Ήταν γιος του Μιχαήλ Μελά, γεννήθηκε στη Μασσαλία το 1870, μορφώθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε σ' ένα περιβάλλον με έντονο τον εθνικό παλμό.
Το 1886 μπήκε στη σχολή Ευελπίδων. Αποφοίτησε με το βαθμό του ανθυπολοχαγού του πυροβολικού. Το 1892 πήρε γυναίκα του τη Ναταλία, κόρη του Maκεδόνα Στέφανου Δραγούμη, η οποία του στάθηκε εξαίρετη σύντροφος και συνεργάτιδα. Η εθνική περιπέτεια του 1897 τον πλήγωσε βαθιά. Πιστεύοντας όμως ότι η χώρα θα ξαναβρεί το δρόμο της, αντέδρασε μέσα στο κλίμα της απογοήτευσης που τότε κυριαρχούσε. Δημιουργεί στη Μακεδονία έναν μαχητικό εθνικό πυρήνα ενάντια των βουλγάρικων σχεδίων και γίνεται η ψυχή του κινήματος. Στις 24 Φεβρουαρίου 1904, με διαταγή της τότε ελληνικής κυβέρνησης, ήρθε στη Μακεδονία , μαζί με άλλους 4 αξιωματικούς γιa να συγκεντρώσει στοιχεία και να μελετήσει προσωπικά την κατάσταση. Στις 10 Ιουλίου του ίδιου χρόνου, ξαναήρθε μόνος στη Μακεδονία σαν ζωέμπορος στην Κοζάνη και τη Σιάτιστα , όπου οργάνωσε το πρώτο σώμα του. Κυκλοφορούσε με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας. Ξαναγύρισε στην Αθήνα και κατόρθωσε να ιδρύσει το Μακεδονικό Κομιτάτο. Ξαναήρθε γιa τρίτη και τελευταία φορά στη Μακεδονία στις 18 Αυγούστου 1904.
Διοικούσε ένα σώμα 35 αντρών, όμως ουσιαστικά ήταν αρχηγός όλων των ανταρτικών ομάδων που δρούσαν στις περιφέρειες Μοναστηρίου και Καστοριάς. Ο αγώνας ήταν σκληρός , γιατί ούτε δοκιμασμένους οδηγούς είχαν, ούτε εύκολα μπορούσαν να τροφοδοτηθούν. Τους δυσκόλευαν πολύ και οι αδιάκοπες βροχές. Εκτός αυτών οι τουρκικές αρχές είχαν πληροφορηθεί το πέρασμα από τα σύνορα αυτού του ελληνικού σώματος και το καταδίωκαν με ενισχυμένο στρατιωτικό απόσπασμα. Ο Μελάς άρχισε αμέσως να αντιδρά εναντίον των κομιτατζήδων για να ξεκαθαρίσει την περιοχή , αλλά και γιά να οργανώσει την τοπική άμυνα. Κέντρο των επιχειρήσεών του ήταν τα χωριά Νεγοβάνη και Λέχοβο. Τη δράση του συνέχισε αδιάκοπα ως τις 13 Οκτωβρίου 1904. Εκείνη την ημέρα βρισκόταν στο χωριό Στάτιστα, που σήμερα προς τιμή του ονομάζεται Μελάς. Η συμμορία κομιτατζήδων του Μήτρου Βλάχου, τον πρόδωσε. Τουρκικό απόσπασμα κύκλωσε το χωριό και το τμήμα του Μελά. Έπειτα από άμυνα δύο ωρών αποφάσισαν έξοδο. Πρώτος όρμησε ο Μελάς που πληγώθηκε θανάσιμα και πέθανε έπειτα από μισή ώρα.
Η είδηση του ηρωικού θανάτου του συγκλόνισε το πανελλήνιο. Ολόκληρη η Αθήνα πένθησε. Ο θάνατός του έγινε αφορμή να τρέξουν στη Μακεδονία πολλοί Έλληνες αξιωματικοί. Ο αγώνας για την απελευθέρωση της Μακεδονίας οργανώθηκε, απλώθηκε, γιγαντώθηκε για να καταλήξει στους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13. Ο Μελάς στάθηκε ο πρωτομάρτυρας γιά το ξαναγύρισμα της Μακεδονίας στους κόλπους της ελληνκής πατρίδας.
Το 1886 μπήκε στη σχολή Ευελπίδων. Αποφοίτησε με το βαθμό του ανθυπολοχαγού του πυροβολικού. Το 1892 πήρε γυναίκα του τη Ναταλία, κόρη του Maκεδόνα Στέφανου Δραγούμη, η οποία του στάθηκε εξαίρετη σύντροφος και συνεργάτιδα. Η εθνική περιπέτεια του 1897 τον πλήγωσε βαθιά. Πιστεύοντας όμως ότι η χώρα θα ξαναβρεί το δρόμο της, αντέδρασε μέσα στο κλίμα της απογοήτευσης που τότε κυριαρχούσε. Δημιουργεί στη Μακεδονία έναν μαχητικό εθνικό πυρήνα ενάντια των βουλγάρικων σχεδίων και γίνεται η ψυχή του κινήματος. Στις 24 Φεβρουαρίου 1904, με διαταγή της τότε ελληνικής κυβέρνησης, ήρθε στη Μακεδονία , μαζί με άλλους 4 αξιωματικούς γιa να συγκεντρώσει στοιχεία και να μελετήσει προσωπικά την κατάσταση. Στις 10 Ιουλίου του ίδιου χρόνου, ξαναήρθε μόνος στη Μακεδονία σαν ζωέμπορος στην Κοζάνη και τη Σιάτιστα , όπου οργάνωσε το πρώτο σώμα του. Κυκλοφορούσε με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας. Ξαναγύρισε στην Αθήνα και κατόρθωσε να ιδρύσει το Μακεδονικό Κομιτάτο. Ξαναήρθε γιa τρίτη και τελευταία φορά στη Μακεδονία στις 18 Αυγούστου 1904.
Διοικούσε ένα σώμα 35 αντρών, όμως ουσιαστικά ήταν αρχηγός όλων των ανταρτικών ομάδων που δρούσαν στις περιφέρειες Μοναστηρίου και Καστοριάς. Ο αγώνας ήταν σκληρός , γιατί ούτε δοκιμασμένους οδηγούς είχαν, ούτε εύκολα μπορούσαν να τροφοδοτηθούν. Τους δυσκόλευαν πολύ και οι αδιάκοπες βροχές. Εκτός αυτών οι τουρκικές αρχές είχαν πληροφορηθεί το πέρασμα από τα σύνορα αυτού του ελληνικού σώματος και το καταδίωκαν με ενισχυμένο στρατιωτικό απόσπασμα. Ο Μελάς άρχισε αμέσως να αντιδρά εναντίον των κομιτατζήδων για να ξεκαθαρίσει την περιοχή , αλλά και γιά να οργανώσει την τοπική άμυνα. Κέντρο των επιχειρήσεών του ήταν τα χωριά Νεγοβάνη και Λέχοβο. Τη δράση του συνέχισε αδιάκοπα ως τις 13 Οκτωβρίου 1904. Εκείνη την ημέρα βρισκόταν στο χωριό Στάτιστα, που σήμερα προς τιμή του ονομάζεται Μελάς. Η συμμορία κομιτατζήδων του Μήτρου Βλάχου, τον πρόδωσε. Τουρκικό απόσπασμα κύκλωσε το χωριό και το τμήμα του Μελά. Έπειτα από άμυνα δύο ωρών αποφάσισαν έξοδο. Πρώτος όρμησε ο Μελάς που πληγώθηκε θανάσιμα και πέθανε έπειτα από μισή ώρα.
Η είδηση του ηρωικού θανάτου του συγκλόνισε το πανελλήνιο. Ολόκληρη η Αθήνα πένθησε. Ο θάνατός του έγινε αφορμή να τρέξουν στη Μακεδονία πολλοί Έλληνες αξιωματικοί. Ο αγώνας για την απελευθέρωση της Μακεδονίας οργανώθηκε, απλώθηκε, γιγαντώθηκε για να καταλήξει στους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13. Ο Μελάς στάθηκε ο πρωτομάρτυρας γιά το ξαναγύρισμα της Μακεδονίας στους κόλπους της ελληνκής πατρίδας.
Η παιδική και η εφηβική ηλικία του Παύλου Μελά
Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου 1870 στη Μασσαλία της Γαλλίας. Πατέρας του ήταν Μιχαήλ Γ. Μελάς (1833-1897) και μητέρα του η Ελένη, το γένος Βουτσινά, κόρη γνωστού Κεφαλλονίτη εμπόρου από την Οδησσό.
Ο Παύλος Μελάς κατάγεται από τη μεγάλη και ιστορική οικογένεια των Μελάδων της Ηπείρου με ρίζες που φθάνουν ως την Κωνσταντινούπολη (πριν την Άλωση), ανάμεσα στις πιο ισχυρές στρατιωτικές και πολιτικές οικογένειες του Βυζαντίου, των "Κεφαλάδων" ή κατά άλλους των "Μελανιάδων" (λόγω του χαρακτηριστικού μελαμψού χρώματος του προσώπου τους), ενώ κατά άλλους των "Στρατηγόπουλων" .
Ο πατέρας του Παύλου στη Μασαλία ασχολήθηκε με το εμπόριο και απόκτησε σημαντική περιουσία μεγάλο μέρος της οποίας, σύμφωνα με την παράδοση της οικογένειάς του, διέθεσε για εθνικούς και για κοινωνικούς σκοπούς. Δραστήρια κοινωνικά και εθνικά είναι και η μητέρα του.
Το 1874 η οικογένεια Μελά έρχεται για να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα και κατοικούν στο κτίριο της οδού Πανεπιστημίου όπου βρίσκεται η Αθηναϊκή Λέσχη. Εκεί μεγαλώνει ο Παύλος με τα έξι αδέλφια του, το όμορφο, ψηλό και μελαχρινό αγόρι. Τα καλοκαίρια τους τα περνούν πότε στην Οδησσό και πότε στο Φάληρο, αλλά πιο συχνά στην Κηφισιά όπου ο πατέρας του κτίζει το εξοχικό τους σπίτι. Η μητέρα του, μεριμνά για όλους και για όλα, επιβλέπει και κατευθύνει το υπηρετικό προσωπικό, ράβει και πλέκει η ίδια για τα παιδιά της, φροντίζει για τους φτωχούς και προσπαθεί να τους ικανοποιήσει όλους. Τα βράδια με τον σύζυγο της ομορφοντυμένη παραβρίσκεται στους χορούς της κοσμικής - τότε - Αθήνας. Πολλές φορές, με ένα "λαντώ" (αμαξίδιο της εποχής) παίρνει τα παιδιά της να παίξουν στις "εξοχές" της Κηφισιάς, του Φαλήρου, του Ελαιώνα ή του Βασιλικού - τότε, Εθνικού σήμερα - Κήπου.
"... Το περιβάλλον του σπιτιού του, η εθνική δράσις του πατέρα του, η παρακολούθηση των εθνικών εορτών και τελετών, ενασκούν τεράστια ψυχολογική επίδραση επ' αυτού [του νεαρού τότε Παύλου]. Το τυχαίον αντίκρυσμα πολλών όπλων φυλασσομένων κρυφά εις τα υπόγεια του σπιτιού του και προοριζομένων διά την Κρήτην, αι συζητήσεις περί των εθνικών θεμάτων που ήκουε συχνά εις το σπίτι του την εποχήν εκείνη, μετά τον Ρωσσοτουρκικόν Πόλεμον και την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878), του επροξένησαν μεγάλη εντύπωσιν. Έκτοτε ήδη ωνειροπόλει να καταταγή εις τον Στρατόν, όταν μεγαλώσει, ώστε και αυτός να αγωνισθή διά την επανόρθωσιν των αδικιών ..." .
Μεγαλώνοντας ο Παύλος αρχίζει να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα αδέρφια του για την προθυμία του, την υποχωρητικότητά του και κυρίως για την καλοσύνη του και το ενδιαφέρον του προς τα μικρότερα παιδιά ή τα ζώα και γενικότερα τους αδυνάτους. Στο σχολείο υποστηρίζει τα μικρότερα και τ' αδύνατα παιδιά όταν τα ενοχλούσαν τα μεγαλύτερα και αργότερα, παλικάρι πια, φροντίζει μια άρρωστη φτωχή δασκάλα, ενώ συνεισφέρει και ενισχύει πρόθυμα μυστικά κάθε εθνική και φιλανθρωπική δράση.
Ο Παύλος Μελάς αγαπά με πάθος οτιδήποτε έχει σχέση με την Ελλάδα. Στον πατέρα του οφείλεται το ότι δεν ξεχνάει την Γιαννιώτική του καταγωγή και ο μεγάλος πόθος του να ελευθερωθούν τα Γιάννενα. Ακούει με έντονο ενδιαφέρον τις ιστορίες που του λέει ο πατέρας του για τις οικογενειακές περιπέτειες του 1821 και η αγάπη του για την πατρίδα γίνεται όλο και πιο δυνατή. Ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου για τον Παύλο είναι μεγάλη ημέρα και συμμετέχει με ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση.
Αυτή η εποχή που μεγαλώνει ο Παύλος, είναι μια εποχή ιδιαίτερης αναταραχής για τα Βαλκάνια και τους βαλκανικούς λαούς. Από την Κρήτη μέχρι την Βοσνία έχουν ξεσηκωθεί επαναστάσεις ενάντια στο Σουλτάνο. Η Κρήτη, η Θεσσαλία, η Μακεδονία και η Ήπειρος βρίσκονται ξεσηκωμένες και επαναστατικά αντάρτικα σώματα ξεπηδούν από παντού ζητώντας ελευθερία από τον τουρκικό ζυγό και την ένωση με την "Μητέρα Ελλάδα". Τα σώματα αυτά ενισχύονται διαρκώς από εθελοντές, λαϊκοί και κληρικοί, στρατιωτικοί, χωροφύλακες, φοιτητές, μέχρι παιδιά μαθητές και γέροι τρέχουν να προσφέρουν βοήθεια στους υπόδουλους αδελφούς τους. Εθελοντές και βοήθεια με την βοήθεια εράνων φθάνουν από την Κύπρο, από το εξωτερικό, από παντού! Ταυτόχρονα, μεγάλα συλλαλητήρια ξεσπούν στην Ελλάδα κι ο λαός απαιτεί να κηρύξει η Ελλάδα πόλεμο κατά της Τουρκίας στο πλευρό της Ρωσίας (έχει ήδη ξεσπάσει ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος). Και ενώ ξεκινάει η επιστράτευση, ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος τελειώνει και υπογράφεται ανακωχή μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας (1878). Ο ελληνικός Στρατός τελικά βρίσκεται συγκεντρωμένος στη Λαμία χωρίς να προλάβει να πάρει μέρος στον πόλεμο. Το όφελος της Ελλάδας από αυτά τα γεγονότα ήταν να επιτύχει αμνηστία για τους αγωνιστές της Κρήτης, Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας και την αποστολή Χριστιανού Διοικητή στην Κρήτη, και κάποιες υποσχέσεις για το μέλλον...
Ο οκτάχρονος - τότε - Παύλος Μελάς πολύ λίγα καταλαβαίνει, ζει όμως μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα κι ανυπομονεί να μεγαλώσει για να πολεμήσει κι αυτός. Κάποτε, ψάχνοντας να βρει τον πατέρα του κατέβηκε στο υπόγειο του σπιτιού τους και με έκπληξή του αντίκρισε ξύλινες κάσες γεμάτες με όπλα. Ο μικρός Παύλος διακατέχεται από έντονη επιθυμία να τα δει από κοντά, να τ' αγγίξει. Το ίδιο ξαφνιάστηκε και ο πατέρας του που τον βρήκε εκεί. Του εξήγησε ότι αυτά βρισκόταν εκεί για να συγκεντρωθούν και να σταλούν κρυφά στους επαναστάτες της Κρήτης και ότι δεν πρέπει να συζητήσει με κανέναν αυτό και να το κρατήσει μυστικό. Κι ο μικρός Παύλος φυλάει γερά το μυστικό βαθιά στην καρδιά του αλλά το μυαλό του γυρίζει διαρκώς εκεί, στον αγώνα για την λευτεριά της πατρίδας.
Το 1881 ελευθερώνονται και προσαρτώνται στο Ελληνικό Κράτος η Θεσσαλία και η Άρτα, ενώ το 1885, σαν τελειόφοιτος του Γυμνασίου, ζει έντονα τα γεγονότα της προσάρτησης της Ανατολικής Ρωμυλίας από την Βουλγαρία και την αναταραχή που τα ακολούθησε. Τα πατριωτικά του αισθήματα πληγώνονται και υποφέρει σε μεγάλο βαθμό. Σχεδιάζει να καταταγεί εθελοντής στο Στρατό ή να βγει "αντάρτης" στα ελληνοτουρκικά σύνορα, να πολεμήσει, αλλά ένα σπάσιμο του ποδιού του τον κρατά καθηλωμένο στην Αθήνα. Την επόμενη χρονιά (1886) του δίνεται η ευκαιρία να δώσει εξετάσεις για την εισαγωγή του στην Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων (ΣΣΕ).
Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου 1870 στη Μασσαλία της Γαλλίας. Πατέρας του ήταν Μιχαήλ Γ. Μελάς (1833-1897) και μητέρα του η Ελένη, το γένος Βουτσινά, κόρη γνωστού Κεφαλλονίτη εμπόρου από την Οδησσό.
Ο Παύλος Μελάς κατάγεται από τη μεγάλη και ιστορική οικογένεια των Μελάδων της Ηπείρου με ρίζες που φθάνουν ως την Κωνσταντινούπολη (πριν την Άλωση), ανάμεσα στις πιο ισχυρές στρατιωτικές και πολιτικές οικογένειες του Βυζαντίου, των "Κεφαλάδων" ή κατά άλλους των "Μελανιάδων" (λόγω του χαρακτηριστικού μελαμψού χρώματος του προσώπου τους), ενώ κατά άλλους των "Στρατηγόπουλων" .
Ο πατέρας του Παύλου στη Μασαλία ασχολήθηκε με το εμπόριο και απόκτησε σημαντική περιουσία μεγάλο μέρος της οποίας, σύμφωνα με την παράδοση της οικογένειάς του, διέθεσε για εθνικούς και για κοινωνικούς σκοπούς. Δραστήρια κοινωνικά και εθνικά είναι και η μητέρα του.
Το 1874 η οικογένεια Μελά έρχεται για να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα και κατοικούν στο κτίριο της οδού Πανεπιστημίου όπου βρίσκεται η Αθηναϊκή Λέσχη. Εκεί μεγαλώνει ο Παύλος με τα έξι αδέλφια του, το όμορφο, ψηλό και μελαχρινό αγόρι. Τα καλοκαίρια τους τα περνούν πότε στην Οδησσό και πότε στο Φάληρο, αλλά πιο συχνά στην Κηφισιά όπου ο πατέρας του κτίζει το εξοχικό τους σπίτι. Η μητέρα του, μεριμνά για όλους και για όλα, επιβλέπει και κατευθύνει το υπηρετικό προσωπικό, ράβει και πλέκει η ίδια για τα παιδιά της, φροντίζει για τους φτωχούς και προσπαθεί να τους ικανοποιήσει όλους. Τα βράδια με τον σύζυγο της ομορφοντυμένη παραβρίσκεται στους χορούς της κοσμικής - τότε - Αθήνας. Πολλές φορές, με ένα "λαντώ" (αμαξίδιο της εποχής) παίρνει τα παιδιά της να παίξουν στις "εξοχές" της Κηφισιάς, του Φαλήρου, του Ελαιώνα ή του Βασιλικού - τότε, Εθνικού σήμερα - Κήπου.
"... Το περιβάλλον του σπιτιού του, η εθνική δράσις του πατέρα του, η παρακολούθηση των εθνικών εορτών και τελετών, ενασκούν τεράστια ψυχολογική επίδραση επ' αυτού [του νεαρού τότε Παύλου]. Το τυχαίον αντίκρυσμα πολλών όπλων φυλασσομένων κρυφά εις τα υπόγεια του σπιτιού του και προοριζομένων διά την Κρήτην, αι συζητήσεις περί των εθνικών θεμάτων που ήκουε συχνά εις το σπίτι του την εποχήν εκείνη, μετά τον Ρωσσοτουρκικόν Πόλεμον και την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878), του επροξένησαν μεγάλη εντύπωσιν. Έκτοτε ήδη ωνειροπόλει να καταταγή εις τον Στρατόν, όταν μεγαλώσει, ώστε και αυτός να αγωνισθή διά την επανόρθωσιν των αδικιών ..." .
Μεγαλώνοντας ο Παύλος αρχίζει να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα αδέρφια του για την προθυμία του, την υποχωρητικότητά του και κυρίως για την καλοσύνη του και το ενδιαφέρον του προς τα μικρότερα παιδιά ή τα ζώα και γενικότερα τους αδυνάτους. Στο σχολείο υποστηρίζει τα μικρότερα και τ' αδύνατα παιδιά όταν τα ενοχλούσαν τα μεγαλύτερα και αργότερα, παλικάρι πια, φροντίζει μια άρρωστη φτωχή δασκάλα, ενώ συνεισφέρει και ενισχύει πρόθυμα μυστικά κάθε εθνική και φιλανθρωπική δράση.
Ο Παύλος Μελάς αγαπά με πάθος οτιδήποτε έχει σχέση με την Ελλάδα. Στον πατέρα του οφείλεται το ότι δεν ξεχνάει την Γιαννιώτική του καταγωγή και ο μεγάλος πόθος του να ελευθερωθούν τα Γιάννενα. Ακούει με έντονο ενδιαφέρον τις ιστορίες που του λέει ο πατέρας του για τις οικογενειακές περιπέτειες του 1821 και η αγάπη του για την πατρίδα γίνεται όλο και πιο δυνατή. Ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου για τον Παύλο είναι μεγάλη ημέρα και συμμετέχει με ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση.
Αυτή η εποχή που μεγαλώνει ο Παύλος, είναι μια εποχή ιδιαίτερης αναταραχής για τα Βαλκάνια και τους βαλκανικούς λαούς. Από την Κρήτη μέχρι την Βοσνία έχουν ξεσηκωθεί επαναστάσεις ενάντια στο Σουλτάνο. Η Κρήτη, η Θεσσαλία, η Μακεδονία και η Ήπειρος βρίσκονται ξεσηκωμένες και επαναστατικά αντάρτικα σώματα ξεπηδούν από παντού ζητώντας ελευθερία από τον τουρκικό ζυγό και την ένωση με την "Μητέρα Ελλάδα". Τα σώματα αυτά ενισχύονται διαρκώς από εθελοντές, λαϊκοί και κληρικοί, στρατιωτικοί, χωροφύλακες, φοιτητές, μέχρι παιδιά μαθητές και γέροι τρέχουν να προσφέρουν βοήθεια στους υπόδουλους αδελφούς τους. Εθελοντές και βοήθεια με την βοήθεια εράνων φθάνουν από την Κύπρο, από το εξωτερικό, από παντού! Ταυτόχρονα, μεγάλα συλλαλητήρια ξεσπούν στην Ελλάδα κι ο λαός απαιτεί να κηρύξει η Ελλάδα πόλεμο κατά της Τουρκίας στο πλευρό της Ρωσίας (έχει ήδη ξεσπάσει ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος). Και ενώ ξεκινάει η επιστράτευση, ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος τελειώνει και υπογράφεται ανακωχή μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας (1878). Ο ελληνικός Στρατός τελικά βρίσκεται συγκεντρωμένος στη Λαμία χωρίς να προλάβει να πάρει μέρος στον πόλεμο. Το όφελος της Ελλάδας από αυτά τα γεγονότα ήταν να επιτύχει αμνηστία για τους αγωνιστές της Κρήτης, Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας και την αποστολή Χριστιανού Διοικητή στην Κρήτη, και κάποιες υποσχέσεις για το μέλλον...
Ο οκτάχρονος - τότε - Παύλος Μελάς πολύ λίγα καταλαβαίνει, ζει όμως μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα κι ανυπομονεί να μεγαλώσει για να πολεμήσει κι αυτός. Κάποτε, ψάχνοντας να βρει τον πατέρα του κατέβηκε στο υπόγειο του σπιτιού τους και με έκπληξή του αντίκρισε ξύλινες κάσες γεμάτες με όπλα. Ο μικρός Παύλος διακατέχεται από έντονη επιθυμία να τα δει από κοντά, να τ' αγγίξει. Το ίδιο ξαφνιάστηκε και ο πατέρας του που τον βρήκε εκεί. Του εξήγησε ότι αυτά βρισκόταν εκεί για να συγκεντρωθούν και να σταλούν κρυφά στους επαναστάτες της Κρήτης και ότι δεν πρέπει να συζητήσει με κανέναν αυτό και να το κρατήσει μυστικό. Κι ο μικρός Παύλος φυλάει γερά το μυστικό βαθιά στην καρδιά του αλλά το μυαλό του γυρίζει διαρκώς εκεί, στον αγώνα για την λευτεριά της πατρίδας.
Το 1881 ελευθερώνονται και προσαρτώνται στο Ελληνικό Κράτος η Θεσσαλία και η Άρτα, ενώ το 1885, σαν τελειόφοιτος του Γυμνασίου, ζει έντονα τα γεγονότα της προσάρτησης της Ανατολικής Ρωμυλίας από την Βουλγαρία και την αναταραχή που τα ακολούθησε. Τα πατριωτικά του αισθήματα πληγώνονται και υποφέρει σε μεγάλο βαθμό. Σχεδιάζει να καταταγεί εθελοντής στο Στρατό ή να βγει "αντάρτης" στα ελληνοτουρκικά σύνορα, να πολεμήσει, αλλά ένα σπάσιμο του ποδιού του τον κρατά καθηλωμένο στην Αθήνα. Την επόμενη χρονιά (1886) του δίνεται η ευκαιρία να δώσει εξετάσεις για την εισαγωγή του στην Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων (ΣΣΕ).
Ο Παύλος Μελάς ήταν αξιωματικός του πυροβολικού και γαμπρός επ' αδελφή του Ίωνα Δραγούμη. Έλαβε μέρος στον πόλεμο του 1897 και μπήκε μυστικά για πρώτη φορά στη Μακεδονία τον Φεβρουάριο του 1904, μαζί με τον Κοντούλη, τον Παπούλα και τον Κολοκοτρώνη. Για δεύτερη φορά επέστρεψε τον Ιούλιο, ως δήθεν ζωέμπορος με το όνομα Πέτρος Δέδες.
Για τρίτη και τελευταία φορά πέρασε τα σύνορα από τη μεριά της Κοζάνης στις 27 Αυγούστου του 1904 με σώμα 35 ανδρών από Μακεδόνες, Κρητικούς, Λάκωνες κλπ., ως αρχηγός των Σωμάτων Μοναστηρίου – Καστοριάς. Έδρασε με το ψευδώνυμο καπετάν Μίκης Ζέζας, σύνθεση των ονομάτων των παιδιών του. Ο θάνατός του από τουρκικό βόλι στη Στάτιστα Καστοριάς -το σημερινό Μελά- στις 13 Οκτωβρίου του 1904, συντάραξε τους Πανέλληνες και τον έκανε ήρωα και σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα.
Ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης έλεγε σε γνωστό του: «Όπου να ‘ναι φτάνουν από κάτω και Ελληνικά σώματα. Κρητικοί και Μανιάτες. Θα δεις κάθε κλαδί και παλικάρι». Και πραγματικά δεν διαψεύσθηκε ο μάρτυρας Ιεράρχης, μεγάλη επίσης μορφή του Μακεδονικού Αγώνα, αφού ακολούθησαν άλλα αντάρτικα σώματα, που η παρουσία τους και η δράση τους εμψύχωνε τους Έλληνες Μακεδόνες.
Αρχηγοί και οπλαρχηγοί των ελληνικών σωμάτων, στο μακροχρόνιο και σκληρό εκείνο αγώνα, ξεκίνησαν από όλα τα μέρη της ελεύθερης Ελλάδας και είναι αναρίθμητες οι πράξεις ηρωισμού και αυτοθυσίας ενός αγώνα που παρατάθηκε ως το καλοκαίρι του 1908, οπότε θεσπίστηκε το νέο τουρκικό Σύνταγμα.
Για τρίτη και τελευταία φορά πέρασε τα σύνορα από τη μεριά της Κοζάνης στις 27 Αυγούστου του 1904 με σώμα 35 ανδρών από Μακεδόνες, Κρητικούς, Λάκωνες κλπ., ως αρχηγός των Σωμάτων Μοναστηρίου – Καστοριάς. Έδρασε με το ψευδώνυμο καπετάν Μίκης Ζέζας, σύνθεση των ονομάτων των παιδιών του. Ο θάνατός του από τουρκικό βόλι στη Στάτιστα Καστοριάς -το σημερινό Μελά- στις 13 Οκτωβρίου του 1904, συντάραξε τους Πανέλληνες και τον έκανε ήρωα και σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα.
Ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης έλεγε σε γνωστό του: «Όπου να ‘ναι φτάνουν από κάτω και Ελληνικά σώματα. Κρητικοί και Μανιάτες. Θα δεις κάθε κλαδί και παλικάρι». Και πραγματικά δεν διαψεύσθηκε ο μάρτυρας Ιεράρχης, μεγάλη επίσης μορφή του Μακεδονικού Αγώνα, αφού ακολούθησαν άλλα αντάρτικα σώματα, που η παρουσία τους και η δράση τους εμψύχωνε τους Έλληνες Μακεδόνες.
Αρχηγοί και οπλαρχηγοί των ελληνικών σωμάτων, στο μακροχρόνιο και σκληρό εκείνο αγώνα, ξεκίνησαν από όλα τα μέρη της ελεύθερης Ελλάδας και είναι αναρίθμητες οι πράξεις ηρωισμού και αυτοθυσίας ενός αγώνα που παρατάθηκε ως το καλοκαίρι του 1908, οπότε θεσπίστηκε το νέο τουρκικό Σύνταγμα.
Συμπληρώθηκαν εφέτος εκατό χρόνια από την απώλεια μιας ελληνικής μορφής που στέκει πέρα από το χρόνο και το χώρο, που συμπύκνωνε σε ένα πρόσωπο τη γενναιότητα του Διγενή, την αυταπάρνηση του Λεωνίδα, την ευγένεια του Αχιλλέα, την ποίηση του Σολομού, την τρυφερότητα του υπέροχου συζύγου και πατέρα, την αγάπη του Χριστού, μα πάνω από όλα την αφοσίωση στο όραμα της ενωμένης Ελλάδας και ιδιαίτερα της ελεύθερης Μακεδονίας, για την οποία χάρισε και αυτή τη ζωή του. Του Παύλου Μελά! Σ’ αυτόν τον ήρωα της νεότερης ελληνικής ιστορίας η Εκκλησία της Ελλάδος αφιέρωσε το 2004. Και δίκαια, αφού εκείνος πρόσφερε την αλκή της νιότης του με ενθουσιασμό και υπερηφάνεια σ’ αυτό που λέγεται πατρίδα.
Οι νέοι μεγάλοι δρόμοι που διαρκώς ανοίγονται στις ημέρες μας σε βουνά και σε φαράγγια, κάνουν προσιτές και τις πιο δύσβατες περιοχές. Οι αποστάσεις μηδενίζονται. Μα δεν πάνε πολλές δεκαετίες που σε όλη την ελληνική ύπαιθρο οι επικοινωνίες γίνονταν με ζώα και όχι με την ίδια ευκολία κάθε εποχή. Γι’ αυτό πολύ δύσκολα μπορεί να κατανοήσει κάποιος τις δυσχέρειες που παρουσιάζονταν, τις κακουχίες που περνούσαν οι ταξιδιώτες, τα ανυπέρβλητα εμπόδια, που επιφύλασσαν οι επικοινωνίες εκατό χρόνια πριν. Το ίδιο δύσκολα μπορεί να αντιληφθεί την εποποιία που πραγματοποίησε ο νέος αυτός άνθρωπος στα βουνά της Μακεδονίας.
Το ημερολόγιο και οι επιστολές του Π. Μελά, ιστορικά κειμήλια πολύτιμα κι ανεπανάληπτα, περικλείουν λεπτομέρειες που κόβουν την ανάσα από αγωνία, συγκίνηση αλλά και γλαφυρότητα και ενάργεια. Γράφει στις 8 Μαρτίου 1904: «Όταν εξεκινήσαμεν ήτο σκότος βαθύ. οι οδηγοί αμφέβαλλαν και πάλιν περί του δυνατού της πορείας Αλλ’ επειδή επεμένομεν, υπήκουσαν. Μόλις όμως διήλθομεν εις το σκότος την επικίνδυνον τουρκικήν ζώνη αμέσως, ως δια μαγείας, τα πυκνά νέφη διελύθησαν και η σελήνη και τα άστρα μας εφώτισαν τον φοβερώτατον δρόμον, τον οποίον επί 3 ώρας ηκολουθήσαμεν δια μέσου παρθένων δασών, κρημνών, ανωφερειών και λοιπών. Ναι, Νάτα μου, επιστεύσαμεν όλοι, με όλην την ψυχήν μας, ότι ο Θεός εκείνην την στιγμήν ευλόγει το έργον μας και δια των αστέρων του εφώτιζε τον δρόμον μας. Η πεποίθησις αύτη μας έδωκε δυνάμεις υπερανθρώπους και, χωρίς να το εννοήσωμεν σχεδόν, εβαδίσαμεν επί 9 ώρας, έκαστος φέρων βάρος 15-20 οκάδων. Τας δυσκολίας τας οποίας υπερνικήσαμεν, δεν ημπορώ να σου τας περιγράψω. Εις κάθε βήμα εκινδυνεύσαμεν να πέσωμεν ή να χάσωμεν τα μάτια μας από τους κλάδους των δέντρων [..…..]. Το ψύχος είναι δριμύτατον. Τα πόδια μας παγωμένα, διότι η πυκνοτάτη δρόσος επάγωσε και περιπατούμεν επί πάγου. Πίπτομεν ημιθανείς σχεδόν, τυλισσόμενοι εις την κάπαν μας. Εν τούτοις είναι περίεργον ότι τα βασανιστήριά μας τώρα μόνον τα ενθυμούμεθα. Όταν τα υφιστάμεθα, ο νους μας όλων ήτο εις την Μακεδονίαν!».
Για τον πολύ κόσμο ο Παύλος Μελάς είναι μια φυσιογνωμία που την καλύπτει η αχλύ του παρελθόντος. Όμως δεν είναι μυθικό πρόσωπο. Οι απόγονοί του κυκλοφορούν ανάμεσά μας, σεμνοί, απλοί, φορτωμένοι με μια κληρονομιά πολύτιμη όσο και μοναδική. Κι ο ίδιος παραμένει φωτεινό παράδειγμα ενός ανθρώπου όπως ο καθένας από εμάς, που άκουσε τη φωνή της συνείδησής του και αγωνίσθηκε «για να μην καταστρέψουν οι Βούλγαροι τον τρόπο του σκέπτεσθαι και του αισθάνεσθαι που λέγεται Ελληνισμός».
Αυτός ο ήρωας που αλώνισε τη Μακεδονία ενισχύοντας ηθικά και υλικά τους κατατρεγμένους και καταπιεσμένους Έλληνες, οργανώνοντάς τους και διδάσκοντάς τους, με πληγές στα πόδια και την αγωνία στην ψυχή για την έκβαση της αποστολής του, αναρωτιέται: «Δεν φαντάζεσαι την κατάστασίν μου την ψυχικήν. Θέλω και πρέπει να μείνω εδώ αλλ’ ο πολυτάραχος και σχεδόν άγριος βίος μου με κάμνει να νοσταλγώ τον ήσυχον και γλυκύν οικογενειακόν βίον. Και εδώ έχω τας ικανοποιήσεις μου και εκεί την ευτυχίαν μου. Αλλ’ εδώ με κρατεί επί πλέον το καθήκον και προ πάντων αι υποχρεώσεις ας ανέλαβα. Αισθάνομαι ότι θυσιάζομαι, αλλά τουλάχιστον θα κατορθώσω τίποτε;» Σε άλλη περίπτωση φρικιά στη σκέψη των ζοφερών προοπτικών: «Τρέμω και συγκινούμε σκεπτόμενος ότι εγώ, ο οποίος ουδέ μύγαν εσκεμμένως εσκότωσα ποτέ, από αύριον θα φονεύσω, θα δολοφονήσω ίσως και ανθρώπους ακόμη. Τρέμω, αλλ’ ανυπομονώ να το κάμω». Δεν αλλοτριώνεται, γνωρίζει το καθήκον του, το επιτελεί αλλά το μυαλό του είναι και σε ένα άλλο επίπεδο στην οικογένειά του, στη Ναταλία, στα παιδιά του, την οικογένεια Δραγούμη: «Χαίρε, αγάπη μου, μη με σκέπτεσαι πλέον εμένα, αλλ’ ευχήσου δια την επιτυχίαν της αγίας αποστολής μας. Φίλησε την μητέρα μου και τους αδελφούς μου, ως επίσης όλην την αγίαν ελληνικήν και χριστιανικήν οικογένειάν σου…..Τα παιδιά φιλώ και ευλογώ».
Σε ένα χώρο, όπως αυτή η στήλη, δεν μπορεί ο σχολιαστής να κάνει ιστορική επισκόπηση, κι ούτε το θέλει άλλωστε. Αυτό που διακαώς όμως επιθυμεί είναι να ωθήσει όσους δεν γνωρίζουν το έργο και την προσωπικότητα του Π. Μελά να σκύψουν και να ψάξουν για τα ίχνη που άφησε στους χώρους από όπου πέρασε, τα γραφτά του, τις μαρτυρίες. συγγενών, φίλων, συνεργατών. Προσκύνημα και αναβάπτισμα εθνικό. Καιρός να ξεχωρίσουμε το εθνικό έργο από την εθνοκαπηλεία, την προσφορά από τον καιροσκοπισμό, τη θυσία από το υπολογισμό. Και το σπουδαιότερο: να μην το λησμονήσουν αλλά να το βιώσουν. Γιατί έργα και προσφορές του είδους αυτού είναι διαχρονικά, βρίσκουν εφαρμογή σε κάθε εποχή ανεξάρτητα από τη χρονική στιγμή που συμβαίνουν.
Δεν είναι κραυγαλέο το έργο του Μελά αλλά σεμνό και τίμιο. Το διαποτίζει όμως απεριόριστο μεγαλείο, που συμπυκνώνεται σε μια τελευταία δραματική ενέργεια, παρακαταθήκη και κληρονομιά όχι μόνο στους δικούς του αλλά στο έθνος ολόκληρο. Λαβωμένος θανάσιμα σε σύγκρουση με Τούρκους στη Στάτιτσα, κάλεσε τον φίλο και συνεργάτη του Πύρζα και του είπε: «Το σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το τουφέκι, όπως σου είπα, του Μίκη(του γιου του). Και να τους πεις, ότι το καθήκον μου έκαμα».
Η τελευταία αυτή κουβέντα από χείλη παγωμένα από την πνοή του θανάτου τα λέει όλα, τα συμβολίζει όλα. Η επικαιρότητα το επιβεβαιώνει πανηγυρικά καθημερινώς.
Οι νέοι μεγάλοι δρόμοι που διαρκώς ανοίγονται στις ημέρες μας σε βουνά και σε φαράγγια, κάνουν προσιτές και τις πιο δύσβατες περιοχές. Οι αποστάσεις μηδενίζονται. Μα δεν πάνε πολλές δεκαετίες που σε όλη την ελληνική ύπαιθρο οι επικοινωνίες γίνονταν με ζώα και όχι με την ίδια ευκολία κάθε εποχή. Γι’ αυτό πολύ δύσκολα μπορεί να κατανοήσει κάποιος τις δυσχέρειες που παρουσιάζονταν, τις κακουχίες που περνούσαν οι ταξιδιώτες, τα ανυπέρβλητα εμπόδια, που επιφύλασσαν οι επικοινωνίες εκατό χρόνια πριν. Το ίδιο δύσκολα μπορεί να αντιληφθεί την εποποιία που πραγματοποίησε ο νέος αυτός άνθρωπος στα βουνά της Μακεδονίας.
Το ημερολόγιο και οι επιστολές του Π. Μελά, ιστορικά κειμήλια πολύτιμα κι ανεπανάληπτα, περικλείουν λεπτομέρειες που κόβουν την ανάσα από αγωνία, συγκίνηση αλλά και γλαφυρότητα και ενάργεια. Γράφει στις 8 Μαρτίου 1904: «Όταν εξεκινήσαμεν ήτο σκότος βαθύ. οι οδηγοί αμφέβαλλαν και πάλιν περί του δυνατού της πορείας Αλλ’ επειδή επεμένομεν, υπήκουσαν. Μόλις όμως διήλθομεν εις το σκότος την επικίνδυνον τουρκικήν ζώνη αμέσως, ως δια μαγείας, τα πυκνά νέφη διελύθησαν και η σελήνη και τα άστρα μας εφώτισαν τον φοβερώτατον δρόμον, τον οποίον επί 3 ώρας ηκολουθήσαμεν δια μέσου παρθένων δασών, κρημνών, ανωφερειών και λοιπών. Ναι, Νάτα μου, επιστεύσαμεν όλοι, με όλην την ψυχήν μας, ότι ο Θεός εκείνην την στιγμήν ευλόγει το έργον μας και δια των αστέρων του εφώτιζε τον δρόμον μας. Η πεποίθησις αύτη μας έδωκε δυνάμεις υπερανθρώπους και, χωρίς να το εννοήσωμεν σχεδόν, εβαδίσαμεν επί 9 ώρας, έκαστος φέρων βάρος 15-20 οκάδων. Τας δυσκολίας τας οποίας υπερνικήσαμεν, δεν ημπορώ να σου τας περιγράψω. Εις κάθε βήμα εκινδυνεύσαμεν να πέσωμεν ή να χάσωμεν τα μάτια μας από τους κλάδους των δέντρων [..…..]. Το ψύχος είναι δριμύτατον. Τα πόδια μας παγωμένα, διότι η πυκνοτάτη δρόσος επάγωσε και περιπατούμεν επί πάγου. Πίπτομεν ημιθανείς σχεδόν, τυλισσόμενοι εις την κάπαν μας. Εν τούτοις είναι περίεργον ότι τα βασανιστήριά μας τώρα μόνον τα ενθυμούμεθα. Όταν τα υφιστάμεθα, ο νους μας όλων ήτο εις την Μακεδονίαν!».
Για τον πολύ κόσμο ο Παύλος Μελάς είναι μια φυσιογνωμία που την καλύπτει η αχλύ του παρελθόντος. Όμως δεν είναι μυθικό πρόσωπο. Οι απόγονοί του κυκλοφορούν ανάμεσά μας, σεμνοί, απλοί, φορτωμένοι με μια κληρονομιά πολύτιμη όσο και μοναδική. Κι ο ίδιος παραμένει φωτεινό παράδειγμα ενός ανθρώπου όπως ο καθένας από εμάς, που άκουσε τη φωνή της συνείδησής του και αγωνίσθηκε «για να μην καταστρέψουν οι Βούλγαροι τον τρόπο του σκέπτεσθαι και του αισθάνεσθαι που λέγεται Ελληνισμός».
Αυτός ο ήρωας που αλώνισε τη Μακεδονία ενισχύοντας ηθικά και υλικά τους κατατρεγμένους και καταπιεσμένους Έλληνες, οργανώνοντάς τους και διδάσκοντάς τους, με πληγές στα πόδια και την αγωνία στην ψυχή για την έκβαση της αποστολής του, αναρωτιέται: «Δεν φαντάζεσαι την κατάστασίν μου την ψυχικήν. Θέλω και πρέπει να μείνω εδώ αλλ’ ο πολυτάραχος και σχεδόν άγριος βίος μου με κάμνει να νοσταλγώ τον ήσυχον και γλυκύν οικογενειακόν βίον. Και εδώ έχω τας ικανοποιήσεις μου και εκεί την ευτυχίαν μου. Αλλ’ εδώ με κρατεί επί πλέον το καθήκον και προ πάντων αι υποχρεώσεις ας ανέλαβα. Αισθάνομαι ότι θυσιάζομαι, αλλά τουλάχιστον θα κατορθώσω τίποτε;» Σε άλλη περίπτωση φρικιά στη σκέψη των ζοφερών προοπτικών: «Τρέμω και συγκινούμε σκεπτόμενος ότι εγώ, ο οποίος ουδέ μύγαν εσκεμμένως εσκότωσα ποτέ, από αύριον θα φονεύσω, θα δολοφονήσω ίσως και ανθρώπους ακόμη. Τρέμω, αλλ’ ανυπομονώ να το κάμω». Δεν αλλοτριώνεται, γνωρίζει το καθήκον του, το επιτελεί αλλά το μυαλό του είναι και σε ένα άλλο επίπεδο στην οικογένειά του, στη Ναταλία, στα παιδιά του, την οικογένεια Δραγούμη: «Χαίρε, αγάπη μου, μη με σκέπτεσαι πλέον εμένα, αλλ’ ευχήσου δια την επιτυχίαν της αγίας αποστολής μας. Φίλησε την μητέρα μου και τους αδελφούς μου, ως επίσης όλην την αγίαν ελληνικήν και χριστιανικήν οικογένειάν σου…..Τα παιδιά φιλώ και ευλογώ».
Σε ένα χώρο, όπως αυτή η στήλη, δεν μπορεί ο σχολιαστής να κάνει ιστορική επισκόπηση, κι ούτε το θέλει άλλωστε. Αυτό που διακαώς όμως επιθυμεί είναι να ωθήσει όσους δεν γνωρίζουν το έργο και την προσωπικότητα του Π. Μελά να σκύψουν και να ψάξουν για τα ίχνη που άφησε στους χώρους από όπου πέρασε, τα γραφτά του, τις μαρτυρίες. συγγενών, φίλων, συνεργατών. Προσκύνημα και αναβάπτισμα εθνικό. Καιρός να ξεχωρίσουμε το εθνικό έργο από την εθνοκαπηλεία, την προσφορά από τον καιροσκοπισμό, τη θυσία από το υπολογισμό. Και το σπουδαιότερο: να μην το λησμονήσουν αλλά να το βιώσουν. Γιατί έργα και προσφορές του είδους αυτού είναι διαχρονικά, βρίσκουν εφαρμογή σε κάθε εποχή ανεξάρτητα από τη χρονική στιγμή που συμβαίνουν.
Δεν είναι κραυγαλέο το έργο του Μελά αλλά σεμνό και τίμιο. Το διαποτίζει όμως απεριόριστο μεγαλείο, που συμπυκνώνεται σε μια τελευταία δραματική ενέργεια, παρακαταθήκη και κληρονομιά όχι μόνο στους δικούς του αλλά στο έθνος ολόκληρο. Λαβωμένος θανάσιμα σε σύγκρουση με Τούρκους στη Στάτιτσα, κάλεσε τον φίλο και συνεργάτη του Πύρζα και του είπε: «Το σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το τουφέκι, όπως σου είπα, του Μίκη(του γιου του). Και να τους πεις, ότι το καθήκον μου έκαμα».
Η τελευταία αυτή κουβέντα από χείλη παγωμένα από την πνοή του θανάτου τα λέει όλα, τα συμβολίζει όλα. Η επικαιρότητα το επιβεβαιώνει πανηγυρικά καθημερινώς.
Ο Παύλος Μελάς, βέβαια, δεν ήταν ο μόνος που πολέμησε στο Μακεδονικό Αγώνα, ήταν όμως κορυφαία μορφή. Ο συναγωνιστής τους Κ. Μαζαράκης έγραψε ότι ο Παύλος Μελάς αντιπροσωπεύει «όλην την ιδεολογικήν δύναμιν του αγώνος».
Και ο ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος σημειώνει εύστοχα: «Ο Μακεδονικός αγών υπήρξεν υπόθεσις ολοκλήρου του ελληνικού λαού, αλλ’ όπως συμβαίνει πάντοτε, ανεδείχθησαν κατά την διάρκειάν του ηγετικαί μορφαί, αι οποίαι δια των ενεργειών των ή της θυσίας των έδωσαν βαθύτερον περιεχόμενον εις αυτόν. Μεταξύ των ηγετικών αυτών μορφών διακρίνονται ο Ίων Δραγούμης και ο Παύλος Μελάς».
Και ο ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος σημειώνει εύστοχα: «Ο Μακεδονικός αγών υπήρξεν υπόθεσις ολοκλήρου του ελληνικού λαού, αλλ’ όπως συμβαίνει πάντοτε, ανεδείχθησαν κατά την διάρκειάν του ηγετικαί μορφαί, αι οποίαι δια των ενεργειών των ή της θυσίας των έδωσαν βαθύτερον περιεχόμενον εις αυτόν. Μεταξύ των ηγετικών αυτών μορφών διακρίνονται ο Ίων Δραγούμης και ο Παύλος Μελάς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου