Ιστορική προσέγγιση: Το τι είναι έθνος κατέστη σαφές, με εκπληκτική θα λέγαμε ακρίβεια, από τον Ηρόδοτο. Στην Ουρανία και στο εδάφιο 144, διά στόματος των Αθηναίων, γράφει: «…Tο ελληνικόν εόν όμαιμόν τε και ομόγλωσσον, και θεών ιδρύματά τε κοινά και θυσίαι ηθεά τε ομότροπα, των προδότας γενέσθαι Αθηναίους ουκ αν ευ έχοι». Νεοελληνική απόδοση: «το ελληνικόν (έθνος) είναι από το ίδιο αίμα και ομόγλωσσον, έχει ναούς, αγάλματα θεών και θυσίες, όλα κοινά και ήθη ομότροπα, αυτών να γίνουν προδότες οι Αθηναίοι, ποτέ δεν είναι ορθόν». Ο ορισμός αυτός οφείλεται σε μέρος από την απάντηση Αθηναίων εκπροσώπων προς Σπαρτιάτες απεσταλμένους. Οι τελευταίοι, ανησυχούντες για το ενδεχόμενο οι Αθηναίοι να συνθηκολογήσουν με τον Ξέρξη, έστειλαν αντιπροσώπους στην Αθήνα για να διαπιστώσουν τις διαθέσεις τους.
Έθνος λοιπόν είναι το σύνολο ανθρώπων με κοινή θρησκεία, κοινά ήθη και έθιμα, κοινή γλώσσα και κοινή φυλετική καταγωγή. Ο τόπος διαμονής, ο γεωγραφικός χώρος, δεν αναφέρεται διότι, όπως θα δούμε, είναι ενσωματωμένος στην ετυμολογία της λέξης. Ο προσδιορισμός δεν έχει ανατραπεί μέχρι σήμερα, ανεξάρτητα από την ιδεολογική-πολιτική τοποθέτηση αυτού που διευκρινίζει την έννοια. Αποχρώσεις διαπιστώνονται ως προς το ποιος ή ποιοι παράγοντες, από τους τέσσερις που αναφέρονται στο Ηρόδοτο, είναι καθοριστικοί. Τον Ηρόδοτο π.χ. επικαλείται και ο Σάμιουελ Χάντιγκτον στη Σύγκρουση των Πολιτισμών, για να καθορίσει τη θρησκεία ως κύριο προσδιοριστικό πολιτισμικό παράγοντα. Το μοναδικό κριτήριο, που προσετέθη μέχρι σήμερα, είναι το οικονομικό από τον Ι. Στάλιν, στο έργο του Μαρξισμός και Εθνικό Zήτημα, 1912-13, διότι ισχυρίζεται ότι τα έθνη είναι δημιουργήματα των αστικών επαναστάσεων του 18ου και 19ου αιώνα, επομένως του καπιταλισμού.
Ο όρος και η έννοια του Έθνους, μολονότι ήταν γνωστά όπως είδαμε από την αρχαιότητα, ήδη από τον Όμηρο, στη δε κλασική Ελλάδα εκτός από τον Ηρόδοτο, τον Αριστοτέλη και πολλούς άλλους με σημασία ανάλογη της σημερινής, εξαιτίας της δυναμικής των μεταβολών της διεθνούς πολιτικής και των διεθνών συσχετισμών –σε διαρκή μετασχηματισμό– αγνοώντας και ανατρέποντας συγκεκριμένες σταθερές αναφορικά με την έννοια και τον χρονικό προσδιορισμό του Έθνους, καθιστούν τις σχετικές επιστήμες –που δεν παραμένουν ανεπηρέαστες– αδύναμες να στιγματίσουν με συγκεκριμένες συντεταγμένες την έννοια αυτή.
Έτσι, ενώ κοινωνιολογικά ο προσδιορισμός της έννοιας είναι ευδιάκριτος –γλώσσα, αίσθημα κοινής προέλευσης, κοινού πολιτισμού, αντίληψη κοινού παρόντος και κοινών μελλοντικών στόχων– βρισκόμαστε μπροστά σε συνεχείς σχοινοβασίες της διεθνούς πολιτικής σχετικά με τον προσδιορισμό της έννοιας, μιας διεθνούς πολιτικής που διαχρονικά αγνοεί τα μη συμβατά με τις επιδιώξεις της σχετικά πορίσματα.
Η χώρα μας αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση παραδείγματος, όπου, ιδιαίτερα μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, η διαμάχη για το εθνικό μας ζήτημα έλαβε οξύτατες μορφές, ιδιαίτερα για το επίμαχο της ιστορικότητας του Έθνους και κατά συνέπεια της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού Έθνους. Η διαμάχη καλά κρατεί και στις μέρες μας. Μετά το 1989 και την επικράτηση του παγκοσμιοποιητικού δόγματος, εμφανίστηκαν τάσεις αντίρροπες, με μερικούς από τους πρότινος τιμητές να γίνονται επικριτές και αντίστροφα. Σ’ αυτή τη λογική παρατηρείται επίσης, ότι το τρίπτυχο «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια», που αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο για την αντιμετώπιση της ιδεολογικής επιρροής της ΕΣΣΔ στις δυτικές κοινωνίες, σήμερα, το ίδιο αυτό τρίπτυχο αποτελεί ανάχωμα στις επιδιώξεις των ιδίων δυνάμεων, και των θεωρητικών της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης –αταξίας– πραγμάτων.
Συνοψίζοντας και έχοντας ως αφετηρία τη Γαλλική Επανάσταση, που για πολλούς θεωρείται η απαρχή της ιδέας του Έθνους –λαθεμένα όπως θα δούμε πιο κάτω–, έχουν διατυπωθεί τρεις διαφορετικοί προσδιορισμοί για το Έθνος, χωρίς πάντως τα όριά τους να είναι εντελώς ευδιάκριτα.
Η πρώτη θεώρηση είναι η αντικειμενική, η οποία ανάγει ως αποφασιστική άποψη το κριτήριο της κοινής καταγωγής και τη γλώσσα, η δεύτερη, η υποκειμενική, με την αντίληψη του ιστορικού παρελθόντος, του κοινού πολιτισμού με πλήρη έννοια του όρου και τους κοινούς μελλοντικούς στόχους. Τέλος, η μαρξιστική θεώρηση, όπως εκφράζεται από τον Στάλιν, η οποία λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα παραπάνω –εκτός του φυλετικού κριτηρίου– εμφανίζει ως καθοριστικό παράγοντα την οικονομία. Ο Ηρόδοτος δίνει μια ολοκληρωμένη θεώρηση της έννοιας, χωρίς αναφορά φυσικά στον οικονομικό παράγοντα.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι διανοητές όπως ο Δ. Γληνός (βλ. Έθνος και Γλώσσα), 1915, και ο Γ. Σκληρός (βλ. Το Κοινωνικό μας Ζήτημα, στην εφημερίδα ο «Νουμάς», Απρίλης 1908), οι οποίοι χρησιμοποίησαν μαρξιστικά εφόδια – ο Σκληρός αρχικά και ο Γληνός αργότερα– για να αναλύσουν τη δημιουργία του ελληνικού έθνους-κράτους και της έννοιας του έθνους, δεν αμφισβητούν, αλλά απεναντίας υποστηρίζουν την ιστορική συνέχεια του ελληνικού Έθνους.
Τέλος, στη σχετικά πρόσφατα εκδοθείσα μελέτη (που πραγματοποιήθηκε κατά τη δεκαετία του 1960) του καθηγητή Ν. Σβορώνου , όπου μολονότι, ο καθηγητής αποδέχεται τη θεώρηση του Στάλιν ως προς το Έθνος, επιχειρηματολογεί εντούτοις υπέρ της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού.
Ετυμολογική προσέγγιση: Με στόχο τον πιο ακριβή προσδιορισμό μιας έννοιας, αναγκαία μερικές φορές η καταφυγή στην ετυμολογία. Πόσο μάλλον όταν σχετίζεται με μια λέξη όπως αυτή του Έθνους, στην οποία, τον τελευταίο και πλέον αιώνα, επιφυλάχτηκε σφοδρή ιστορικο-πολιτικού περιεχομένου αντιπαράθεση.
Αναφορικά με τις δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες, το Έθνος –Νation, Nazione– προέρχεται από το λατινικό ουσιαστικό natio, nationis, από το ρήμα nascor, με ερμηνεία, γεννώμαι, φύομαι. Άρα Nation είναι σύνολο ανθρώπων με την αυτή φυλετική προέλευση. Η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση του όρου πραγματοποιήθηκε από τον επίσκοπο της Κρεμόνας και ιστορικό, Λιουπράνδο, που, απευθυνόμενος στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Νικηφόρο Φωκά, το 968, είπε: «Η χώρα την οποίαν ισχυρίζεσαι ότι ανήκει στην αυτοκρατορία σου, όπως αποδεικνύει η εθνικότητα (nationality) και η γλώσσα των λαών, υπάγεται στο βασίλειο της Ιταλίας» (Λιουπράνδος, «Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη του Νικ. Φωκά», Πηγή Διαδίκτυο). Δεν έχει βρεθεί το λατινικό κείμενο και επομένως χρησιμοποιείται ο όρος στην αγγλική του μετάφραση. Η απάντηση αφορούσε τη διένεξη μεταξύ Βυζαντίου και Ρώμης, για την κυριαρχία της Απουλίας και της Καλαβρίας, περιοχών της Ν. Ιταλίας.
Στη Δ. Ευρώπη, η ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης ξεκίνησε για τα περισσότερα έθνη –εξαιρουμένης της Ιταλίας, όπως αποδεικνύει άλλωστε και η απάντηση του Λιουπράνδου– κατά την Αναγέννηση, οπότε τα φεουδαρχικά κράτη που υπήρχαν έως τότε μετατράπηκαν σε εθνικά, ενώ η ολοκλήρωσή της επήλθε με τη βιομηχανική επανάσταση.
Για την ελληνική γλώσσα και την Ελλάδα το ζήτημα είναι σύνθετο, όπως θα δούμε τόσο με την ετυμολογία της λέξης, όσο και τη μετάλλαξη που υπέστη η έννοια ήδη από την αρχαιότητα.
Ετυμολογικά, η λέξη απαντά στη ρίζα Fεθ με σίγηση στο F(δίγαμμα). Κοινή ρίζα έχουν οι λέξεις έθος με σημασία έθιμο, συνήθεια, καθώς και η λέξη ήθος με πρωτογενή ερμηνεία συνηθισμένη κατοικία, και δευτερογενή στον Ηρόδοτο, εκ νέου συνήθεια και έθιμο. Επομένως, ετυμολογικά το Έθνος, είναι αναμφισβήτητα το σύνολο ανθρώπων με ίδιες συνήθειες και κοινή συνηθισμένη κατοικία.
Το επίθημα –νος της λέξης είναι δυνατόν να προέρχεται από το ρήμα νέω, με ερμηνείες πορεύομαι και πλέω. Αυτή η εκδοχή γράφεται με κάθε επιφύλαξη. Όμως, στην περίπτωση που ισχύει, τότε ετυμολογικά και μόνον η λέξη έχει την έννοια ενός συνόλου ανθρώπων με κοινές συνήθειες, κοινή κατοικία και κοινή πορεία, δηλαδή κοινούς ιστορικούς στόχους. Η ερμηνεία δηλαδή που δίνουν οι κοινωνιολόγοι στο Έθνος σήμερα. Ετυμολογικά, λοιπόν, δεν υπάρχει ταύτιση του Έθνους με το Γένος-Φυλή, που με μια πρώτη ματιά φαίνονται να είναι συνώνυμες, λόγω της λαϊκής χρήσης του όρου.
Είναι ιδιαίτερα σημαντική η παρατήρηση ότι υφίσταται ουσιαστική διαφοροποίηση της σημασίας της λέξης, όπως απαντάται αυτή αρχικά στον Όμηρο και κατόπιν στον Ηρόδοτο. Στον Όμηρο βρίσκονται οι φράσεις: «Αχαιών έθνος», «Λυκίων μέγα έθνος». Ο όρος αναφέρεται επίσης και στο σύνολο νεκρών «έθνεα νεκρών». Επίσης αποδίδεται και σε μονάδες εντόμων και ζώων. Είναι χαρακτηριστικές οι φράσεις «έθνεα μυιάων, μελισσάων, ορνίθων, χοίρων».
Η λέξη στον Όμηρο –η παρουσία της στα Ομηρικά Έπη αποδεικνύει από μόνη της την αρχαιότατη καταγωγή της– δηλώνει άθροισμα ανθρώπων που αποτελούν ένα σύνολο, αλλά και ομάδες ανθρώπων ή ζώων, με κοινά στοιχεία φυλετική καταγωγή ή κατάσταση. Άρα το φυλετικό στοιχείο είναι καθοριστικό στη χρήση της λέξης, ισχύουσα κύρια για κάθε ομογενή συνάθροιση ζώντων οργανισμών.
Στον Ηρόδοτο μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η λέξη λαμβάνει εννοιολογικά τη σημερινή της εκδοχή. Γράφει ο Ηρόδοτος για τον σχηματισμό του Μηδικού Έθνους: «Το επίτευγμα του Διημόκη ήταν ότι ένωσε κάτω από την εξουσία του το έθνος των Μήδων. Οι φυλές (αρχαίο κείμενο: γένεα) των Μήδων είναι οι εξής: Bούσαι, Παρατακηνοί, Αριζαντοί, Βούδιοι, Μάγοι». Κλειώ 101. Στο επόμενο εδάφιο εξηγεί με τι τρόπο ο απόγονός του, Φραόρτης, υπέταξε και τους Πέρσες και μαζί με τα δύο αυτά ισχυρά έθνη, στράφηκε εναντίον άλλων ασιατικών εθνών. Πραγματοποιώντας ένα ιστορικό άλμα δυόμισι και πλέον χιλιετιών και μεταφερόμενοι στη Δ. Ευρώπη, κάπως έτσι δεν διαμορφώθηκε η σύσταση των εθνικών κρατών τον 18ο και 19ο αιώνα; Κάπως έτσι δεν είχαμε κατόπιν τους δύο παγκόσμιους πολέμους του 20ού αιώνα;
Στην ιστόρηση του Ηροδότου εμφανίζεται σαφής διαχωρισμός του «γένους-φυλής» από το «Έθνος», το οποίο γένος είναι, και ορθά, υποσύνολο του έθνους ή, αν θέλουμε, το Έθνος αποτελείται από πολλά γένη. Στην προκειμένη περίπτωση παρουσιάζεται η κυριολεκτική ταύτιση του Έθνους με την ετυμολογία της λέξης, ως σύνολο ανθρώπων με κοινά έθιμα και κοινό τόπο διαμονής.
Επίσης, στα δύο προηγούμενα εδάφια, ο Ηρόδοτος εξιστορεί το πώς ο Διημόκης κατοχύρωσε την εξουσία του με τη δημιουργία δικαστικής αρχής, δικτύων μυστικών υπηρεσιών ασφαλείας (κατάσκοποι στο αρχαίο κείμενο), οχυρωματικών έργων προστασίας του παλατιού του, κ.λπ., πώς δηλαδή δημιούργησε το κράτος του, λέξη που συναντούμε στο εδάφιο 129. Να σημειωθεί ότι αυτά συνέβησαν πριν από το 680 π.Χ., επομένως από τότε τουλάχιστον έχουμε τη συγκρότηση ενός «Έθνους-Κράτους».
Στην Ουρανία όμως, όπως είδαμε, ο Ηρόδοτος, αναφερόμενος στους Έλληνες και προσδιορίζοντας από τότε τη μορφή που έλαβε σήμερα η έννοια, χρησιμοποιεί το περίφημο «όμαιμον», άρα συγγένεια εξ αίματος, φυλετική ταύτιση. Αυτό, είτε οφείλεται στην πεποίθηση της κοινής καταγωγής τους, γιατί σύμφωνα με το μύθο, ήταν απόγονοι του Έλληνα, είτε οφείλεται στους Αθηναίους, οι οποίοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους αυτόχθονες. Είναι άξιον παρατηρήσεως πάντως, ότι, ενώ σχετικά με τους Πέρσες ο Ηρόδοτος διαφοροποιεί το Έθνος από το Γένος, για τους Έλληνες αναφέρεται συχνά με το Ελληνικόν, μην προσδιορίζοντας εάν εννοεί Έθνος ή Γένος, και τα δύο ουδέτερα άλλωστε. Όπως αξιοπαρατήρητη είναι η πληρότητα της ερμηνείας της έννοιας, μιας έννοιας που, ακόμη και στις μέρες μας, είναι αντικείμενο αντιπαράθεσης, και δεν αποκλείεται να οφείλεται κυριολεκτικά στους Αθηναίους. Το έπραξαν άλλωστε σε πλείστα όσα φιλοσοφικά, πολιτικά, και όχι μόνον, θέματα.
Συνεχίζοντας την ετυμολογική έρευνα, αντιγράφουμε από την Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, 1996: «Η λέξη εμφανίζεται ως δάνειο και σε άλλες γλώσσες (παράβαλε κοπτικά hεθνος, αρμενικά het’anos και με παρετυμολογία, γερμανικά Heide, εθνικός μη χριστιανός, γοτθικά hai-no (στο κενό υπάρχει γοτθικό γράμμα που δεν μπορεί να αποδοθεί με την υπάρχουσα γραμματοσειρά), εθνική μη χριστιανή. Με το Έθνος συνδέεται ετυμολογικά και η λέξη ο οθνείος, που σημαίνει ξένος. Η αρχική σημασία της ήταν «ο ανήκων στο Έθνος και όχι στο γένος» σήμαινε δηλ. συγχρόνως «ξένος στο γένος», «ξένος στην οικογένεια», απ’ όπου κατέληξε στη σημασία του «ξένος».
Ας σημειωθεί η ακρίβεια που επιφύλασσαν οι αρχαίοι στις έννοιες –πράγμα που δεν συναντάται σήμερα– καθώς και η σχολαστικότητα με την οποία διαχώριζαν το γένος από το Έθνος. Μια άλλη λέξη που σχετίζεται ετυμολογικά είναι και ο ηθείος, ο αγαπητός και σεβαστός, ήτοι ο οικείος. Η λέξη σώζεται σήμερα στην τσακωνική διάλεκτο-υπόλειμμα δωρικής- ως ο «αθειός» και η «αθειά», που έχουν τη σημασία του αδελφός και αδελφή.
Η ινδοευρωπαϊκή (ΙΕ) ερμηνεία: Η ρίζα Fεθ ανάγεται σε ΙΕ ρίζα swedh- «έθιμο συνήθεια, κατοικία, άσυλο». Επακριβώς, δηλαδή, η ετυμολογική ερμηνεία της λέξης στα ελληνικά. Πραγματοποιήθηκε συστηματική έρευνα για να ευρεθεί κάποια συσχέτιση τη λέξης Έθνος με άλλες ΙΕ γλώσσες –το διαδίκτυο είναι σήμερα ασύγκριτος βοηθός– και δεν διαπιστώθηκε ουδεμία συνάφεια, ούτε καν με τα σανσκριτικά.
Σχετικά με αυτά –προερχόμενα ετυμολογικά από τη λέξη samskrta, με ερμηνεία «τέλειος»– ήταν, για τους σχετικούς με το θέμα μελετητές, σχεδόν πεπεισμένους μέχρι πριν λίγα χρόνια, η γλώσσα, που περισσότερο από όλες τις άλλες θα έπρεπε να είχε διατηρήσει τη δομή της αρχικής πρωτο-ινδοευρωπαϊκής ομιλίας. Σήμερα αυτή η εκτίμηση έχει αρκετά υποβαθμιστεί.
Απευθυνθήκαμε σε ειδικούς και η απάντηση ήταν ότι δεν υπάρχει γλωσσική συσχέτιση με καμιά άλλη γλώσσα, παρά ως δάνειο από την ελληνική. Άλλωστε, η γλώσσα μας ίσως είναι η μοναδική στην οποία υπάρχει αιτιατή σχέση λέξης με την έννοια ή με το αντικείμενο που απευθύνεται, για πλειάδα λέξεων. Δεν υφίσταται σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή τουλάχιστον γλώσσα λέξη που, εννοιολογικά-ετυμολογικά, να ταυτίζεται με το Έθνος. Τι να κάνουμε, πρέπει να αισθανόμαστε ενοχές και γι’ αυτό;
Η παρουσία άλλωστε του διγάμματος (του F), ενός πανάρχαιου γράμματος που συναντάται στις γραμμικές Α και Β, στη ρίζα της λέξης Έθνος, οδηγεί στο λογικό συμπέρασμα ότι το Έθνος είναι μια αμιγώς ελληνική λέξη. Tο F είναι επίσης το περίφημο «γράμμα των Αιολέων», του πανάρχαιου και αεικίνητου ελληνικού φύλου, το οποίο οι Κυμαίοι, που ήταν Αιολείς, μετέφεραν στις αποικίες τους στη Ν. Ιταλία –περί τον 8ο αιώνα π.Χ.–, και διατηρήθηκε (ως F) στο λατινικό και ιταλικό αλφάβητο στην 6η θέση, στην ίδια δηλαδή στην οποία βρίσκονταν και στο χαλκιδικό. Το F εξαφανίστηκε πρόωρα από την ελληνική γλώσσα, με αποτέλεσμα από την έλλειψή του να πάσχουν πολλά οιομηρικά χωρία.
Συμπεράσματα: Η εκδοχή ότι το Έθνος και η εθνική συνείδηση είναι δημιουργήματα του καπιταλισμού, δηλ. μια υπόθεση 1-2 αιώνων, δεν μπορεί να τεκμηριωθεί επιστημονικά. Αποφάνσεις σε τέτοιου είδους κοινωνιολογικά ζητήματα πρέπει να λαμβάνουν υπ’ όψιν ολοκληρωτικά την ιστορία.
Η θεώρηση ότι το Έθνος είναι δημιούργημα των αστικών επαναστάσεων του 18ου και 19ου αιώνα, ανήκει αρχικά, μάλλον στον Ι. Στάλιν. Στην πραγματεία του, Μαρξισμός και Εθνικό Ζήτημα του 1912-13, μια μελέτη αναφορά για τους ερευνητές, ταυτίζει τα Έθνη και την εθνική συνείδηση με τη δημιουργία των «Εθνών-Κρατών» σε ορισμένες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, με αφετηρία τη Γαλλική Επανάσταση. Αξίζει να γραφεί η άποψη του Στάλιν, διότι έχει υιοθετηθεί σήμερα από πάρα πολλούς σχετικούς με τέτοια ζητήματα μελετητές. Οι λόγοι είναι ευνόητοι: «Το Έθνος δεν είναι απλώς μια ιστορική κατηγορία, μα μια κατηγορία μιας ορισμένης εποχής, της εποχής του αναπτυσσόμενου καπιταλισμού. Το προτσές της διάλυσης της φεουδαρχίας και της ανάπτυξης του καπιταλισμού είναι ταυτόχρονα και προτσές συγκρότησης των ανθρώπων σε έθνη. Αυτό έγινε π.χ. στη Δυτική Ευρώπη. Οι Άγγλοι, οι Γάλλοι, οι Γερμανοί, οι Ιταλοί και άλλοι συγκροτήθηκαν σε Έθνη στο διάστημα της νικηφόρας πορείας του καπιταλισμού που θριάμβευσε ενάντια στο φεουδαρχικό σύστημα. Εκεί όμως ο σχηματισμός των Εθνών σήμαινε ταυτόχρονα και τη μετατροπή τους σε αυτοτελή εθνικά κράτη. Το αγγλικό, το γαλλικό και άλλα Έθνη είναι ταυτόχρονα και αγγλικά κ.λπ. κράτη».
Δεν νομίζω να υπάρχει ανάλογη διατύπωση για τον σχηματισμό των Έθνών πριν από αυτήν τη χρονολογία. Αρκετοί πιστεύουν ότι η θεώρηση αυτή ανήκει στην πρωτογενή μαρξιστική σκέψη των Μαρξ-Ένγκελς. Μια τέτοια εκδοχή είναι αβάσιμη, δεν ισχύει, διότι αυτοί δεν φρόντισαν να εκθέσουν μια συστηματική αντίληψη για το Έθνος. Σημειωτέον, αρκετές δεκαετίες μετά, ο Στάλιν διαφοροποίησε τη θεώρησή του αυτή –προφανώς γιατί αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει την σκληρή πραγματικότητα των εθνοτήτων της ΕΣΣΔ– ως εξής: «Τα στοιχεία ενός Έθνους –η γλώσσα, ο γεωγραφικός χώρος, η κοινότητα πολιτισμού κ.λ.π.– δεν έπεσαν από τον ουρανό, αλλά δημιουργήθηκαν από πολύ παλιά, ακόμα πολύ πριν από την εποχή της εμφανίσεως του καπιταλισμού» (Άπαντα, 11ος τόμος, σελ. 336).
Ας δούμε όμως και την άποψη επί του θέματος των Αθηναίων εκπρόσωπων, που απαντούν στους Σπαρτιάτες απεσταλμένους, όπως είναι καταχωρημένη στον Ηρόδοτο, κάπου δυόμισι χιλιετίες πριν: «Είναι ανθρώπινο οι Λακεδαιμόνιοι να φοβήθηκαν μήπως συνθηκολογήσουμε με τον βάρβαρο. Αλλά είναι προσβλητικό να έρχεστε εδώ αμφιβάλλοντας για το φρόνημα των Αθηναίων, αφού γνωρίζετε ότι ούτε χρυσάφι υπάρχει πουθενά στη γη τόσο πολύ, ούτε τόπος ανώτερος από τον δικό μας σε κάλλος και αρετή, ώστε να τα δεχθούμε και να θελήσουμε, μηδίζοντας, να οδηγήσομε σε υποδούλωση την Ελλάδα. Ακόμη κι αν το επιθυμούσαμε, υπάρχουν πολλά και σπουδαία που θα μας εμπόδιζαν να το κάνομε. Πρώτον και κυριότερο, τα αγάλματα και οι ναοί των θεών μας που έχουν καεί και γκρεμιστεί και μας καλούν να τιμωρήσομε όσο μπορούμε τον αίτιο παρά να συμβιβαστούμε μαζί του. Αλλά υπάρχει και το ελληνικό έθνος από το ίδιο αίμα και με την ίδια γλώσσα, έχει ναούς, αγάλματα θεών και θυσίες, όλα κοινά και ήθη ομότροπα, και δεν θα ήταν σωστό αυτών να γίνουν προδότες οι Αθηναίοι. Μάθετε λοιπόν το εξής, αν ήδη δεν το γνωρίζετε, ότι έστω και ένας μόνο Αθηναίος αν μείνει, ποτέ δεν θα συμβιβαστεί με τον Ξέρξη... Όσο ο ήλιος θα ακολουθεί την ίδια πορεία που ακολουθεί σήμερα, ποτέ δεν θα μιλήσουμε την ίδια γλώσσα με αυτόν». (Ουρανία 144, Έκδοση Ωκεανίδα, 2005 μετάφραση, Άγγελος Βλάχος).
Αυτά και μόνον τα λόγια δεν μαρτυρούν Έθνος και εθνική συνείδηση 25 αιώνες πριν; Κάποιοι θα αποκαλούσαν σήμερα τους Αθηναίους εθνικιστές. Μια άλλη λέξη, ο εθνικισμός, που έχει ταλαιπωρηθεί και έχει υποστεί αλλοίωση σήμερα. Η λέξη μαρτυρείται από το 1874, και είναι μετάφραση του όρου nationalism,. Όπως διαπιστώθηκε, το έθνος έχει διαφορετική ετυμολογία από το λατινικό natio, που ταυτίζεται με το ελληνικό «γένος-φυλή». Οι δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες αναγκάσθηκαν, προφανώς, να πραγματοποιήσουν αργότερα ετυμολογική ακροβασία και να χρησιμοποιήσουν ζωικό-τεχνικό όρο, αποδίδοντας τον φυλετισμό ως razzismo-rassismus, μιας και η λέξη ήταν καλυμμένη από το nationalism. Ως προς την ετυμολογία και προέλευση δε της λέξης razza , υπάρχουν πάμπολλες εκδοχές.
Συνεχίζοντας, στη γλώσσα μας υπάρχει και η λέξη εθνισμός που μαρτυρείται από το 1826 με ερμηνεία: «Αφοσίωση προς το έθνος ως ανθύπαρκτης και ισότιμης συνυπάρχουσας οντότητας στο πλαίσιο της διεθνούς κοινότητας» Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα). Άλλο λοιπόν εθνισμός-πατριωτισμός, και άλλο εθνικισμός που υποδηλώνει επιθετική και επεκτατική διάθεση. Όχι τυχαία, ο ναζισμός αποκαλέστηκε και εθνικο-σοσιαλισμός.
Το Έθνος και κατά συνέπεια η εθνική συνείδηση είναι πανάρχαιες έννοιες, ούτε θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, όπως από μόνη την ετυμολογική μελέτη αποδεικνύεται. Δεν είναι δημιουργήματα της αγοράς και του καπιταλισμού, ούτε του ρομαντισμού του 18ου και 19ου αιώνα. Όσοι παρ’ όλα αυτά επιμένουν, δεν έχουν παρά να απευθυνθούν στους Βάσκους, που ακόμα και σήμερα, τον 21ο αιώνα, άκουσον άκουσον, δεν γνωρίζουμε την προέλευσή τους, στους Εβραίους, που επί δυο σχεδόν χιλιετίες διατήρησαν την εθνική τους ταυτότητα με μόνο συνδετικό κρίκο την θρησκεία τους, διασκορπισμένοι στα τέσσερα σημεία του πλανήτη, στους Πέρσες που δημιούργησαν έθνος-κράτος το 700 π.Χ., για να αναφερθούμε σε μερικά μόνον έθνη. Δεν χρειάζεται να αναρωτηθούμε ποια απάντηση θα λάβουν, γιατί μπορεί να είναι και προσβλητική.
Ας μου επιτραπεί η διαπίστωση ότι αποτελεί λάθος της ελληνικής πολιτικής σκηνής τέτοια ζητήματα και πολλά άλλα να αφήνονται προίκα στη διάθεση συγκεκριμένου πολιτικού χώρου. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο κατά την οποία η αρχαιολογική έρευνα φέρνει στην επιφάνεια ευρήματα, τα οποία επιβεβαιώνουν την ιστορία και τη μυθολογία μας, και θα έπρεπε όλοι μας να είμαστε ενθουσιασμένοι για όλα αυτά.
Π.χ. για την περίφημη «Κάθοδο των Δωριέων», οι οποίοι αναφέρονται ακόμη σε πολλά σχολικά βιβλία, ως φύλο που εισέβαλε κατευθείαν στην Πελοπόννησο από τη Βόρεια Ευρώπη (λες και ήρθαν με πτήσεις μεταγωγικών τύπου Ηercules C-130 …ίσως λόγω της καταγωγής τους), η αρχαιολογική σκαπάνη απέδειξε ότι ήταν οι Ηρακλειδείς (οι απόγονοι του Ηρακλή) οι οποίοι επέστρεψαν στην Πελοπόννησο, όπως ακριβώς γράφουν ο Ηρόδοτος κι ο Θουκυδίδης. Όσο για έναν άλλο «μύθο», αυτόν του Ιάσονα, του χρυσόμαλλου δέρατος, και της Ιωλκού, σημαντικότατα αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή του Βόλου δείχνουν ότι πλησιάζει η απόδειξή του. Το μέλλον μας επιφυλάσσει ίσως κι άλλες ακόμη πιο συνταρακτικές, συναρπαστικές επιβεβαιώσεις –και, για άλλους, ανατροπές.
Είναι κεφαλαιώδες λάθος τα ζητήματα αυτά να αποτελούν αντικείμενο πολιτικής διαμάχης, ειδικά τώρα που η χώρα μας βρίσκεται στα πρόθυρα οικονομικής κατάρρευσης και άρα απαιτείται εθνική ομοψυχία. Σε ποια βάση θα επιτευχθεί αυτή, όταν γίνεται τέτοια προσπάθεια κατεδάφισης της έννοιας του Έθνους;
Επιπλέον, διανοούμενοι όλου του πολιτικού φάσματος όπως ο Κ. Καβάφης, ο Μ. Χατζηδάκις, ο Γ. Ρίτσος, ο Ο. Ελύτης, ο Γ. Σεφέρης, ο Α. Σικελιανός, ο Δ. Γληνός, ο Β. Παπαθανασίου, η Ε. Παπά, ο Μ. Θεοδωράκης, για να αναφέρουμε μερικούς, διέπρεψαν βραβεύτηκαν και στην Ελλάδα και το εξωτερικό, γιατί το έργο τους εμπνεύσθηκε από την ιστορική συνέχεια του Έθνους μας. Ας βρεθεί έστω και ένας που να έκανε κάτι –και που θα παραμείνει στην Ιστορία– ο οποίος εμπνεύσθηκε από την ασυνέχειά μας.
Τελειώνοντας, υφίσταται μια τάση μέσα στην αριστερά, στην οποία οι λέξεις Έθνος και Πατρίδα προκαλούν αλλεργικά επεισόδια. Η τάση αυτή καταγγέλλει οποιονδήποτε πατριωτικό λόγο ως εθνικιστικό και, όχι παράδοξα, τον πραγματικό εθνικισμό των γειτόνων μας, Τούρκων, Σκοπιανών και Αλβανών, δεν επιχειρεί ποτέ να καταγγείλει, ούτε καν τις τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο και την Κύπρο. Αυτά στο όνομα ενός κακώς ερμηνευόμενου διεθνισμού.
Έθνος λοιπόν είναι το σύνολο ανθρώπων με κοινή θρησκεία, κοινά ήθη και έθιμα, κοινή γλώσσα και κοινή φυλετική καταγωγή. Ο τόπος διαμονής, ο γεωγραφικός χώρος, δεν αναφέρεται διότι, όπως θα δούμε, είναι ενσωματωμένος στην ετυμολογία της λέξης. Ο προσδιορισμός δεν έχει ανατραπεί μέχρι σήμερα, ανεξάρτητα από την ιδεολογική-πολιτική τοποθέτηση αυτού που διευκρινίζει την έννοια. Αποχρώσεις διαπιστώνονται ως προς το ποιος ή ποιοι παράγοντες, από τους τέσσερις που αναφέρονται στο Ηρόδοτο, είναι καθοριστικοί. Τον Ηρόδοτο π.χ. επικαλείται και ο Σάμιουελ Χάντιγκτον στη Σύγκρουση των Πολιτισμών, για να καθορίσει τη θρησκεία ως κύριο προσδιοριστικό πολιτισμικό παράγοντα. Το μοναδικό κριτήριο, που προσετέθη μέχρι σήμερα, είναι το οικονομικό από τον Ι. Στάλιν, στο έργο του Μαρξισμός και Εθνικό Zήτημα, 1912-13, διότι ισχυρίζεται ότι τα έθνη είναι δημιουργήματα των αστικών επαναστάσεων του 18ου και 19ου αιώνα, επομένως του καπιταλισμού.
Ο όρος και η έννοια του Έθνους, μολονότι ήταν γνωστά όπως είδαμε από την αρχαιότητα, ήδη από τον Όμηρο, στη δε κλασική Ελλάδα εκτός από τον Ηρόδοτο, τον Αριστοτέλη και πολλούς άλλους με σημασία ανάλογη της σημερινής, εξαιτίας της δυναμικής των μεταβολών της διεθνούς πολιτικής και των διεθνών συσχετισμών –σε διαρκή μετασχηματισμό– αγνοώντας και ανατρέποντας συγκεκριμένες σταθερές αναφορικά με την έννοια και τον χρονικό προσδιορισμό του Έθνους, καθιστούν τις σχετικές επιστήμες –που δεν παραμένουν ανεπηρέαστες– αδύναμες να στιγματίσουν με συγκεκριμένες συντεταγμένες την έννοια αυτή.
Έτσι, ενώ κοινωνιολογικά ο προσδιορισμός της έννοιας είναι ευδιάκριτος –γλώσσα, αίσθημα κοινής προέλευσης, κοινού πολιτισμού, αντίληψη κοινού παρόντος και κοινών μελλοντικών στόχων– βρισκόμαστε μπροστά σε συνεχείς σχοινοβασίες της διεθνούς πολιτικής σχετικά με τον προσδιορισμό της έννοιας, μιας διεθνούς πολιτικής που διαχρονικά αγνοεί τα μη συμβατά με τις επιδιώξεις της σχετικά πορίσματα.
Η χώρα μας αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση παραδείγματος, όπου, ιδιαίτερα μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, η διαμάχη για το εθνικό μας ζήτημα έλαβε οξύτατες μορφές, ιδιαίτερα για το επίμαχο της ιστορικότητας του Έθνους και κατά συνέπεια της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού Έθνους. Η διαμάχη καλά κρατεί και στις μέρες μας. Μετά το 1989 και την επικράτηση του παγκοσμιοποιητικού δόγματος, εμφανίστηκαν τάσεις αντίρροπες, με μερικούς από τους πρότινος τιμητές να γίνονται επικριτές και αντίστροφα. Σ’ αυτή τη λογική παρατηρείται επίσης, ότι το τρίπτυχο «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια», που αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο για την αντιμετώπιση της ιδεολογικής επιρροής της ΕΣΣΔ στις δυτικές κοινωνίες, σήμερα, το ίδιο αυτό τρίπτυχο αποτελεί ανάχωμα στις επιδιώξεις των ιδίων δυνάμεων, και των θεωρητικών της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης –αταξίας– πραγμάτων.
Συνοψίζοντας και έχοντας ως αφετηρία τη Γαλλική Επανάσταση, που για πολλούς θεωρείται η απαρχή της ιδέας του Έθνους –λαθεμένα όπως θα δούμε πιο κάτω–, έχουν διατυπωθεί τρεις διαφορετικοί προσδιορισμοί για το Έθνος, χωρίς πάντως τα όριά τους να είναι εντελώς ευδιάκριτα.
Η πρώτη θεώρηση είναι η αντικειμενική, η οποία ανάγει ως αποφασιστική άποψη το κριτήριο της κοινής καταγωγής και τη γλώσσα, η δεύτερη, η υποκειμενική, με την αντίληψη του ιστορικού παρελθόντος, του κοινού πολιτισμού με πλήρη έννοια του όρου και τους κοινούς μελλοντικούς στόχους. Τέλος, η μαρξιστική θεώρηση, όπως εκφράζεται από τον Στάλιν, η οποία λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα παραπάνω –εκτός του φυλετικού κριτηρίου– εμφανίζει ως καθοριστικό παράγοντα την οικονομία. Ο Ηρόδοτος δίνει μια ολοκληρωμένη θεώρηση της έννοιας, χωρίς αναφορά φυσικά στον οικονομικό παράγοντα.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι διανοητές όπως ο Δ. Γληνός (βλ. Έθνος και Γλώσσα), 1915, και ο Γ. Σκληρός (βλ. Το Κοινωνικό μας Ζήτημα, στην εφημερίδα ο «Νουμάς», Απρίλης 1908), οι οποίοι χρησιμοποίησαν μαρξιστικά εφόδια – ο Σκληρός αρχικά και ο Γληνός αργότερα– για να αναλύσουν τη δημιουργία του ελληνικού έθνους-κράτους και της έννοιας του έθνους, δεν αμφισβητούν, αλλά απεναντίας υποστηρίζουν την ιστορική συνέχεια του ελληνικού Έθνους.
Τέλος, στη σχετικά πρόσφατα εκδοθείσα μελέτη (που πραγματοποιήθηκε κατά τη δεκαετία του 1960) του καθηγητή Ν. Σβορώνου , όπου μολονότι, ο καθηγητής αποδέχεται τη θεώρηση του Στάλιν ως προς το Έθνος, επιχειρηματολογεί εντούτοις υπέρ της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού.
Ετυμολογική προσέγγιση: Με στόχο τον πιο ακριβή προσδιορισμό μιας έννοιας, αναγκαία μερικές φορές η καταφυγή στην ετυμολογία. Πόσο μάλλον όταν σχετίζεται με μια λέξη όπως αυτή του Έθνους, στην οποία, τον τελευταίο και πλέον αιώνα, επιφυλάχτηκε σφοδρή ιστορικο-πολιτικού περιεχομένου αντιπαράθεση.
Αναφορικά με τις δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες, το Έθνος –Νation, Nazione– προέρχεται από το λατινικό ουσιαστικό natio, nationis, από το ρήμα nascor, με ερμηνεία, γεννώμαι, φύομαι. Άρα Nation είναι σύνολο ανθρώπων με την αυτή φυλετική προέλευση. Η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση του όρου πραγματοποιήθηκε από τον επίσκοπο της Κρεμόνας και ιστορικό, Λιουπράνδο, που, απευθυνόμενος στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Νικηφόρο Φωκά, το 968, είπε: «Η χώρα την οποίαν ισχυρίζεσαι ότι ανήκει στην αυτοκρατορία σου, όπως αποδεικνύει η εθνικότητα (nationality) και η γλώσσα των λαών, υπάγεται στο βασίλειο της Ιταλίας» (Λιουπράνδος, «Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη του Νικ. Φωκά», Πηγή Διαδίκτυο). Δεν έχει βρεθεί το λατινικό κείμενο και επομένως χρησιμοποιείται ο όρος στην αγγλική του μετάφραση. Η απάντηση αφορούσε τη διένεξη μεταξύ Βυζαντίου και Ρώμης, για την κυριαρχία της Απουλίας και της Καλαβρίας, περιοχών της Ν. Ιταλίας.
Στη Δ. Ευρώπη, η ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης ξεκίνησε για τα περισσότερα έθνη –εξαιρουμένης της Ιταλίας, όπως αποδεικνύει άλλωστε και η απάντηση του Λιουπράνδου– κατά την Αναγέννηση, οπότε τα φεουδαρχικά κράτη που υπήρχαν έως τότε μετατράπηκαν σε εθνικά, ενώ η ολοκλήρωσή της επήλθε με τη βιομηχανική επανάσταση.
Για την ελληνική γλώσσα και την Ελλάδα το ζήτημα είναι σύνθετο, όπως θα δούμε τόσο με την ετυμολογία της λέξης, όσο και τη μετάλλαξη που υπέστη η έννοια ήδη από την αρχαιότητα.
Ετυμολογικά, η λέξη απαντά στη ρίζα Fεθ με σίγηση στο F(δίγαμμα). Κοινή ρίζα έχουν οι λέξεις έθος με σημασία έθιμο, συνήθεια, καθώς και η λέξη ήθος με πρωτογενή ερμηνεία συνηθισμένη κατοικία, και δευτερογενή στον Ηρόδοτο, εκ νέου συνήθεια και έθιμο. Επομένως, ετυμολογικά το Έθνος, είναι αναμφισβήτητα το σύνολο ανθρώπων με ίδιες συνήθειες και κοινή συνηθισμένη κατοικία.
Το επίθημα –νος της λέξης είναι δυνατόν να προέρχεται από το ρήμα νέω, με ερμηνείες πορεύομαι και πλέω. Αυτή η εκδοχή γράφεται με κάθε επιφύλαξη. Όμως, στην περίπτωση που ισχύει, τότε ετυμολογικά και μόνον η λέξη έχει την έννοια ενός συνόλου ανθρώπων με κοινές συνήθειες, κοινή κατοικία και κοινή πορεία, δηλαδή κοινούς ιστορικούς στόχους. Η ερμηνεία δηλαδή που δίνουν οι κοινωνιολόγοι στο Έθνος σήμερα. Ετυμολογικά, λοιπόν, δεν υπάρχει ταύτιση του Έθνους με το Γένος-Φυλή, που με μια πρώτη ματιά φαίνονται να είναι συνώνυμες, λόγω της λαϊκής χρήσης του όρου.
Είναι ιδιαίτερα σημαντική η παρατήρηση ότι υφίσταται ουσιαστική διαφοροποίηση της σημασίας της λέξης, όπως απαντάται αυτή αρχικά στον Όμηρο και κατόπιν στον Ηρόδοτο. Στον Όμηρο βρίσκονται οι φράσεις: «Αχαιών έθνος», «Λυκίων μέγα έθνος». Ο όρος αναφέρεται επίσης και στο σύνολο νεκρών «έθνεα νεκρών». Επίσης αποδίδεται και σε μονάδες εντόμων και ζώων. Είναι χαρακτηριστικές οι φράσεις «έθνεα μυιάων, μελισσάων, ορνίθων, χοίρων».
Η λέξη στον Όμηρο –η παρουσία της στα Ομηρικά Έπη αποδεικνύει από μόνη της την αρχαιότατη καταγωγή της– δηλώνει άθροισμα ανθρώπων που αποτελούν ένα σύνολο, αλλά και ομάδες ανθρώπων ή ζώων, με κοινά στοιχεία φυλετική καταγωγή ή κατάσταση. Άρα το φυλετικό στοιχείο είναι καθοριστικό στη χρήση της λέξης, ισχύουσα κύρια για κάθε ομογενή συνάθροιση ζώντων οργανισμών.
Στον Ηρόδοτο μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η λέξη λαμβάνει εννοιολογικά τη σημερινή της εκδοχή. Γράφει ο Ηρόδοτος για τον σχηματισμό του Μηδικού Έθνους: «Το επίτευγμα του Διημόκη ήταν ότι ένωσε κάτω από την εξουσία του το έθνος των Μήδων. Οι φυλές (αρχαίο κείμενο: γένεα) των Μήδων είναι οι εξής: Bούσαι, Παρατακηνοί, Αριζαντοί, Βούδιοι, Μάγοι». Κλειώ 101. Στο επόμενο εδάφιο εξηγεί με τι τρόπο ο απόγονός του, Φραόρτης, υπέταξε και τους Πέρσες και μαζί με τα δύο αυτά ισχυρά έθνη, στράφηκε εναντίον άλλων ασιατικών εθνών. Πραγματοποιώντας ένα ιστορικό άλμα δυόμισι και πλέον χιλιετιών και μεταφερόμενοι στη Δ. Ευρώπη, κάπως έτσι δεν διαμορφώθηκε η σύσταση των εθνικών κρατών τον 18ο και 19ο αιώνα; Κάπως έτσι δεν είχαμε κατόπιν τους δύο παγκόσμιους πολέμους του 20ού αιώνα;
Στην ιστόρηση του Ηροδότου εμφανίζεται σαφής διαχωρισμός του «γένους-φυλής» από το «Έθνος», το οποίο γένος είναι, και ορθά, υποσύνολο του έθνους ή, αν θέλουμε, το Έθνος αποτελείται από πολλά γένη. Στην προκειμένη περίπτωση παρουσιάζεται η κυριολεκτική ταύτιση του Έθνους με την ετυμολογία της λέξης, ως σύνολο ανθρώπων με κοινά έθιμα και κοινό τόπο διαμονής.
Επίσης, στα δύο προηγούμενα εδάφια, ο Ηρόδοτος εξιστορεί το πώς ο Διημόκης κατοχύρωσε την εξουσία του με τη δημιουργία δικαστικής αρχής, δικτύων μυστικών υπηρεσιών ασφαλείας (κατάσκοποι στο αρχαίο κείμενο), οχυρωματικών έργων προστασίας του παλατιού του, κ.λπ., πώς δηλαδή δημιούργησε το κράτος του, λέξη που συναντούμε στο εδάφιο 129. Να σημειωθεί ότι αυτά συνέβησαν πριν από το 680 π.Χ., επομένως από τότε τουλάχιστον έχουμε τη συγκρότηση ενός «Έθνους-Κράτους».
Στην Ουρανία όμως, όπως είδαμε, ο Ηρόδοτος, αναφερόμενος στους Έλληνες και προσδιορίζοντας από τότε τη μορφή που έλαβε σήμερα η έννοια, χρησιμοποιεί το περίφημο «όμαιμον», άρα συγγένεια εξ αίματος, φυλετική ταύτιση. Αυτό, είτε οφείλεται στην πεποίθηση της κοινής καταγωγής τους, γιατί σύμφωνα με το μύθο, ήταν απόγονοι του Έλληνα, είτε οφείλεται στους Αθηναίους, οι οποίοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους αυτόχθονες. Είναι άξιον παρατηρήσεως πάντως, ότι, ενώ σχετικά με τους Πέρσες ο Ηρόδοτος διαφοροποιεί το Έθνος από το Γένος, για τους Έλληνες αναφέρεται συχνά με το Ελληνικόν, μην προσδιορίζοντας εάν εννοεί Έθνος ή Γένος, και τα δύο ουδέτερα άλλωστε. Όπως αξιοπαρατήρητη είναι η πληρότητα της ερμηνείας της έννοιας, μιας έννοιας που, ακόμη και στις μέρες μας, είναι αντικείμενο αντιπαράθεσης, και δεν αποκλείεται να οφείλεται κυριολεκτικά στους Αθηναίους. Το έπραξαν άλλωστε σε πλείστα όσα φιλοσοφικά, πολιτικά, και όχι μόνον, θέματα.
Συνεχίζοντας την ετυμολογική έρευνα, αντιγράφουμε από την Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, 1996: «Η λέξη εμφανίζεται ως δάνειο και σε άλλες γλώσσες (παράβαλε κοπτικά hεθνος, αρμενικά het’anos και με παρετυμολογία, γερμανικά Heide, εθνικός μη χριστιανός, γοτθικά hai-no (στο κενό υπάρχει γοτθικό γράμμα που δεν μπορεί να αποδοθεί με την υπάρχουσα γραμματοσειρά), εθνική μη χριστιανή. Με το Έθνος συνδέεται ετυμολογικά και η λέξη ο οθνείος, που σημαίνει ξένος. Η αρχική σημασία της ήταν «ο ανήκων στο Έθνος και όχι στο γένος» σήμαινε δηλ. συγχρόνως «ξένος στο γένος», «ξένος στην οικογένεια», απ’ όπου κατέληξε στη σημασία του «ξένος».
Ας σημειωθεί η ακρίβεια που επιφύλασσαν οι αρχαίοι στις έννοιες –πράγμα που δεν συναντάται σήμερα– καθώς και η σχολαστικότητα με την οποία διαχώριζαν το γένος από το Έθνος. Μια άλλη λέξη που σχετίζεται ετυμολογικά είναι και ο ηθείος, ο αγαπητός και σεβαστός, ήτοι ο οικείος. Η λέξη σώζεται σήμερα στην τσακωνική διάλεκτο-υπόλειμμα δωρικής- ως ο «αθειός» και η «αθειά», που έχουν τη σημασία του αδελφός και αδελφή.
Η ινδοευρωπαϊκή (ΙΕ) ερμηνεία: Η ρίζα Fεθ ανάγεται σε ΙΕ ρίζα swedh- «έθιμο συνήθεια, κατοικία, άσυλο». Επακριβώς, δηλαδή, η ετυμολογική ερμηνεία της λέξης στα ελληνικά. Πραγματοποιήθηκε συστηματική έρευνα για να ευρεθεί κάποια συσχέτιση τη λέξης Έθνος με άλλες ΙΕ γλώσσες –το διαδίκτυο είναι σήμερα ασύγκριτος βοηθός– και δεν διαπιστώθηκε ουδεμία συνάφεια, ούτε καν με τα σανσκριτικά.
Σχετικά με αυτά –προερχόμενα ετυμολογικά από τη λέξη samskrta, με ερμηνεία «τέλειος»– ήταν, για τους σχετικούς με το θέμα μελετητές, σχεδόν πεπεισμένους μέχρι πριν λίγα χρόνια, η γλώσσα, που περισσότερο από όλες τις άλλες θα έπρεπε να είχε διατηρήσει τη δομή της αρχικής πρωτο-ινδοευρωπαϊκής ομιλίας. Σήμερα αυτή η εκτίμηση έχει αρκετά υποβαθμιστεί.
Απευθυνθήκαμε σε ειδικούς και η απάντηση ήταν ότι δεν υπάρχει γλωσσική συσχέτιση με καμιά άλλη γλώσσα, παρά ως δάνειο από την ελληνική. Άλλωστε, η γλώσσα μας ίσως είναι η μοναδική στην οποία υπάρχει αιτιατή σχέση λέξης με την έννοια ή με το αντικείμενο που απευθύνεται, για πλειάδα λέξεων. Δεν υφίσταται σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή τουλάχιστον γλώσσα λέξη που, εννοιολογικά-ετυμολογικά, να ταυτίζεται με το Έθνος. Τι να κάνουμε, πρέπει να αισθανόμαστε ενοχές και γι’ αυτό;
Η παρουσία άλλωστε του διγάμματος (του F), ενός πανάρχαιου γράμματος που συναντάται στις γραμμικές Α και Β, στη ρίζα της λέξης Έθνος, οδηγεί στο λογικό συμπέρασμα ότι το Έθνος είναι μια αμιγώς ελληνική λέξη. Tο F είναι επίσης το περίφημο «γράμμα των Αιολέων», του πανάρχαιου και αεικίνητου ελληνικού φύλου, το οποίο οι Κυμαίοι, που ήταν Αιολείς, μετέφεραν στις αποικίες τους στη Ν. Ιταλία –περί τον 8ο αιώνα π.Χ.–, και διατηρήθηκε (ως F) στο λατινικό και ιταλικό αλφάβητο στην 6η θέση, στην ίδια δηλαδή στην οποία βρίσκονταν και στο χαλκιδικό. Το F εξαφανίστηκε πρόωρα από την ελληνική γλώσσα, με αποτέλεσμα από την έλλειψή του να πάσχουν πολλά οιομηρικά χωρία.
Συμπεράσματα: Η εκδοχή ότι το Έθνος και η εθνική συνείδηση είναι δημιουργήματα του καπιταλισμού, δηλ. μια υπόθεση 1-2 αιώνων, δεν μπορεί να τεκμηριωθεί επιστημονικά. Αποφάνσεις σε τέτοιου είδους κοινωνιολογικά ζητήματα πρέπει να λαμβάνουν υπ’ όψιν ολοκληρωτικά την ιστορία.
Η θεώρηση ότι το Έθνος είναι δημιούργημα των αστικών επαναστάσεων του 18ου και 19ου αιώνα, ανήκει αρχικά, μάλλον στον Ι. Στάλιν. Στην πραγματεία του, Μαρξισμός και Εθνικό Ζήτημα του 1912-13, μια μελέτη αναφορά για τους ερευνητές, ταυτίζει τα Έθνη και την εθνική συνείδηση με τη δημιουργία των «Εθνών-Κρατών» σε ορισμένες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, με αφετηρία τη Γαλλική Επανάσταση. Αξίζει να γραφεί η άποψη του Στάλιν, διότι έχει υιοθετηθεί σήμερα από πάρα πολλούς σχετικούς με τέτοια ζητήματα μελετητές. Οι λόγοι είναι ευνόητοι: «Το Έθνος δεν είναι απλώς μια ιστορική κατηγορία, μα μια κατηγορία μιας ορισμένης εποχής, της εποχής του αναπτυσσόμενου καπιταλισμού. Το προτσές της διάλυσης της φεουδαρχίας και της ανάπτυξης του καπιταλισμού είναι ταυτόχρονα και προτσές συγκρότησης των ανθρώπων σε έθνη. Αυτό έγινε π.χ. στη Δυτική Ευρώπη. Οι Άγγλοι, οι Γάλλοι, οι Γερμανοί, οι Ιταλοί και άλλοι συγκροτήθηκαν σε Έθνη στο διάστημα της νικηφόρας πορείας του καπιταλισμού που θριάμβευσε ενάντια στο φεουδαρχικό σύστημα. Εκεί όμως ο σχηματισμός των Εθνών σήμαινε ταυτόχρονα και τη μετατροπή τους σε αυτοτελή εθνικά κράτη. Το αγγλικό, το γαλλικό και άλλα Έθνη είναι ταυτόχρονα και αγγλικά κ.λπ. κράτη».
Δεν νομίζω να υπάρχει ανάλογη διατύπωση για τον σχηματισμό των Έθνών πριν από αυτήν τη χρονολογία. Αρκετοί πιστεύουν ότι η θεώρηση αυτή ανήκει στην πρωτογενή μαρξιστική σκέψη των Μαρξ-Ένγκελς. Μια τέτοια εκδοχή είναι αβάσιμη, δεν ισχύει, διότι αυτοί δεν φρόντισαν να εκθέσουν μια συστηματική αντίληψη για το Έθνος. Σημειωτέον, αρκετές δεκαετίες μετά, ο Στάλιν διαφοροποίησε τη θεώρησή του αυτή –προφανώς γιατί αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει την σκληρή πραγματικότητα των εθνοτήτων της ΕΣΣΔ– ως εξής: «Τα στοιχεία ενός Έθνους –η γλώσσα, ο γεωγραφικός χώρος, η κοινότητα πολιτισμού κ.λ.π.– δεν έπεσαν από τον ουρανό, αλλά δημιουργήθηκαν από πολύ παλιά, ακόμα πολύ πριν από την εποχή της εμφανίσεως του καπιταλισμού» (Άπαντα, 11ος τόμος, σελ. 336).
Ας δούμε όμως και την άποψη επί του θέματος των Αθηναίων εκπρόσωπων, που απαντούν στους Σπαρτιάτες απεσταλμένους, όπως είναι καταχωρημένη στον Ηρόδοτο, κάπου δυόμισι χιλιετίες πριν: «Είναι ανθρώπινο οι Λακεδαιμόνιοι να φοβήθηκαν μήπως συνθηκολογήσουμε με τον βάρβαρο. Αλλά είναι προσβλητικό να έρχεστε εδώ αμφιβάλλοντας για το φρόνημα των Αθηναίων, αφού γνωρίζετε ότι ούτε χρυσάφι υπάρχει πουθενά στη γη τόσο πολύ, ούτε τόπος ανώτερος από τον δικό μας σε κάλλος και αρετή, ώστε να τα δεχθούμε και να θελήσουμε, μηδίζοντας, να οδηγήσομε σε υποδούλωση την Ελλάδα. Ακόμη κι αν το επιθυμούσαμε, υπάρχουν πολλά και σπουδαία που θα μας εμπόδιζαν να το κάνομε. Πρώτον και κυριότερο, τα αγάλματα και οι ναοί των θεών μας που έχουν καεί και γκρεμιστεί και μας καλούν να τιμωρήσομε όσο μπορούμε τον αίτιο παρά να συμβιβαστούμε μαζί του. Αλλά υπάρχει και το ελληνικό έθνος από το ίδιο αίμα και με την ίδια γλώσσα, έχει ναούς, αγάλματα θεών και θυσίες, όλα κοινά και ήθη ομότροπα, και δεν θα ήταν σωστό αυτών να γίνουν προδότες οι Αθηναίοι. Μάθετε λοιπόν το εξής, αν ήδη δεν το γνωρίζετε, ότι έστω και ένας μόνο Αθηναίος αν μείνει, ποτέ δεν θα συμβιβαστεί με τον Ξέρξη... Όσο ο ήλιος θα ακολουθεί την ίδια πορεία που ακολουθεί σήμερα, ποτέ δεν θα μιλήσουμε την ίδια γλώσσα με αυτόν». (Ουρανία 144, Έκδοση Ωκεανίδα, 2005 μετάφραση, Άγγελος Βλάχος).
Αυτά και μόνον τα λόγια δεν μαρτυρούν Έθνος και εθνική συνείδηση 25 αιώνες πριν; Κάποιοι θα αποκαλούσαν σήμερα τους Αθηναίους εθνικιστές. Μια άλλη λέξη, ο εθνικισμός, που έχει ταλαιπωρηθεί και έχει υποστεί αλλοίωση σήμερα. Η λέξη μαρτυρείται από το 1874, και είναι μετάφραση του όρου nationalism,. Όπως διαπιστώθηκε, το έθνος έχει διαφορετική ετυμολογία από το λατινικό natio, που ταυτίζεται με το ελληνικό «γένος-φυλή». Οι δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες αναγκάσθηκαν, προφανώς, να πραγματοποιήσουν αργότερα ετυμολογική ακροβασία και να χρησιμοποιήσουν ζωικό-τεχνικό όρο, αποδίδοντας τον φυλετισμό ως razzismo-rassismus, μιας και η λέξη ήταν καλυμμένη από το nationalism. Ως προς την ετυμολογία και προέλευση δε της λέξης razza , υπάρχουν πάμπολλες εκδοχές.
Συνεχίζοντας, στη γλώσσα μας υπάρχει και η λέξη εθνισμός που μαρτυρείται από το 1826 με ερμηνεία: «Αφοσίωση προς το έθνος ως ανθύπαρκτης και ισότιμης συνυπάρχουσας οντότητας στο πλαίσιο της διεθνούς κοινότητας» Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα). Άλλο λοιπόν εθνισμός-πατριωτισμός, και άλλο εθνικισμός που υποδηλώνει επιθετική και επεκτατική διάθεση. Όχι τυχαία, ο ναζισμός αποκαλέστηκε και εθνικο-σοσιαλισμός.
Το Έθνος και κατά συνέπεια η εθνική συνείδηση είναι πανάρχαιες έννοιες, ούτε θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, όπως από μόνη την ετυμολογική μελέτη αποδεικνύεται. Δεν είναι δημιουργήματα της αγοράς και του καπιταλισμού, ούτε του ρομαντισμού του 18ου και 19ου αιώνα. Όσοι παρ’ όλα αυτά επιμένουν, δεν έχουν παρά να απευθυνθούν στους Βάσκους, που ακόμα και σήμερα, τον 21ο αιώνα, άκουσον άκουσον, δεν γνωρίζουμε την προέλευσή τους, στους Εβραίους, που επί δυο σχεδόν χιλιετίες διατήρησαν την εθνική τους ταυτότητα με μόνο συνδετικό κρίκο την θρησκεία τους, διασκορπισμένοι στα τέσσερα σημεία του πλανήτη, στους Πέρσες που δημιούργησαν έθνος-κράτος το 700 π.Χ., για να αναφερθούμε σε μερικά μόνον έθνη. Δεν χρειάζεται να αναρωτηθούμε ποια απάντηση θα λάβουν, γιατί μπορεί να είναι και προσβλητική.
Ας μου επιτραπεί η διαπίστωση ότι αποτελεί λάθος της ελληνικής πολιτικής σκηνής τέτοια ζητήματα και πολλά άλλα να αφήνονται προίκα στη διάθεση συγκεκριμένου πολιτικού χώρου. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο κατά την οποία η αρχαιολογική έρευνα φέρνει στην επιφάνεια ευρήματα, τα οποία επιβεβαιώνουν την ιστορία και τη μυθολογία μας, και θα έπρεπε όλοι μας να είμαστε ενθουσιασμένοι για όλα αυτά.
Π.χ. για την περίφημη «Κάθοδο των Δωριέων», οι οποίοι αναφέρονται ακόμη σε πολλά σχολικά βιβλία, ως φύλο που εισέβαλε κατευθείαν στην Πελοπόννησο από τη Βόρεια Ευρώπη (λες και ήρθαν με πτήσεις μεταγωγικών τύπου Ηercules C-130 …ίσως λόγω της καταγωγής τους), η αρχαιολογική σκαπάνη απέδειξε ότι ήταν οι Ηρακλειδείς (οι απόγονοι του Ηρακλή) οι οποίοι επέστρεψαν στην Πελοπόννησο, όπως ακριβώς γράφουν ο Ηρόδοτος κι ο Θουκυδίδης. Όσο για έναν άλλο «μύθο», αυτόν του Ιάσονα, του χρυσόμαλλου δέρατος, και της Ιωλκού, σημαντικότατα αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή του Βόλου δείχνουν ότι πλησιάζει η απόδειξή του. Το μέλλον μας επιφυλάσσει ίσως κι άλλες ακόμη πιο συνταρακτικές, συναρπαστικές επιβεβαιώσεις –και, για άλλους, ανατροπές.
Είναι κεφαλαιώδες λάθος τα ζητήματα αυτά να αποτελούν αντικείμενο πολιτικής διαμάχης, ειδικά τώρα που η χώρα μας βρίσκεται στα πρόθυρα οικονομικής κατάρρευσης και άρα απαιτείται εθνική ομοψυχία. Σε ποια βάση θα επιτευχθεί αυτή, όταν γίνεται τέτοια προσπάθεια κατεδάφισης της έννοιας του Έθνους;
Επιπλέον, διανοούμενοι όλου του πολιτικού φάσματος όπως ο Κ. Καβάφης, ο Μ. Χατζηδάκις, ο Γ. Ρίτσος, ο Ο. Ελύτης, ο Γ. Σεφέρης, ο Α. Σικελιανός, ο Δ. Γληνός, ο Β. Παπαθανασίου, η Ε. Παπά, ο Μ. Θεοδωράκης, για να αναφέρουμε μερικούς, διέπρεψαν βραβεύτηκαν και στην Ελλάδα και το εξωτερικό, γιατί το έργο τους εμπνεύσθηκε από την ιστορική συνέχεια του Έθνους μας. Ας βρεθεί έστω και ένας που να έκανε κάτι –και που θα παραμείνει στην Ιστορία– ο οποίος εμπνεύσθηκε από την ασυνέχειά μας.
Τελειώνοντας, υφίσταται μια τάση μέσα στην αριστερά, στην οποία οι λέξεις Έθνος και Πατρίδα προκαλούν αλλεργικά επεισόδια. Η τάση αυτή καταγγέλλει οποιονδήποτε πατριωτικό λόγο ως εθνικιστικό και, όχι παράδοξα, τον πραγματικό εθνικισμό των γειτόνων μας, Τούρκων, Σκοπιανών και Αλβανών, δεν επιχειρεί ποτέ να καταγγείλει, ούτε καν τις τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο και την Κύπρο. Αυτά στο όνομα ενός κακώς ερμηνευόμενου διεθνισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου