Ολα τα χρησιμοποιείς και σε χρησιμοποιούν.
Να είσαι χρηστικός και να φθείρεσαι όπως ορίζει
η φύση σου. Να είσαι δοτικός. Κανείς δε μπορεί να
σου πάρει τίποτα, μόνο τη γεύση σου. Οσο περισσότερο
δίνεσαι, τόσο υπάρχεις. Οσο αφήνεσαι, τόσο μεγαλώνεις.
...Ολα είναι μικρά και περαστικά. Μόνο ένα είναι μεγάλο.
Το νόημα τους..
Λιώσε, πριν μορφοποιηθείς. Τίποτα δε σου ανήκει.
Μόνο το ταξίδι.

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ



Ο όρος κρυφό σχολειό αναφέρεται σε κρυφές ελληνικές διδασκαλίες που λέγεται ότι γίνονταν κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας για να διδάσκεται το ένδοξο της ιστορίας των προγόνων, το θλιβερό της κατάκτησης από τους Τούρκους και η ελπίδα για απελευθέρωση. Eλλείψει επαρκούς τεκμηρίωσης για την ύπαρξη κρυφής εκπαίδευσης, καθώς και λόγω του τρόπου με τον οποίο εκτόπισε στις μετέπειτα συνειδήσεις την επί τουρκοκρατίας υπάρχουσα και επίσημα διαδεδομένη εκπαίδευση των Ελλήνων, στη νεώτερη ιστοριογραφία επικράτησε η άποψη πως πρόκειται για μυθικό στοιχείο της προφορικής λαϊκής παράδοσης. Σύμφωνα με επίσης σύγχρονες εκτιμήσεις, βάσει νέων ευρημάτων, το κρυφό σχολειό δεν είναι μύθος αλλά «θρύλος με ιστορικό πυρήνα».
Είναι γνωστό από τις αναφορές πως κατά την τουρκοκρατία λειτουργούσαν επίσημα ελληνικά σχολεία, ιδρυθέντα από την ιδιωτική πρωτοβουλία των Ελλήνων και την Εκκλησία, υπό την επίβλεψη της τουρκικής εξουσίας. Το κρυφό σχολειό, ως έννοια, δεν αναφέρεται στην επίσημη λειτουργία των σχολείων αυτών αλλά, είτε σε ενδεχόμενα κρυφά μαθήματα που διέσωζαν το ελληνικό πνεύμα που δεν διδασκόταν επίσημα, είτε σε σχολεία που λειτουργούσαν στον τόπο και τον χρόνο που η λειτουργία των επίσημων σχολείων έπαυε ή δεν υφίστατο.
Η ορολογία «κρυφό σχολειό» φαίνεται πως καθιερώθηκε στα τέλη του 19ου - αρχές του 20ου αιώνα, καθώς δεν διασώζεται πρωθύστερα η ορολογία αυτή σε γραπτό κείμενο, αν και συναντάται προεπαναστατικά ως η ονομασία ενός μικρού μοναστηριού στην Τήνο. Η έννοια του κρυφού σχολειού, η οποία διδάχθηκε στα ελληνικά σχολεία κατά τον 20ο αιώνα, απέκτησε μεγάλη σημασία στην εθνική συνείδηση των Ελλήνων. Στη συνέχεια, με την αμφισβήτηση της ύπαρξής του, το θέμα του κρυφού σχολειού πολιτικοποιήθηκε έντονα και συνδέθηκε με τη διαφωνία για τον ρόλο της Εκκλησίας στην επιβίωση και αναγέννηση του ελληνικού στοιχείου και στην προετοιμασία της επανάστασης.

Πολύ λίγα χρόνια αργότερα από την έναρξη της οθωμανικής κυριαρχίας έχουμε χειρόγραφες και επίσημες μαρτυρίες που βεβαιώνουν την ίδρυση και λειτουργία ελληνικών σχολείων. Η κεντρική διοίκηση στην Κωνσταντινούπολη ουδέποτε απαγόρευσε τη λειτουργία σχολείων, τα οποία με τον καιρό ολοένα και πλήθαιναν. Τόσο μάλιστα που έφτασε να καταγράφεται πως το 1806 κάθε πόλη είχε δύο ή 3 σχολεία κατ' ελάχιστο. Μόνο στα Ιωάννινα, από το 1647 ως το 1805 ιδρύθηκαν και λειτούργησαν πέντε τουλάχιστο ονομαστές σχολές.
Κατά καιρούς εμφανίζονταν περιπτώσεις κατά τις οποίες σε απομακρυσμένες περιφέρειες γινόταν δυσχερής ή και απαγορευόταν η λειτουργία των σχολείων, κυρίως όσο αυτή συνδεόταν με απελευθερωτικά κινήματα ή κατά τις διάφορες εξεγέρσεις. Αναφέρεται επίσης πως πολλές φορές χρειαζόταν να δωροδοκούνται οι Τούρκοι αξιωματούχοι ώστε να επιτρέπουν την λειτουργία των σχολείων.

Εν γνώσει της συνύπαρξης σχολείων με ταυτόχρονες απαγορεύσεις και διώξεις είναι και ο Τρύφων Ευαγγελίδης. Στο έργο του για την παιδεία επί τουρκοκρατίας απαρριθμεί πάνω από 300 Ελληνικά σχολεία μέσα στην Οθωμανική Αυτοκ/ρία αλλά αναφέρει και την διδασκαλεία “σε κρυφούς τόπους” ειδικά πριν τον 17ο αιώνα. Εξηγεί μάλιστα ότι έγραψε την πραγματεία του για να αποδείξει την θέληση των Ελλήνων για παιδεία, η οποία γινόταν ακόμα και “κρύφα και εν παραβύστω” παρά την αντίθετη πολιτική των Τούρκων. 
Στην κρυφή διδασκαλία, την οποία συνδέει με τον απελευθερωτικό αγώνα, αναφέρεται και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879) σε λόγο του στη Λευκάδα.
Τη διεξαγωγή κρυφών μαθημάτων ελληνικού περιεχομένου στο τουρκοκρατούμενο Αργυρόκαστρο μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα αναφέρει ο R. Puaux, τοπικός ανταποκριτής της Γαλλικής εφημερίδας Temps κατά την απελευθέρωση της πόλης το 1913.
Πιθανώς η παλαιότερη αναφορά σε κρυφή εκπαίδευση γίνεται το 1825, στο έργο Leucothea του Γερμανού λόγιου Καρλ Ίκεν (Carl Iken), μαρτυρία που οφείλεται ωστόσο στον λόγιο και γιατρό Στέφανο Κανέλλο. Αλληλογραφώντας με τον Ίκεν το 1822, επιχειρούσε τότε να τον ενημερώσει για την πνευματική κατάσταση της πατρίδας του κατά την Τουρκοκρατία, σε μια περίοδο που το ενδιαφέρον του ευρωπαϊκού κοινού απαιτούσε τη βαθύτερη διαφώτισή του για τα δίκαια του ελληνικού αγώνα. Σύμφωνα με τον Κανέλλο, «οι Τούρκοι εμπόδιζαν τα σχολεία αυστηρότερα και από τις εκκλησίες» και οι Έλληνες προσπαθούσαν να συστήσουν κοινά σχολεία «κρυφίως». Σε άλλο σημείο της επιστολής του, ωστόσο, αναφέρεται στην αμάθεια των υπόδουλων Ελλήνων, υποστηρίζοντας ότι δεν προερχόταν από αναισθησία ή αδιαφορία τους προς την παιδείαν, αλλά από την «αθλίαν κατάστασιν των σχολείων, αποτέλεσμα της όλης καταστάσεως του έθνους». Σημειώνει, παράλληλα, πως πολλοί νέοι «έτρεχαν προθύμως εις όποιον σχολείον εμάνθαναν ότι είναι καλός δάσκαλος».
Τα επόμενα χρόνια, οι αναφορές σε κρυφά σχολεία κατά την τουρκοκρατία πληθαίνουν. Στα απομνημονεύματά του, ο Νικόλαος Δραγούμης έφερε στην επιφάνεια το Κρυφό Σχολείο, ενώ ήδη την εποχή που αρθρογραφούσε στο περιοδικό Πανδώρα σημείωνε χαρακτηριστικά: «Εκαυχάτο πάντοτε ο πατήρ μου ότι εδάρη υπό του οθωμανού χάριν των ελληνικών γραμμάτων [...] Επειδή δε τα σχολεία διήγειραν τας υποψίας αυτών και κατέτρεχον παντοιοτρόπως, και διδάσκαλοι και μαθηταί εσοφίζοντο παντοίους επίσης τρόπους δια να αποφεύγωσιν την οργήν των. Και οσάκις συνήρχοντο εις το σχολείον, είς εξ αυτών ιστάμενος πλησίον του παραθύρου ως κατάσκοπος έστρεφεν ανήσυχος πανταχού το βλέμμα και έδιδεν προς τους άλλους την είδησιν ότι έβλεπεν οθωμανόν ερχόμενον μακρόθεν. Αναφορά στη λειτουργία κρυφών σχολείων κάνει λόγο στα απομνημονεύματά του και ο Φωτάκος ή Φώτιος Χρυσανθόπουλος, σύμφωνα με τον οποίο μόνο οι Έλληνες φρόντιζαν για την παιδεία, «εν τω σκότει και προφυλακτά από τους Τούρκους.

Η παρουσία του Κρυφού Σχολείου στη λαϊκή παράδοση πιστεύεται πως υπήρξε αποτέλεσμα της λόγιας επίδρασης των μεταπελευθερωτικών χρόνων. Σημαντικότερες λαογραφικές αναφορές θεωρούνται το παιδικό τραγούδι «Φεγγαράκι μου λαμπρό...» και στη μεταγενέστερη ελληνική τέχνη ο ομώνυμος πίνακας του Νικόλαου Γύζη που ενέπνευσε επίσης ένα σχετικό ποίημα του Ιωάννη Πολέμη. Ως μαρτυρία για την ύπαρξη κρυφών σχολείων προβάλεται επίσης η ύπαρξη σχετικών τοπωνυμίων σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Το παιδικό τραγούδι, που αναφέρεται και ως νανούρισμα, καλύπτει ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο και γνώρισε πολλές αλλοιώσεις, παρόμοιες με αυτές που συνήθως συναντώνται στα δημοτικά τραγούδια. Στη βασική μορφή του δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά από τον Sanders το 1844. Το τραγούδι δεν συσχετίζεται, από τους πρώτους συλλογείς, με το Κρυφό Σχολείο, ούτε αναφέρεται σαφώς σε αυτό. Για πρώτη φορά συνδέεται με την ύπαρξη κρυφών σχολείων το 1855, σε μελέτη του λογίου Γρ. Γ. Παπαδοπούλου, όπου σημειώνει πως «Οι μαθητές την νύκτα εξερχόμενοι λάθρα μετέβαινον εις τον διδάσκαλον, λέγοντες το γνωστόν ασμάτιον “Φεγγαράκι μου λαμπρό”...».
Ο ομώνυμος πίνακας του Γύζη παριστά ένα κρυφό σχολείο, όπως το φαντάστηκε ο καλλιτέχνης, και φιλοτεχνήθηκε το 1886. Το έργο ανήκει στις συνθέσεις ηθογραφικού χαρακτήρα του Γύζη, του οποίου ο συμβολισμός δίνεται από τον ίδιο, σε επιστολή του, όπου σημειώνει χαρακτηριστικά: «Δια του υπογείου, της κλειστής θύρας και παραθύρου και δια του ωπλισμένου νέου, εσκέφθην να παραστήσω την εποχήν εκείνην της Ελλάδος, ότε επί Τουρκοκρατίας ήσαν αυστηρώς απηγορευμένα τα σχολεία και μόνον εν κρυπτώ ελειτούργουν». Είναι άγνωστη η πηγή έμπνευσης του Γύζη αλλά εικάζεται πως συνδέεται με τη γενέτειρά του, όπου ένα μικρό μοναστήρι της Αγίας Τριάδας ήταν γνωστό, προεπαναστατικά ακόμα, ως «Το Κρυφό Σχολειό». Κατά τον Αγγέλου η ύπαρξη κρυφού σχολείου στην Τήνο έρχεται σε αντίθεση με την ιστορική πραγματικότητα διότι το νησί περιήλθε υπό τουρκική κατοχή αρκετά αργότερα (1718), χωρίς όμως να αλλοιωθούν οι συνθήκες ζωής των κατοίκων και με σχεδόν καθολική απουσία των Τούκρων από την περιοχή. Πολλοί ακόμα χώροι διατηρούν το τοπωνύμιο του Κρυφού Σχολείου, γεγονός που χρησιμοποιείται ως επιχείρημα για τη λειτουργία κρυφών σχολείων στις περιοχές αυτές. Φέρεται, μεταξύ των άλλων, να έχουν λειτουργήσει στην Ιερά Μονή Φιλοσόφου της Δημητσάνης, στη Μονή Στρατηγοπούλου ή Μονή Ντίλιου στο νησί των Ιωαννίνων, σε σπήλαιο της Ίου, στη Βέργοια Λακωνίας, στην Ιερά Μονή Παναγίας Βαρνάκοβας της Φωκίδας, καθώς και στις μονές Φιλανθροπηνών στα Γιάννενα και Αγίας Τριάδας στην Τήνο. Πρόκειται συνήθως για χώρους που ομοιάζουν με μικρές κατακόμβες και οι σχετικές μαρτυρίες στηρίζονται μόνο στην προφορική παράδοση χωρίς οποιαδήποτε χρονολογική ένδειξη για την πρώτη εμφάνιση του τοπωνυμίου. Στη Μονή Φιλοσόφου είναι γνωστό πως σπούδασε ο Μιχαήλ Οικονόμου (1798 - 1879), ο οποίος στα απομνημονεύματά του δε μνημονεύει την ύπαρξη κρυφού σχολείου.

Τις βάσεις για την θεώρηση του κρυφού σχολείου ως μύθου έθεσαν με το έργο τους ο λόγιος Μανουήλ Γεδεών το 1939, ο ιστορικός Γιάννης Βλαχογιάννης το 1945 και ο Γιάννης Κορδάτος το 1956. Ο Λίνος Πολίτης ήταν ο πρώτος ακαδημαϊκός που επίσης αρνήθηκε το κρυφό σχολείο ως μύθο το 1957, για να ακολουθήσουν μεταγενέστερα ο Άλκης Αγγέλου και ο Δημήτριος Πάλλας το 1974. Ο Αγγέλου καταλήγει στο συμπέρασμα πως από το πλήθος των μαρτυριών καθ´όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας δεν διασώζεται καμία αναφορά στην ύπαρξη κρυφών σχολείων, ούτε μνημονεύεται ως στοιχείο της προφορικής παράδοσης. Ο Βλαχογιάννης, στη Νέα Εστία, σημειώνει την απουσία ιστορικών μαρτυριών που να βεβαιώνουν την ύπαρξη κρυφού σχολείου. Την απουσία ιστορικής απόδειξης περί της ύπαρξης του κρυφού σχολείου δέχεται επίσης ο ιστορικός Τ. Γριτσόπουλος   [35αλλά πιστεύει ότι τα περί κρυφού σχολείου απηχούν μια πραγματικότητα και απορρίπτει απόψεις ιστορικών όπως ο Αγγέλου που αρνούνται την ύπαρξή του.
Στη σύγχρονη ιστοριογραφία έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι μαρτυρίες για κρυφά σχολειά που πλήθαιναν συνεχώς, μετά την επανάσταση, στερούνται ιστορικής αξίας, ως πολύ μεταγενέστερες της εποχής στην οποία υποτίθεται ότι αναφέρονται (και η οποία τοποθετείται στα πρώτα εκατό και πλέον χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης) και πως δημιουργήθηκαν μέσα στο κλίμα της εθνικής σκοπιμότητας που καλλιεργήθηκε κατά την Επανάσταση του '21. Κατά τον Αγγέλου, το Κρυφό Σχολειό σχηματοποιήθηκε στη νεοελληνική ιστορική συνείδηση κατά τα μεταπελευθερωτικά χρόνια. Στα μετεπαναστατικά χρόνια, η συνέχιση του μύθου ήταν εύκολη, καθώς αυτό το κλίμα παρέσυρε αρκετούς ιστορικούς, με τη συνδρομή και της τέχνης του λόγου (όπως το ποίημα του Πολέμη) και των εικαστικών τεχνών (ο πίνακας του Γύζη).. Ο θρύλος που ξεκίνησε να διαμορφώνεται σταδιακά, γνώρισε εν τέλει μεγάλη δημοτικότητα χάρη στο κλίμα του ενθουσιασμού και της εθνικής εξάρσεως, που χαρακτηρίζει το 19ο αιώνα, εναρμονισμένος με τα στοιχεία που συνέθεταν το πνευματικό κλίμα της εποχής, και περνώντας κυρίως μέσα από το ρητορικό λόγο, αλλά σχεδόν καθόλου από το φυσικό του χώρο, δηλαδή την ιστορία της εκπαίδευσης. Ο θρύλος του Κρυφού Σχολείου καλύπτει συνήθως την περίοδο από την άλωση έως τον 17ο αιώνα.Με δεδομένη την επιβράδυνση που προκάλεσε η τουρκική κατάκτηση στην παιδεία, εικάζεται ότι μεμονωμένες προσπάθειες για κάποια εκπαιδευτική κίνηση θα ήταν τόσο αδύναμες ώστε τελικά να αφήσουν ελάχιστα ίχνη της παρουσίας τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: