Και φτιάχνει πρώτα μια τρανή και στιβαρή ασπίδα παντού στολίζοντάς τη.
Και βάζει γύρω της λαμπρό τρίφυλλο μεταλλικό στεφάνι , όπου δένει το λουρί το ασημένιο.
Πέντε μετάλλου στρώματα έχει η ασπίδα. Σκάλιζει πάνω της πολλά στολίδια , με τη σοφή των δυο χεριών του τέχνη.
Στη μια μεριά φτιάχνει τη γη , τον ουρανό στην άλλη , αλλού τη θάλασσα και τον ακούραστο ήλιο και τη σελήνη ολόγεμη .
Σ` άλλη μεριά τα ζώδια όλα φτιάχνει , τ` άστρα που στεφανώνουν τον ουρανό.
Τις Πλειάδες και τις Υάδες και το δυνατό Ωρίωνα και την Άρκτο, που Άμαξα μερικοί την ονομάζουν ,
γιατί γύρω από τον εαυτό της στρέφεται και τον Ωρίωνα παραφυλάει και μόνο αυτή μες στα νερά του Ωκεανού δε λούζεται.
Φτιάχνει και δυο όμορφες πόλεις θνητών ανθρώπων. Στη μία γάμοι γίνονται , συμπόσια μεγάλα , νύφες προβάλλουν από τα σπίτια τους και οι λαμπαδηφόροι από την πόλη περνούν κι αντιλαλούν τραγούδια , γαμήλια , πολλά.
Νέοι χορευτές στριφογυρνούν κι ανάμεσα τους κιθάρες και αυλοί παίζουν . Οι γυναίκες μπροστά στην πόρτα στέκονται και θαυμάζουν
Κόσμος συρρέει στην αγορά , όπου καβγάς θεριεύει. Δυο άντρες εκεί μαλώνουνε για την εξαγωρά ενός άντρα σκοτωμένου.
Ο ένας λέει πως τα έχει όλα ξεπληρώσει και βεβαιώνει το λαό , ενώ ο άλλος ισχυρίζεται πως τίποτα δεν πήρε.
Και οι δύο τέλος θέλουν στο δικαστή να πάνε , απόφαση να βγάλει. Οι άνθρωποι γύρω και τους δύο τους επιδοκιμάζουν και τους υποστηρίζουν.
Οι κήρυκες τον κόσμο συγκρατούσαν και οι γέροντες κάθονται πάνω σε λαξεμένους λίθους , μέσα στον κύκλο τον ιερό , στα χέρια τους κρατώντας τα ραβδιά των μεγαλόφωνων κηρύκων .
Σε αυτά έπειτα στηρίζονται και δικάζουν , καθείς με τη σειρά του . Και είναι στη μέση καταγής δύο τάλαντα χρυσά , για να δοθούν μετά τη δίκη σε όποιον πιο δίκαια μιλήσει .
Γύρω από την άλλη πόλη στρατοπεδεύουν δύο στρατοί πολυπληθείς με αστραφτερά τα όπλα . Δύο γνώμες έχουν κατά νου , ή να την καταστρέψουνε ή να μοιράσουνε στα δύο όσα πολύτιμα αγαθά η πόλη μέσα κρύβει .
Μα οι άλλοι (μέσα) δεν υποχωρούν και οπλισμένοι κρυφά παραμονεύουν . Στο τείχος πάνω στέκονται και το φρουρούν γυναίκες παντρεμένες , μικρά παιδιά και άντρες γερασμένοι .
Οι άλλοι (έξω) ξεκινούν . Ο Άρης και η Αθηνά η Παλλάδα είναι μπροστά , χρυσοί και οι δύο , χρυσά φορώντας ρούχα , όμορφοι , μεγαλόσωμοι , όπλα κρατώντας . Έτσι , θεοί αυτοί , απ` όλους ξεχωρίζουν . Οι άνθρωποι είναι μικρότεροι .
Φτάνουν σε τόπο που μπορούν να στήσουνε καρτέρι , σε ποταμό που πήγαιναν και πότιζαν τα ζώα , και καλυμμένοι κάθονται πίσω από τα λαμπερά , χάλκινά τους όπλα .
Πέρα , ψηλά , στέκονται δύο σκοποί στρατιώτες , που αγναντεύουν πρόβατα και βόδια με γυριστά τα κέρατα .
Γρήγορα περπατούν αυτά , με δυο βοσκούς κατόπι , που χαρούμενοι παίζουν τη φλογέρα . Το δόλο δε μυρίζονται .
Οι άλλοι (από την πόλη) σαν τους βλέπουν τρέχουν επάνω τους , γοργά τα κοπάδια των βοδιών και των αρνιών των άσπρων ξεχωρίζουν , σκοτώνουν και τους δυο βοσκούς .
Οι άλλοι (έξω) ακούν φωνή πολλή κοντά στα βόδια , εκεί που κάθονται στην ιερή συναγωγή συναθροισμένοι , αμέσως στα άλογα τα γοργοπόδαρα ανεβαίνουν και τους φτάνουν .
Σε μάχη παρατάσσονται και πολεμούν στου ποταμού τις όχθες . Με χάλκινα κοντάρια αλληλοχτυπιούνται .
Ανάμεσά τους η Έριδα , η Ταραχή της μάχης , του θανάτου η ολέθρια Μοίρα , άλλον κρατώντας ζωντανό μα μόλις πληγωμένο , άλλον απλήγωτο και άλλο νεκρό , στη μάχη σέρνοντάς τον από τα πόδια , ρούχο φοράει κόκκινο στους ώμους , βαμμένο από των ανθρώπων το αίμα .
Στριφογυρνούν και πολεμούν σαν ζωντανοί ανθρώποι και σέρνουν των νεκρών τα πτώματα ο ένας του άλλου. Ακόμα φτιάχνει (πάνω στην ασπίδα) χωράφι με χώμα μαλακό και εύφορο , τρεις φορές οργωμένο .Αγρότες πάνω του πολλοί στρέφουνε τα ζευγάρια και πάνω κάτω τα οδηγούν .
Κάθε φορά που στρίβουν στην άκρη του αγρού τους , κάποιος γλυκόπιοτο κρασί τους δίνει χέρι χέρι κι όταν γυρίζουν τη στροφή , ακολουθούν το αυλάκι , μέχρι να φτάσουνε βαθιά στου χωραφιού την άκρη .
Κι αυτό μαυρίζει πίσω τους , μοιάζει σαν οργωμένο κι ας είναι από χρυσό . Με θαυμαστή τη χύτευση , σαν θαύμα μοιάζει . Φτιάχνει ακόμα πάνω της κτήμα βασιλικό που το θερίζουνε εργάτες κρατώντας στα χέρια τους κοφτερά δρεπάνια .
Κι άλλα δεμάτια πέφτουνε στη γη μέσα στ` αυλάκια κι άλλα με καλαμόσχοινα δένουν οι δεματάδες . Τρεις από αυτούς εκεί στέκονται και δένουν . Πίσω μαζεύουν τα παιδιά , τα κουβαλούν στις αγκαλιές και βιαστικά τα δένουν .
Ανάμεσά τους στέκει σιωπηλός ο βασιλιάς τους , σκήπτρο κρατώντας επάνω στο αυλάκι , χαρά γεμάτος . Κήρυκες λίγο πιο μακριά τραπέζι ετοιμάζουν κάτω από βελανιδιά .
Βόδι μεγάλο σφάζουν και ετοιμάζουν , ενώ οι γυναίκες κοσκινίζουνε πολύ λευκό αλεύρι , οι εργάτες για να φάνε . Κι επάνω της βάζει μεγάλο αμπέλι , σταφύλια γεμάτο , όμορφο , χρυσό .
Μαύρα έχει εκείνο τα τσαμπιά και μ` ασημένια δίχαλα στηρίζονται τα κλήματα ως την άκρη . Στις δυο πλευρές χαράζει αυλάκι από κύανο και φράχτη σηκώνει τριγύρω από κασσίτερο.
Ένα δρομάκι μοναχό φτάνει μέχρι τ` αμπέλι και το περνούν κουβαλητές , σαν γίνεται ο τρύγος . Κορίτσια και αγόρια νεαρά και χαρούμενα το μελιστάλακτο καρπό μέσα σε πλεχτά κοφίνια κουβαλάνε .
Κι ανάμεσά τους ένα παιδί παίζει γλυκιά κι οξύφωνη κιθάρα , και τραγουδάει όμορφα , με τη λεπτή φωνή του . Άλλοι το συνοδεύουνε στο όμορφο τραγούδι , βγάζουν κραυγές , χτυπούν τα πόδια τους στη γη κι ακολουθούν .
Φτιάχνει ακόμα πάνω της κοπάδι βόδια με κέρατα όρθα , από χρυσό φτιαγμένα και κασσίτερο . Τα βόδια μουγκρίζουνε κι από το σταύλο τρέχουν για βοσκή στο βουερό ποτάμι , πλάι στο λυγερό καλαμιώνα .
Τέσσερις χρυσοί βοσκοί τα βόδια ακολουθούνε κι εννέα γοργοπόδαρα σκυλιά τους συνοδεύουν . Δύο λιοντάρια τρομερά στα πρώτα βόδια ανάμεσα έχουν αρπάξει ταύρο που μουγκρίζει .
Μουγκρίζει γοερά καθώς μακριά τον σέρνουν . Πίσω του τρέχουνε σκυλιά και άντρες γεροδεμένοι . Μα τα λιοντάρια σκίζουνε του μεγαλόσωμου βοδιού το δέρμα , σπαράσοντας τα σωθικά και πίνοντας το μαύρο του αίμα .
Οι βοσκοί μάταια σπρώχνουν τα γρήγορα σκυλιά τους να ορμήξουν . Τα σκυλιά δεν το τολμούν , λιοντάρια να δαγκώσουν . Κοντά τους μόνο στέκονται , γαβγίζουν , ξαναφεύγουν .
Φτιάχνει ακόμα πάνω της ο φημισμένος θεός με τα γερά τα χέρια , βοσκοτόπι σε όμορφο λιβάδι , με πρόβατα άσπρα και πολλά και στάνες και σκεπαστά καλύβια και μαντριά .
Κι ο ξακουστός θεός , ο δυνατός στα μπράτσα , τη στολίζει με χοροστάσι, όμοιο με εκείνο που κάποτε μες στη παλιά Κνωσσό ο Δαίδαλος για την ωριοπλέξουδη Αριάδνη με τέχνη είχε φτιάξει.
Νέοι ελεύθεροι και νεαρές παρθένες ,που προίκα δίνουν οι γαμπροί βόδια για να τις πάρουν , εκεί χορεύουν , πιασμένοι μεταξύ τους από τους καρπούς.
Λεπτά υφάσματα φορούν οι κοπελιές για ρούχα και οι νιοί χιτώνες έχουνε, λινούς καλοπλεγμένους , που αμυδρά γυαλίζουνε φτιαγμένοι από λάδι. Αυτές φοράνε όμορφα στεφάνια κι αυτοί μαχαίρια έχουνε χρυσά κι απ` τα ασημένια τα λουριά τους κρεμασμένα .
Κι άλλοτε τρέχουν ελαφριά με γυμνασμένα πόδια , τόσο ελαφριά , όσο το εργαλείο του τροχού με τα χέρια του δοκιμάζει καθιστός ο κεραμοποιός αν θα γυρίσει .
Άλλοτε πάλι τρέχουν σε σειρές , αντίκρυ η μια στην άλλη . Κόσμος πολύς στέκει εκεί , γύρω από τον ερωτικό χορό κι ευχαριστιέται . Ανάμεσά τους ψάλλει θείος τραγουδιστής και παίζει την κιθάρα .
Από την αρχή του τραγουδιού δύο ακροβάτες στροβιλίζονται στη μέση . Βάζει ακόμα πάνω της ποτάμι , δυνατό και μεγάλο , τον Ωκεανό , στο ακριανό στεφάνι ολόγυρα της στεριοκάμωτης ασπίδας.
(Σ 478-608)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου