωσική οβίδα πλήττει το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία και άλλη, που προερχόταν από το ρωσικό πολεμικό «Μπελίκη» χτυπά και καταρρίπτει τον ιστό με την μεγάλη ελληνική πολεμική Σημαία.
Στις
15.30 της 9ης Φεβρουαρίου 1897, δίδεται το αρχικό σύνθημα για τον
βομβαρδισμό από το θωρηκτό «Σικελία», που αποτελούσε την ναυαρχίδα του
αρχηγού του ενωμένου στόλου Ιταλού υποναύαρχου Κανεβάρο και που
ναυλοχούσε έξω από το λιμάνι των Χανίων.
Αμέσως
τα πολεμικά πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων, αρχίζουν χωρίς προειδοποίηση,
ένα σφοδρό βομβαρδισμό του στρατοπέδου του Ακρωτηρίου, όπου ήδη κυμάτιζε
η ελληνική πολεμική Σημαία.Ξαφνικά, μία ρωσική οβίδα πλήττει το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία και άλλη, που προερχόταν από το ρωσικό πολεμικό «Μπελίκη» χτυπά και καταρρίπτει τον ιστό με την μεγάλη ελληνική πολεμική Σημαία.
Τότε ο άξιος στρατοπεδάρχης Μιχάλης Καλορίζικος, διατάζει να στηθεί και πάλι στη θέση του ο κομμένος ιστός με τη Σημαία.
Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει τη διαταγή του και πετάγεται σαν ελατήριο από το ταμπούρι του ο ατρόμητος αγωνιστής Σπύρος Καγιαλές.
Με μεγάλο κίνδυνο για την ζωή του μέσα στην πύρινη κόλαση του
βομβαρδισμού, έχοντας στα χείλη του -όπως ο ίδιος διηγούταν αργότερα-
τους γνωστούς στίχους «για του Χριστού την πίστη την αγία και της
πατρίδας την ελευθερία», αρπάζει τον ιστό, αναδιπλώνει την τεράστια
Σημαία γύρω από τον ώμο του, ξαναστήνει τον ιστό και απλώνει την Σημαία που κυματίζει και πάλι περήφανη, μέσα σε πανδαιμόνιο ενθουσιασμού των επαναστατών.
Νέα
οβίδα καταρρίπτει και πάλι τον ιστό. Και πάλι ο Σπύρος Καγιαλές
πετάγεται και τον ξαναστήνει όπως πριν, ενώ το στρατόπεδο «σείεται από
ουρανομήκεις ζητωκραυγές».
Προτού όμως κατασιγάσουν οι ζητωκραυγές, τρίτη οβίδα θρυμματίζει πια τον ιστό και ρίχνει κάτω την Σημαία.
Τότε συνέβη κάτι το απίστευτο, κάτι ανεπανάληπτο: Ο
Σπύρος Καγιαλές, ορμά αμέσως, αρπάζει την σημαία, κάνει το ίδιο του το
σώμα ιστό, και ανυψώνει με τα χέρια του τη Σημαία, που συνέχιζε να
κυματίζει περήφανη απέναντι από τα κανόνια του ξένου στόλου.
Οι
επαναστάτες και τα πληρώματα των ελληνικών πολεμικών πλοίων που
παρακολουθούσαν την εξέλιξη του βομβαρδισμού, έγιναν μάρτυρες μίας
απρόσμενης έκπληξης, ενός θαύματος που προκάλεσε η τόσο ριψοκίνδυνη όσο
και μοναδική ηρωική πράξη του Σπύρου Καγιαλέ και εξέφραζε με μοναδικό
τρόπο την αμετάκλητη απόφαση των επαναστατημένων Κρητικών για ελευθερία ή
θάνατο.
Μόλις
οι ναύαρχοι του ενωμένου στόλου είδαν με τα κιάλια, ότι η Σημαία και
πάλι κυματίζει με κοντάρι έναν επαναστάτη, έναν από τους αγωνιστές που
ορθώθηκε κόντρα στα κανόνια τους, δεν πίστευαν στα μάτια τους! Θαύμασαν
τόσο, που διέταξαν αμέσως παύση πυρός.
Ήταν
τότε που ο Ελευθέριος Βενιζέλος, κλαίγοντας αγκάλιασε τον ηγούμενο
Ιερόθεο και του είπε: «Ιερόθεε, να για ποιον λαό αγωνιζόμαστε!
Όπως
διηγήθηκε αργότερα ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο ναύαρχος Κανεβάρο
του είχε πει τότε, πως έμεινε άναυδος από θαυμασμό για την ωραία αυτή
και κατ’ εξοχήν ηρωική πράξη του Σπύρου Καγιαλέ, που εκείνη ακριβώς την
ημέρα νίκησε -στην κυριολεξία- την ευρωπαϊκή διπλωματία. Γιατί όχι μόνο
προκάλεσε την άμεση παύση του βομβαρδισμού του Ακρωτηρίου, αλλά και την
υποβολή, από τους ναυάρχους, ευνοϊκών εισηγήσεων προς τις κυβερνήσεις
τους. (Εφημερίδες: «Έθνος» 24 Ιουλίου 1929 & «Ηνωμένος Τύπος»
Χανίων, 9 Φεβρουαρίου 1937).
Η
πράξη του «Θρύλου του Ακρωτηρίου» αποτέλεσε την συνέχεια μιας
ατέλειωτης σειράς θυσιών και αμέτρητων ηρωισμών του αδούλωτου Κρητικού
λαού. Ενός λαού η παράδοση και το όραμα του οποίου είναι εμπνευσμένα
«από τον αγώνα τον καλό». Από την πρόγευση ελευθερίας που πηγάζει από τα
ιερά κόκαλα των Ελλήνων, που είχαν ανά τους αιώνες γι’ αυτήν θυσιαστεί.