Τα Επτά Θαύματα του Κόσμου (ή τα Επτά Θαύματα του Αρχαίου Κόσμου) είναι σπουδαία μνημεία που καταγράφηκαν ως μεγαλουργήματα της εποχής ή αλλιώς θαύματα του αρχαίου κόσμου κατά την αρχαιότητα και την προ Χριστού περίοδο. Εμπνευστής του καταλόγου αυτού θεωρείται ο Αντίπατρος ο Σιδώνιος ο οποίος επισκέφτηκε όλα τα μνημεία και συνέταξε τον κατάλογο. Ο κατάλογος αποτελείται από επτά οικοδομήματα που βρίσκονται γύρω από το μεσογειακό πλαίσιο.
Από όλα τα παραπάνω μεγαλουργήματα - αρχιτεκτονικά θαύματα το μόνο που κατάφερε να διασωθεί μέχρι σήμερα είναι η πυραμίδα του Χέοπα στην Αίγυπτο το οποίο ήταν και το παλαιότερο εκ των μνημείων. Το δημιούργημα με τη μικρότερη διάρκεια ζωής ήταν ο Κολοσσός της Ρόδου καθώς καταστράφηκε μόλις 58 χρόνια μετά την κατασκευή του εξαιτίας ενός καταστροφικού σεισμού που έπληξε το νησί εκείνη την περίοδο.
ΟΙ ΠΥΡΑΜΙΔΕΣ ΤΗΣ ΓΚΙΖΑΣ
Οι πυραμίδες της Γκίζας είναι το αρχαιότερο σωζόμενο από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου και είναι οι πιο διάσημες πυραμίδες του κόσμου. Βρίσκονται στην Αίγυπτο. Η κατασκευή χρονολογείται στο 2580 π.Χ. και βρίσκονται στην Νεκρόπολη της Γκίζας. Το σύμπλεγμα πιθανολογείται ότι χρησιμοποιήθηκε για τον ενταφιασμό Φαραώ και κατασκευάστηκε απο την τέταρτη δυναστεία των Αιγυπτίων.
Στην αρχαία Νεκρόπολη της Γκίζας ανήκουν: η Πυραμίδα του Χέοπα, γνωστή και ως "η Μεγάλη Πυραμίδα", η λίγο μικρότερη Πυραμίδα του Χεφρήνου και η σχετικά μετρίου μεγέθους Πυραμίδα του Μυκερίνου. Ανήκουν και οι τρεις στην Τέταρτη Δυναστεία. Όλες μαζί σχημάτιζαν ένα απέραντο συγκρότημα από μικρότερες πυραμίδες (των βασιλισσών), νεκρικούς ναούς, Μαστάμπες και τάφους αξιωματούχων. Στη Νεκρόπολη ανήκει και η περίφημη Μεγάλη Σφίγγα.
Η μεγαλύτερη και πιο διάσημη είναι η πυραμίδα του Χέοπα (ή Χούφου) ενώ οι άλλες δύο είναι μικρότερες και βρίσκονται κάποια μέτρα μακρύτερα απο την πυραμίδα του Χέοπα.-
Έχει ύψος 146,60 μ. και τέλεια τετράγωνη βάση με πλευρά 230,35 μ. προκαλεί δε εντύπωση στους σύγχρονους ερευνητές για τα δεδομένα της εποχής της κατασκευής της. Έχει όγκο 2.521.000 κυβ. μ., καλύπτει επιφάνεια 54.000 τετρ. μ. και το υπολογιζόμενο βάρος της φθάνει τους 6,5 εκατομμύρια τόνους. Συμπεριλαμβάνεται στα Επτά Θαύματα του κόσμου. Για την αποπεράτωσή της χρειάστηκαν 30 χρόνια δουλειάς από 100.000 εργάτες-δούλους, πολλοί από τους οποίους πέθαναν κατά τη διάρκεια κατασκευής της. Το μνημείο σήμερα συγκινεί τους επισκέπτες της Αιγύπτου για το μεγαλείο του και την τεχνική του και προβληματίζει τους σύγχρονους ειδικούς για το πώς μπόρεσαν να λύσουν τα τόσα προβλήματα μηχανικής και στατικής οι αρχαίοι συνάδελφοί τους. Εξωτερικά, η πυραμίδα του Χέοπα είναι επιστρωμένη με πλάκες από γρανίτη. Το εσωτερικό ήταν λαβύρινθος από διαδρόμους και δωματιάκια, που εμπόδιζαν την εύκολη διείσδυση στον κύριο χώρο, όπου βρισκόταν η σαρκοφάγος του Φαραώ. Ο χώρος αυτός είχε ύψος 5 μ., πλάτος 5,34 μ. και μήκος 10,33 μ. Η λάρνακα, μέσα στην οποία βρισκόταν η μούμια του Φαραώ, ήταν από ροζ γρανίτη.
Η δεύτερη πυραμίδα ήταν ο τάφος του Κχεφρέν ή Χεφρήνου, ενός από τους πιο αξιόλογους διαδόχους του Χέοπα.
Η τρίτη ήταν η πυραμίδα του Μυκερίνου, διαδόχου του Χεφρήνου, η οποία είναι ακόμα μικρότερη στο ύψος.
ΟΙ ΚΡΕΜΑΣΤΟΙ ΚΗΠΟΙ ΤΗΣ ΒΑΒΥΛΩΝΑΣ
Οι κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας πιθανολογείται ότι αποτελούσαν μέρος των εξωτερικών τειχών της Βαβυλώνας. Εικάζεται ότι χτίστηκαν περίπου το 600 π.Χ. από τον βασιλιά της δυναστείας των Βαβυλωνίων, Ναβουχοδονόσορα τον Β' για να ικανοποιηθεί η σύζυγός του Αμυίτις που νοσταλγούσε τα πράσινα βουνά της πατρίδας της, Μηδίας, και ήθελε να διατρέφεται με φυτά που υπήρχαν στη χώρα της αλλά όχι στη Βαβυλώνα. Για το λόγο αυτό στους κρεμαστούς κήπους υπήρχε και βοτανικός κήπος όπου καλλιεργούνταν εκείνα τα φυτά. Μια νεώτερη θεωρία λέει ότι οι κήποι χτίστηκαν από την βασίλισσα των Ασσυρίων Σεμίραμι, γύρω στο 810 π.Χ.
Οι κρεμαστοί κήποι θεωρούνται ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου αν και πολλές αμφιβολίες έχουν εκφραστεί για την φυσική ύπαρξή τους. Το γεγονός ότι αναφέρονται εκτενέστατα από δύο αρχαίους Έλληνες ιστορικούς τον Στράβωνα και τον Διόδωρο τον Σικελιώτη δεν ενισχύει κατά πολύ τα ιστορικά γεγονότα.
Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης γράφει ότι οι κήποι είχαν περίπου 400 πόδια (122 μέτρα) φάρδος, 400 πόδια (122 μέτρα) μήκος και περισσότερο από 80 πόδια (25 μέτρα) ύψος. Ο Στράβων αναφέρει για το πότισμα των κήπων: «Στην πλευρά των σκαλοπατιών υπάρχουν μηχανές ύδατος, με τη βοήθεια των οποίων τα πρόσωπα, που διορίζονται ρητώς για το σκοπό αυτό, είναι συνεχώς απασχολημένα στην αύξηση του ύδατος από τον Ευφράτη στον κήπο...».
ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΙΟΥ ΔΙΟΣ ΣΤΗΝ ΟΛΥΜΠΙΑ
Το Άγαλμα του Ολυμπίου Διός ήταν από τα πιο μεγαλοπρεπή μνημεία που κατασκευάστηκαν στην αρχαιότητα. Στην αρχαιότητα το κολοσσιαίο άγαλμα συμπεριλαμβανόταν στα Επτά Θαύματα του κόσμου.
Φιλοτεχνήθηκε από τον διάσημο γλύπτη της εποχής, Φειδία γύρω στο 430 π.Χ. και τοποθετήθηκε ως λατρευτικό άγαλμα στο Ναό του Δία στην Ολυμπία στην αρχαία Ηλία, στα δυτικά της Πελοποννήσου, κοντά στις όχθες του ποταμού Αλφειού. Ο Λόφος ήταν τόπος λατρείας του Κρόνου, πατέρα του Δία. Η τοποθεσία είναι ιστορική, αφού από την αρχαιότητα εδώ διαδραματίστηκαν πολλές μάχες, και από το 1000 π.Χ. υπήρχε ο αρχαιότερος ναός της Ελλάδος αφιερωμένος στην Ήρα. Κοντά στον αρχαίο αυτό ναό ήταν και το στάδιο των Ολυμπιακών αγώνων. Το 470 π.Χ. χτίστηκε εδώ ο ναός του Δία. Το άγαλμα του Δία έγινε τόσο ξακουστό στην εποχή του, που πλήθος πολεμιστών το επισκέπτονταν για να το δουν. Επί αιώνες ήταν ένα από τα θεάματα που ο κάθε θνητός όφειλε να δει πριν πεθάνει. Το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία επισκευάστηκε από το γλύπτη Δαμοφώντα το Μεσσήνιο κατά το α΄ μισό του 2ου αι. π.Χ., επειδή παρουσίασε ρωγμές. Εκείνη την εποχή επικρατούσαν κλασικιστικές τάσεις στην Ελληνιστική Γλυπτική. Το άγαλμα πέρασε κάποιες περιπέτειες, αφού την εποχή του Ιούλιου Καίσαρα το χτύπησε κεραυνός, χωρίς όμως να του κάνει σοβαρή ζημιά. Ο Καλιγούλας είχε διατάξει να το μεταφέρουν στην Ρώμη και να του αλλάξουν το πρόσωπο δίνοντάς του την μορφή του αυτοκράτορα, πράγμα που όμως δεν έγινε, επειδή το καράβι που περίμενε στο λιμάνι για να το φορτώσει χτυπήθηκε από κεραυνό και κάηκε. Μετά την κατάργηση των Ολυμπιακών Αγώνων το 393 μ.Χ. ο ναός ξέπεσε. Το 408 μ.Χ. την εποχή του Θεοδόσιου ο ναός πυρπολήθηκε, και το άγαλμα καταστράφηκε ή κατατεμαχίστηκε και λεηλατήθηκε. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή ο Θεοδόσιος το 390 μ.Χ. το μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη, όπου καταστράφηκε από φωτιά το 416 μ.Χ. Ο ναός λεηλατήθηκε από τους Γότθους, και τα υπολείμματά του γίνανε χριστιανικός ναός μέχρι που γκρεμίστηκε από έναν σεισμό. Αργότερα τα ερείπια σκεπάστηκαν από την κοίτη του ποταμού Αλφειού. Το 1875 μια γερμανική αποστολή έκανε αρχαιολογικές ανασκαφές και μέχρι το 1881 επανέφερε στο φως τα ερείπια, κάτω από τέσσερα μέτρα χώμα.
Η κατασκευή του έργου διήρκεσε δύο Ολυμπιακές περιόδους, δηλαδή οκτώ χρόνια. Η τεχνική του Φειδία βασιζόταν ουσιαστικά σε ξύλο. Το σώμα των αγαλμάτων του ήταν ξύλινο και το εμποτιζόταν από ένα ειδικό υγρό για να μην αποξηρανθεί. Το ξύλο ήταν ντυμένο με στρώματα χρυσού και πλάκες ελεφαντοστού. Τα μάτια ήταν από πολύτιμους λίθους. Ο μανδύας από χρυσό. Το δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι του ήταν από πράσινο σμάλτο. Ο καθήμενος Δίας ξεχώριζε μέσα στον ναό επάνω σε τρία σκαλιά και σύμφωνα με εκτιμήσεις έφτανε τα 12 μέτρα σε ύψος. «Ήταν σαν να ύψωνε ο Δίας το ανάστημα του» γράφει σε μια αναφορά του ο Έλληνας γεωγράφος Στράβωνας τον 1ο αιώνα π.Χ.. Το άγαλμα ήταν περιτριγυρισμένο από τριανταέξι ψηλές κολώνες από γρανίτη. Στο αέτωμα βρίσκονταν τεράστιες περίτεχνες αναπαραστάσεις με εικοσιένα αγάλματα, ανάμεσά τους αυτά του Οινόμαχου και του Πέλοπα. Ο Δίας καθόταν σε έναν θρόνο που ήταν κατασκευασμένος από ελεφαντόδοντο, χρυσό, έβενο και άλλες πολύτιμες πέτρες. Στο δεξί του χέρι ο Δίας κρατούσε ένα μικρό άγαλμα της θεάς Νίκης και στο αριστερό του ένα δεμάτι με κεραυνούς, που ήταν το σήμα κατατεθέν του θεού. Παντού γύρω του βρίσκονταν πλήθος από αγάλματα που παρίσταναν άλλες μεγαλοπρεπείς σκηνές. Στα πόδια του ήταν δύο σφίγγες με έφηβους άνδρες. Πιο πίσω οι τρεις Χάριτες. Οι άθλοι του Ηρακλή, η μάχη του Θησέα με τις Αμαζόνες και η οικογένεια της Νιόβης. Δύο καθιστά λιοντάρια φύλαγαν τον Δία. Στα πλαϊνά βρίσκονταν μετάλλινες πλάκες με χαραγμένες παραστάσεις της αναδυόμενης Αφροδίτης, το πολεμικό άρμα του Ήλιου, και το άρμα της Σελήνης. Η σκεπή πάνω από το άγαλμα ήταν ανοικτή για να μπαίνει άπλετο φως. Επισκέπτες όπως ο Αιμίλιος Παύλος, νικητής επί των Μακεδόνων, έμεινε έκπληκτος από την μεγαλοπρέπεια του αγάλματος και από την τελειότητά του.
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΟ
Ο ναός της Αρτέμιδος βρισκόταν στην Έφεσο της σημερινής Τουρκίας. Αποκαλείται και Αρτεμίσιο και κατασκευάστηκε το 440 π.Χ. Θεωρείται ένα από τα Επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι χρειάστηκαν 120 χρόνια για να αποπερατωθεί ενώ είχε αρχικά ξεκινήσει από τον βασιλιά της Λυδίας, Κροίσο. Σήμερα τα απομεινάρια δεν θυμίζουν σε τίποτα τον μεγαλοπρεπή ναό που υπήρχε.
Όπως αναφέρει και ο Αντίπατρος ο Σιδώνιος, ο οποίος θεωρείται ο εμπνευστής της λίστας με τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, το μεγαλείο του ναού της Αρτέμιδος υπερβαίνει κάθε άλλο από τα υπόλοιπα μνημεία.
"Έχω δει τους μεγαλοπρεπείς Κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας, το Άγαλμα του Ολυμπίου Διός, τον Κολοσσό της Ρόδου και τις Πυραμίδες της Αιγύπτου, όπως ακόμα και το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, αλλά όταν βλέπω τον ναό της Αρτέμιδος που αγγίζει τον ουρανό τα υπόλοιπα μνημεία χάνουν την λαμπρότητά τους. Εκτός από τον Όλυμπο, ο ήλιος δεν φάνηκε πουθενά αλλού τόσο μεγαλοπρεπής όσο εδώ". - βλ. Αντίπατρος, Ελληνική μυθολογία, (IX, 58)
Ο Στράβων αναφέρει ότι, το 356 π.Χ., τον ναό πυρπόλησε ο άγνωστος κατά τα άλλα Ηρόστρατος από την Έφεσο, για να απαθανατιστεί, όπως είπε, το όνομα του. Μόνο με τη βοήθεια άλλων πόλεων οι Εφέσιοι άρχισαν να χτίζουν έναν νέο ναό.
Στις αρχές του 5ου μ.Χ. αιώνα, ο Θεοδώρητος στο έργο του Εκκλησιαστική Ιστορία αναφέρει ότι ο ναός υπέστη ξανά καταστροφή (το 406 περίπου) με εντολή του Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Πρέπει να σημειωθεί πάντως, ότι ο Ιωάννης την εποχή αυτή είχε απομακρυνθεί εξόριστος από τον πατριαρχικό θρόνο, ενώ την ίδια χρονική περίοδο, βρισκόταν σε ισχύ ο νόμος του Αρκάδιου (399) που απαγόρευε την καταστροφή των αρχαίων ναών.
Η Έφεσος βρίσκεται 50 χιλιόμετρα νοτίως της Σμύρνης. Ο Αντίπατρος το διάλεξε όπως και τα άλλα θαύματα του αρχαίου κόσμου γιατί ήταν μέρος του μεγαλείου των Αρχαίων Ελλήνων και της Ελληνιστικής περιόδου, αλλά και κομμάτι της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
ΤΟ ΜΑΥΣΩΛΕΙΟ ΤΗΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΟΥ
Το μαυσωλείο της Αλικαρνασσού θεωρείται ένα τα Επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Ήταν ο τάφος του Μαύσωλου, πέρση σατράπη της Καρίας. Η λέξη μαυσωλείο χρησιμοποιείται από τότε για να δηλώσει μεγάλο, μνημειώδη τάφο. Αυτός το μεγαλοπρεπές έργο χτίστηκε για να φυλαχθεί το σώμα του Μαύσωλου και της γυναίκας του Αρτεμισίας.
Υπολογίζεται ότι το ύψος του Μαυσωλείου ήταν 45 μέτρα και ήταν λευκού χρώματος. Οι Έλληνες αρχιτέκτονες, Σάτυρος και Πύθεος, το σχεδίασαν και άλλοι τέσσερις Έλληνες γλύπτες το φιλοτέχνησαν.
Σύμφωνα με τη μυθολογία, η δημιουργία του πιο πολυτελούς τάφου στην Αρχαιότητα, του Μαυσωλείου στην Αλικαρνασσό, συνδέεται με έναν βασιλικό έρωτα. Μετά τον ξαφνικό θάνατο του σατράπη Μαύσωλου της Καρίας, ενός κράτους στα παράλια της Μικράς Ασίας, η περίλυπη χήρα του, βασίλισσα Αρτεμισία, έχτισε ένα ταφικό μνημείο ως ένδειξη της αφοσίωσής της. Ακόμα και ο διόλου ρομαντικός συγγραφέας Πλίνιος ο Πρεσβύτερος συγκινήθηκε από την ιστορία: «Αυτός ο τάφος χτίστηκε για τον Μαύσωλο, τον βασιλιά της Καρίας, από τη σύζυγό του Αρτεμισία...[Οι μεγαλύτεροι] καλλιτέχνες [της περιοχής] εργάστηκαν τόσο σκληρά γι` αυτό το έργο, που συγκαταλέχθηκε στα επτά θαύματα... Η βασίλισσα πέθανε, πριν από την αποπεράτωση του οικοδομήματος. Όμως, το έργο δεν εγκαταλείφθηκε, καθώς οι τεχνίτες το θεωρούσαν μνημείο της δικής τους δόξας και δεξιοτεχνίας...».
Η Αρτεμισία, που ήταν αδελφή και σύζυγος του Μαύσωλου, πέθανε το 351 π.Χ., μόνο δύο χρόνια μετά τον αδελφό και σύζυγό της, άρα η ανέγερση είχε αρχίσει αρκετόν καιρό πριν τον θάνατο του Μαύσωλου. Μια τόσο μεγάλη και περίτεχνη κατασκευή, όπως το Μαυσωλείο, με έναν εξαιρετικά πλούσιο γλυπτό διάκοσμο, οπωσδήποτε θα απαιτούσε πολύ καιρό για την ολοκλήρωσή του.
Το σχετικό απόσπασμα του Πλίνιου, που χρονολογείται στο 75 μ.Χ., είναι η πληρέστερη περιγραφή. Ο Ρωμαίος συγγραφέας τονίζει ότι για το Μαυσωλείο προσλήφθηκαν τουλάχιστον πέντε κορυφαίοι γλύπτες της Ελλάδας. Τέσσερις γλύπτες, που ο καθένας είχε αναλάβει και από μία όψη του Μαυσωλείου, συναγωνίζονταν για το ποιος θα φιλοτεχνήσει τα πιο όμορφα ανάγλυφα και γλυπτά. Σύμφωνα με τον Πλίνιο, «το μήκος της βόρειας και της νότιας πλευράς είναι εξήντα τρία [ιωνικά] πόδια, η μπροστινή και η πίσω όψη έχουν μικρότερο μήκος, ενώ όλη η περίμετρος ανέρχεται σε τετρακόσια σαράντα πόδια. Το ύψος του είναι σαράντα πόδια και περιβάλλεται από τριαντα έξι κίονες. Οι άνθρωποι καλούν την περιβάλλουσα κιονοστοιχία «πτερό». Ο Σκόπας εργάστηκε στην ανατολική πλευρά, ο Βρύαξης στη βόρεια, ο Τιμόθεος στη νότια και ο Λεωχάρης στη δυτική... Ένας πέμπτος καλλιτέχνης συμμετείχε στο έργο. Επάνω από το πτερό βρίσκεται μια πυραμίδα, η οποία έχει ύψος ίσο με το χαμηλότερο τμήμα κι αποτελείται από είκοσι τέσσερις βαθμίδες ως την κορυφή. Στην κορυφή βρίσκεται ένα μαρμάρινο τέθριππο, έργο του Πύθεου. Μαζί με την προσθήκη στην κορυφή, το όλο έργο έχει ύψος εκατόν σαράντα πόδια...».
Αν και είχε ολοκληρωθεί σχεδόν 20 χρόνια προτού ο Αλέξανδρος κατακτήσει την Αλικαρνασσό, η δημιουργική ανάμειξη αρχιτεκτονικών ρυθμών, που χαρακτηρίζει το Μαυσωλείο, αποτελεί πρόδρομο του εκλεπτικισμού της μεταγενέστερης ελληνιστικής περιόδου. Ζωντανό παράδειγμα γόνιμης πολιτισμικής σύνθεσης, οι κύριες επάλληλες «ζώνες» του μνημείου συνδύαζαν στοιχεία των πολιτισμών της Λυκίας, της Ελλάδας και της Αιγύπτου. Η βάση (πόδιον), το «κάτω μέρος» κατά τον Πλίνιο, είχε ύψος γύρω στα 18 μέτρα και ακολουθούσε τις παραδοσιακές αρχές της αρχιτεκτονικής ταφικών μνημείων της Λυκίας. Πάνω στη βάση στηριζόταν το «δεύτερο τμήμα», δηλαδή ένα περιστύλιο ιωνικού ρυθμού με 36 κίονες, ύψους 12 μέτρων. Η βαθμιδωτή πυραμιδοειδής στέγη αποτελούνταν από 24 μαρμάρινους αναβαθμούς, που κατέληγαν σε μια μικρή ορθογωνική βάση, ύψους 7 μέτρων. Το μαρμάρινο τέθριππο με τον ηνίοχο προσέθετε μερικά μέτρα ακόμα στο συνολικό ύψος.
Αν και ο Πλίνιος υπολογίζει σωστά το συνολικό ύψος, υποτιμά τις διαστάσεις της κάτοψης του κτιρίου (πιθανόν 36x30 μέτρα περίπου). Το μνημείο, που ήταν επενδυμένο με λευκό στιλπνό μάρμαρο, ήταν χτισμένο στη διασταύρωση των δύο κύριων οδών στο κέντρο της πόλης και υψωνόταν πολύ πιο πάνω από τα τείχη της Αλικαρνασσού. Με φόντο τους βραχώδεις λόφους και θέα στην καταγάλανη θάλασσα, το Μαυσωλείο είχε έναν αιθέριο χαρακτήρα.
Δεν ξέρουμε γιατί ο Μαύσωλος κατασκεύασε έναν τόσο περίτεχνο τάφο. Οι ιστορικοί υποθέτουν ότι επιθυμούσε να αφήσει μετά τον θάνατό του ένα μνημείο που θα πρόβαλλε τον ρόλο του ως ηγεμόνα της Αλικαρνασσού, που την έκανε ευημερούσα πόλη της ανατολικής Μεσογείου. Ως προς την αντοχή του στο χρόνο, το ταφικό αυτό μνημείο ξεπέρασε όλα τα άλλα θαύματα της Αρχαιότητας, πλην ενός, μέχρι που κατεδαφίστηκε από τους Ιωαννίτες ιππότες, 1.900 χρόνια μετά την ανέγερσή του.
Η εξαιρετική ποιότητα του γλυπτού διάκοσμου και η έξοχη ένταξή του στο οικοδόμημα καθιστούσαν το Μαυσωλείο θαυμαστό στα μάτια των επισκεπτών από τον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Δυστυχώς, σχεδόν όλα τα θραύσματα που ανασύρθηκαν από τα ερείπια φέρουν μεγάλες φθορές και είναι σχετικά συνηθισμένα. Εξαιρούνται δύο εξαίσια αγάλματα, ενός άντρα και μιας γυναίκας. Η ανδρική μορφή, που είναι πιο καλοδιατηρημένη και κάποτε είχε λανθασμένα θεωρηθεί απεικόνιση του Μαύσωλου, συνδυάζει τη ρεαλιστική αποτύπωση των ανατομικών λεπτομερειών με την ευαίσθητη απόδοση της έκφρασης του προσώπου και του ψυχικού κόσμου του μοντέλου. Αν είχαν διασωθεί περισσότερα από τα εκατό και πλέον αγάλματα του τάφου -όλα υπερφυσικών διαστάσεων- το Μαυσωλείο θα ήταν ένας θησαυρός γλυπτών αριστουργημάτων.
Αν και τον 13ο αιώνα το Μαυσωλείο καταστράφηκε από σεισμό, το μεγαλύτερο μέρος του οικοδομήματος δεν είχε καταρρεύσει ώς το 1522 μ.Χ., όταν διατάχθηκε η κατεδάφισή του. Ο πατήρ Σάββας του Καστιλιόνε, ένας χριστιανός μοναχός που ζούσε στη γειτονική Ρόδο, έγραφε ότι ο Μέγας Μάγιστρος του ιπποτικού τάγματος των Ιωαννιτών «όπως είναι φυσικό, διάκειται εχθρικά προς την Αρχαιότητα». Όπως και άλλοι σύγχρονοί τους, ο Μέγας Μάγιστρος και οι ιππότες του θεωρούσαν την ειδωλολατρική τέχνη επικίνδυνη για τη χριστιανική πίστη.
Οι Ιωαννίτες ιππότες, που χρειάζονταν δομικά υλικά για το κάστρο του Αγίου Πέτρου, κοντά στη μικρή πόλη Μποντρούμ, ώστε να αντιμετωπίσουν μια επικείμενη τουρκική επίθεση, αφαίρεσαν αρχιτεκτονικά μέλη του Μαυσωλείου, το οποίο στη συνέχεια καλύφθηκε από τη λάσπη που έφερε η βροχή. Ευτυχώς, μερικά γλυπτά ενσωματώθηκαν στα τοιχώματα του κάστρου ως διακοσμητικά, κι έτσι διασώθηκαν.
Πενήντα χρόνια αργότερα, ο Κλοντ Γκισάρ από τη Λυόν περιέγραψε πώς οι ιππότες κονιορτοποίησαν τα γλυπτά και τα μετέτρεψαν σε ασβέστη. Ξήλωσαν πρώτα τα μαρμάρινα σκαλιά της στέγης, ώστε να αποκαλυφθεί το κεντρικό κτίσμα:
«Σύντομα διαπίστωσαν ότι όσο βαθύτερα πήγαιναν, τόσο μεγάλωνε το οικοδόμημα, παρέχοντάς τους πέτρωμα για την παρασκευή ασβέστου αλλά και για οικοδομικές εργασίες. Ύστερα από τέσσερις ή πέντε ημέρες, και αφού μέσα σε ένα απόγευμα είχαν αποκαλύψει μεγάλο χώρο, είδαν ένα άνοιγμα που οδηγούσε σε ένα υπόγειο. Πήραν ένα κερί και αφού πέρασαν μέσα από το άνοιγμα, βγήκαν σε μια ωραία τετράγωνη αίθουσα, με μαρμάρινους κίονες γύρω γύρω, με τις βάσεις, τα κιονόκρανα, το επιστύλιο, τη ζωφόρο και τα γείσα τους σκαλισμένα σε έκτυπο ανάγλυφο. Το διάστημα ανάμεσα στους κίονες κάλυπταν πλάκες και ταινίες από μάρμαρο σε διάφορα χρώματα, στολισμένα με χυτά στοιχεία και γλυπτά... και τοποθετημένα στο λευκό φόντο του τοίχου με ανάγλυφες σκηνές μάχης. Αφού στην αρχή θαύμασαν τα έργα και τη μοναδικότητα των γλυπτών, τα τεμάχισαν και τα έθραυσαν...».
Η ειρωνεία της τύχης θέλησε να πραγματοποιηθεί η τουρκική επίθεση στη Ρόδο και όχι στην Αλικαρνασσό. Σύντομα οι Ιωαννίτες ιππότες εγκατέλειψαν το προγεφύρωμά τους στη Μικρά Ασία, αφού όμως είχαν ισοπεδώσει αυτό το αρχαίο θαύμα.
Ο ΚΟΛΟΣΣΟΣ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ
Ο Κολοσσός της Ρόδου θεωρείται ως ένα από τα Επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Ήταν ένα τεράστιο σε διαστάσεις άγαλμα το οποίο απεικόνιζε τον θεό Ήλιο. Ανεγέρθηκε από τον Χάρη τον Λίνδιο μαθητή του Λύσιππου τον 3ο αιώνα π.Χ. Είχε το ίδιο περίπου μέγεθος με το Άγαλμα της Ελευθερίας που βρίσκεται στη Νέα Υόρκη, αν και στηριζόταν σε χαμηλότερη βάση. Η όψη του αγάλματος λέγεται ότι φαινόταν από την είσοδο του λιμένα της Ρόδου.
Σύμφωνα με τον θρύλο, τον 4ο αιώνα π.Χ. ο θεός Ήλιος έσωσε τον λαό της Ρόδου από μία επίμονη πολιορκία. Ως έκφραση ευγνωμοσύνης προς τον προστάτη τους, οι Ρόδιοι ανήγειραν τον Κολοσσό, ένα γιγαντιαίο μπρούντζινο άγαλμα, που υψωνόταν περίπου 33 μέτρα πάνω από το μαρμάρινο βάθρο του, δηλαδή ήταν δυόμισι φορές ψηλότερο από το άγαλμα του Δία στην Ολυμπία, το έργο του Φειδία.
Ο Κολοσσός, ενσάρκωση του παντεπόπτη και ζωοδότη ήλιου, με την μπρούντζινη επιδερμίδα του να αντανακλά το φως του ήλιου, πρέπει να εντυπωσίαζε τους επισκέπτες ως πειστική εικόνα του θεού. Όπως παρατηρεί ο Φίλων ο Βυζάντιος, ο γλύπτης Χάρης από τη Λίνδο είχε πετύχει το απίστευτο, κάνοντας τον θεό του «πραγματικό θεό». Ο Χάρης είχε δημιουργήσει έναν «δεύτερο Ήλιο, που αντίκριζε τον πρώτο».
Οι συνθήκες, όμως, που οδήγησαν στη δημιουργία του Κολοσσού ήταν εξίσου θαυμαστές με το ίδιο το άγαλμα. Το 305 π.Χ., ο Αντίγονος ΙΑ΄ ο Μακεδών, που φιλοδοξούσε να κυριαρχήσει στην αυτοκρατορία του νεκρού πλέον Αλέξανδρου, έστειλε τον γιο του Δημήτριο να τιμωρήσει τους Ροδίους, επειδή αρνήθηκαν να εκστρατεύσουν μαζί του κατά του Πτολεμαίου της Αιγύπτου. Οι δύο αντίπαλοι, που κάποτε ήταν στρατηγοί του Αλέξανδρου, διεκδικούσαν τον έλεγχο του εμπορίου στο Αιγαίο πέλαγος, στο οποίο διέπρεπαν οι Ρόδιοι.
Ο Δημήτριος ο Πολιορκητής κατέπλευσε στη Ρόδο με 200 πολεμικά πλοία, στα οποία επέβαιναν 40.000 στρατιώτες. Οι Ρόδιοι είχαν να αντιπαρατάξουν μόνον 6.000 - 7.000 άνδρες. Με έναν πολιορκητικό πύργο ύψους 46 μέτρων κι επενδυμένο με σιδερένια φύλλα, ο Δημήτριος σφυροκοπούσε τα τείχη της πόλης. Αν και προκλήθηκαν ρήγματα στα τείχη, οι Ρόδιοι απώθησαν τους πολιορκητές, αναγκάζοντάς τους να συμβιβαστούν. Με το χαρακτηριστικό επιχειρηματικό τους δαιμόνιο, οι Ρόδιοι πούλησαν τον πύργο και τον υπόλοιπο πολεμικό εξοπλισμό αντί ενός υπέρογκου ποσού, το οποίο διέθεσαν για να τιμήσουν τον θεό που τους έσωσε.
Ο Χάρης, ο γλύπτης και μηχανικός στον οποίο είχε να ανατεθει ο σχεδιασμός και η κατασκευή του μνημείου του Ήλιου, ήταν μαθητής του γλύπτη Λύσιππου, που ήταν γνωστός για τις ρεαλιστικές προτομές του Αλέξανδρου. Αν και ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο Χάρης είχε δώσει στο πρόσωπο του Κολοσσού τα χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου, ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε για την ακριβή όψη του αγάλματος, ενώ οι αντικρουόμενες αρχαιολογικές ενδείξεις δυσχεραίνουν τις απόπειρες αναπαράστασης του Κολοσσού. Σε πολλά ελληνικά νομίσματα ο θεός φέρει συμβατικά ηλιακά σύμβολα, όπως στεφάνι από ηλιαχτίδες γύρω από το κεφάλι του, αλλά σε άλλα νομίσματα αυτές οι ηλιαχτίδες απουσιάζουν.
Το 1932 ανακαλύφθηκαν στη Ρόδο τα θραύσματα ενός αναγλύφου με το πάνω μέρος του σώματος Ήλιου ή του Απόλλωνα. Το ανάγλυφο αυτό, που συνέβαλε στην αναπαράσταση του Κολοσσού, απεικόνιζε τον στεφανωμένο με ηλιαχτίδες θεό, να σκιάζει με το δεξί του χέρι τα μάτια και να ακουμπά το αριστερό χέρι στο ισχίο. Άλλοι επιστήμονες πιστεύουν ότι ο θεός κρατούσε στο δεξί του χέρι πυρσό. Σε αυτή τη σύλληψη στηρίχτηκε και η στάση του Αγάλματος της Ελευθερίας. Τελικά, το μαρμάρινο ανάγλυφο απεικόνιζε έναν αθλητή που αυτοστεφανώνεται.
Εξίσου αντικρουόμενες είναι οι απόψεις για το κάτω μέρος του σώματος του θεού. Ο θεός Ήλιος πιθανότατα ήταν ολόγυμνος. Όμως, το τεράστιο βάρος του αγάλματος μεταβιβαζόταν μόνο στους λεπτούς του αστραγάλους; Το Άγαλμα της Ελευθερίας, που στήθηκε στο λιμάνι της Νέας Υόρκης στα τέλη του 19ου αιώνα, είναι τυλιγμένο σε πλούσιες πτυχώσεις, που κρύβουν το κάτω μέρος του σώματος και βοηθούν στην ομαλή κατανομή του βάρους του ογκώδους κορμού. Μήπως ο Κολοσσός της Ρόδου υποστηριζόταν από ένα μανδύα, που κρεμόταν από τον ώμο ή το μπράτσο του;
Ωστόσο, οι ειδικοί συμφωνούν ότι ο Χάρης δεν επιχείρησε να φιλοτεχνήσει ένα άγαλμα με τα πόδια σε διάσταση. ώστε τα πλοία να περνούν ανάμεσα στα σκέλη του, όπως υπέθεσαν καλλιτέχνες της Αναγέννησης. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο Ήλιος θα είχε άχαρη στάση, καθώς τα άκρα των ποδιών του θα πρέπει να απείχαν τουλάχιστον 100 μέτρα το ένα από το άλλο· ούτε οι ιδιοφυείς μηχανικοί των ελληνιστικών χρόνων δεν θα μπορούσαν να επιλύσουν τέτοιο πρόβλημα.
Το βάθρο του αγάλματος ήταν από λευκό μάρμαρο. Το ότι τα πόδια του Κολοσσού ήταν ενωμένα, σήμαινε ότι ο Χάρης έπρεπε να δώσει λύσεις σε αρκετά τεχνικά προβλήματα. Μετά την αγκύρωση των πελμάτων του αγάλματος στο βάθρο ύψους 12 μέτρων, ο Χάρης κατασκεύασε έναν τεράστιο σκελετό από πέτρινα υποστυλώματα και σιδερένιες ράβδους, πάνω στον οποίο προσαρμόστηκαν χυτά μπρούντζινα φύλλα. Η γιγαντιαία μορφή, που ολοκληρώθηκε σε 12 χρόνια, καλύφθηκε με μπρούντζινη επένδυση. Όταν απομακρύνθηκε ο βοηθητικός τεχνητός γήλοφος που περιέβαλλε το άγαλμα, και ο Ήλιος αποκαλύφθηκε στους κατοίκους της Ρόδου, ο Χάρης πρέπει να άφησε ένα στεναγμό ανακούφισης. Είχε επίσης πάρει αποτελεσματικά μέτρα κατά του κινδύνου των ισχυρών ανέμων, που θα μαστίγωναν την εύθραυστη κατασκευή.
Ο Φίλων ο Βυζάντιος αναφέρει ότι χρησιμοποιήθηκαν 15 τόνοι από μπρούντζο και 9 τόνοι σιδήρου. Υπολογίζεται, όμως, ότι οι αληθινές ποσότητες ήταν πολύ μεγαλύτερες. Λαμβάνοντας υπ`όψιν ότι το Άγαλμα της Ελευθερίας στην Νέα Υόρκη έχει το ίδιο περίπου μέγεθος και βάρος 225 τόνους, ο Κολοσσός πρέπει να είχε ανάλογο βάρος.
άγαλμα ήταν μια ευφυής «διαφήμιση» της πόλης που το ανέγειρε, απτή απόδειξη του πλούτου και της τεχνολογίας της. Δυστυχώς, όμως, γύρω στο 226 π.Χ., μόλις 60 χρόνια μετά τα αποκαλυπτήρια, ο Κολοσσός κατέρρευσε, καθώς τα γόνατά του τσακίστηκαν από ένα σεισμό. Πέφτοντας λέγεται ότι γκρέμισε 30 σπίτια! Χρησμός μαντείου λέει σχετικά με την πιθανή επανατοποθέτησή του «μην κίνει τα κείμενα» και ο Κολοσσός δεν ξαναστάθηκε ποτέ πια όρθιος.
Παρά την ολέθρια πτώση του, το άγαλμα δεν έπαψε να συγκαταλέγεται στα μεγάλα θαύματα του κόσμου. Το μπρούντζινο σώμα του βρισκόταν ήδη πάνω από εκατό χρόνια σωριασμένο στο έδαφος, σαν Τιτάνας που τον γκρέμισαν από τον ουρανό, όταν ο Αντίπατρος της Σιδώνας, συγγραφέας ελληνοφοινικικής καταγωγής, συμπεριέλαβε τον Κολοσσό στον κατάλογό του με τα επτά θαύματα. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος ανέφερε χαρακτηριστικά: «...ακόμα και σωριασμένο στο έδαφος, παραμένει ένα θαύμα. Λίγοι άνθρωποι μπορούν να αγκαλιάσουν με τα μπράτσα τους τον αντίχειρα αυτής της μορφής, που τα δάχτυλά της είναι μεγαλύτερα από τα περισσότερα αγάλματα».
Το 654 μ.Χ., 900 χρόνια μετά την κατάρρευση του Κολοσσού, οι Σαρακηνοί λεηλάτησαν τη Ρόδο και πούλησαν τον τεμαχισμένο Ήλιο ως μέταλλο. Λέγεται ότι ο αγοραστής χρησιμοποίησε 900 καμήλες για τη μεταφορά των θραυσμάτων στη Συρία. Έτσι το είδωλο του θεού που κάποτε έσωσε την πόλη από την ξένη εισβολή είχε μια μοίρα ανάλογη με εκείνη της πολιορκητικής μηχανής του Δημήτριου, που με την πώλησή της χρηματοδοτήθηκε η ανέγερση του Κολοσσού. Το γιγαντιαίο άγαλμα του Χάρη ήταν ένα θαύμα, που ταυτίστηκε με το μεγαλείο αλλά και τη ματαιότητα της ανθρώπινης φιλοδοξίας.
Ο Κολοσσός της Ρόδου δεν ήταν μόνο ένα έργο απαράμιλλης τέχνης και αισθητικής. Χτίστηκε ως ευγνωμοσύνη προς τον Θεό Ήλιο, προστάτη του νησιού, και συμβόλιζε την ελευθερία και ανεξαρτησία των Ροδίων.
Παρ`όλο που το έργο καταστράφηκε 60 μόλις χρόνια μετά την κατασκευή του, η φήμη του πέρασε τα όρια της Ελλάδας, και έμεινε στην ιστορία ως ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου.
Μέχρι σήμερα στα Ελληνικά αλλά και σε όλες τις Λατινογενείς γλώσσες (Αγγλικά και Γερμανικά: Colosseum, Γαλλικά: Colisée και Colosse, Ιταλικά: Colosseo, κλπ.) «Κολοσσιαίο» σημαίνει ένα μεγάλου μεγέθους, εντυπωσιακό έργο. Έτσι, το θέατρο της Αρχαίας Ρώμης (80 π.Χ.) ονομάστηκε Κολοσσαίο (Colosseo).
Η τεχνική του αγάλματος ενέπνευσε πολλούς καλλιτέχνες ανά τους αιώνες.
Στην είσοδο του Κολοσσαίου δέσποζε ένα άγαλμα (με εμφανή επιρροή κι ομοιότητα με τον Κολοσσό της Ρόδου), που μετά τον θάνατο του Νέρωνα αφιερώθηκε στον θεό Ήλιο.
Χιλιετίες αργότερα, ο Γάλλος γλύπτης Φρεντερίκ Ογκούστ Μπαρτολντί (Frédéric Auguste Bartholdi) στην προσπάθεια του να αποτυπώσει με σύγχρονα μέσα το μέγεθος, την τεχνική αλλά και τον συμβολισμό του Κολοσσού της Ρόδου, έφτιαξε το Άγαλμα της Ελευθερίας, το οποίο θεωρείται ένα σύγχρονο θαύμα μοναδικής τεχνικής.
Ο ΦΑΡΟΣ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας θεωρείται ένα απο τα Επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Κατασκευάστηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. και παρέμεινε σε λειτουργία εώς την πλήρη καταστροφή του απο δύο σεισμούς τον 14ο αιώνα μ.Χ. Ήταν ένας πύργος συνολικού ύψους 140 μέτρων και ήταν για εκείνη την εποχή το πιο ψηλό ανθρώπινο οικοδόμημα του κόσμου μετά τις πυραμίδες του Χέοπα και του Χεφρήνου ή Χεφρένης. Κατασκευάστηκε απο κομμάτια άσπρης πέτρας και ήταν δομημένος σε τέσσερα επίπεδα. Το χαμηλότερο ήταν η τετράγωνη βάση, το δεύτερο ήταν ένα τετράγωνο κτίσμα, το τρίτο οκτάγωνο κτίσμα και το τέταρτο το ψηλότερο ένα κυκλικό κτίσμα επί της κορυφής του οποίου το άγαλμα του Ποσειδώνα ή Απόλλωνα. Στο τέταρτο επίπεδο υπήρχε ένας καθρέπτης που αντανακλούσε το φώς του ήλιου κατά την διάρκεια της μέρας ενώ το βράδυ έκαιγε μία φλογα για να προειδοποιεί τα διερχόμενα πλοία για την ύπαρξη εμποδίων. Η λέξη φάρος υιοθετήθηκε από πολλές χώρες και χρησιμοποιήθηκε ευρέως στο λατινογενές λεξιλόγιο και σε γλώσσες όπως τα Γαλλικά (phare), τα Ιταλικά (faro), Πορτογαλικά (farol) και Ισπανικά (faro).
Ο φάρος κατασκευάστηκε επί της νησίδας Φάρος. Το νησί έδωσε το όνομα στο οικοδόμημα κι όχι τ' αντίθετο, όπως πιστεύεται. Οι σύγχρονοι φάροι "δανείζονται" επίσης το όνομα της νησίδας. Είναι παγκοσμίως γνωστός με την ονομασία "Φάρος" της Αλεξάνδρειας επειδή ήταν λίγο έξω από το λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Συνδεόταν τεχνητά με ένα είδος γέφυρας, το λεγόμενο Επταστάδιο (είχε, όπως μαρτυρά τ' ονομά του, μήκος επτά στάδια) και σχημάτιζε το ένα μέρος του λιμανιού της Αλεξάνδρειας.
Επειδή η διαμόρφωση του λιμανιού και της ευρύτερης περιοχής ήταν επίπεδη και δίχως κάποιο σημάδι που να προειδοποιεί τα διερχόμενα πλοία, χρησίμευε για να δίνει κάποιο είδος σινιάλου για την προσέγγιση στο λιμάνι. Ο φάρος χτίστηκε από τον Σώστρατο τον Κνίδιο μηχανικό, αρχιτέκτονα, γιο του επίσης αρχιτέκτονα Δεξιφάνους που είχε κατασκευάσει το στάδιο "Τέτρα" της Αλεξάνδρειας, το 282 π.Χ., ενώ αρχικά η μελέτη του έργου είχε ξεκινήσει επί βασιλείας του πρώτου Βασιλιά της Ελληνιστικής περιόδου, τον Πτολεμαίο τον Α' της Αιγύπτου, στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Μετά τον ανέλπιστο και απρόοπτο θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου ο Πτολεμαίος ανακήρυξε τον εαυτό του βασιλιά της τεράστιας αυτοκρατορίας που δημιούργησε ο Μέγας Αλέξανδρος το 305 π.Χ. Κατά την περίοδο της βασιλείας του ξεκίνησε και η κατασκευή αυτού του μεγαλουργήματος αλλά δεν πρόλαβε να το δεί ολοκληρωμένο αφού πέθανε το 283 π.Χ. Ο γιος του, Πτολεμαίος Β' Φιλάδελφος, είδε το έργο να ολοκληρώνεται δώδεκα χρόνια από την έναρξη της δόμησής του το 270 π.Χ. .
Μετά τις πυραμίδες της Αιγύπτου, ο φάρος της Αλεξάνδρειας είναι το μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μνημείο της περιοχής που κατάφερε να διασωθεί εώς την σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή του από τρεις σεισμούς που έλαβαν χώρα το 796 π.Χ., το 1303 και το 1323 μ.Χ. Το 1323 ήταν η χρονιά που ο Άραβας επισκέπτης Ίμπν Μπατούτα δεν μπορούσε να εισέλθει στον φάρο από τα πολλά ερείπια που είχαν συγκεντρωθεί. Το 1480 μ.Χ. ο Σουλτάνος της Αιγύπτου, Καΐτ-μπεης, χρησιμοποίησε τα εναπομείναντα ερείπια μεταφέροντάς τα για το χτίσιμο κάστρου στον ίδιο χώρο, πάνω στη θεμελίωση του Φάρου. Αλλά και αυτό το φρούριο αν και είχε ανακαινισθεί στις αρχές του 19ου αι. κατεδαφίστηκε από τους Άγγλους το 1882.
Από όλα τα παραπάνω μεγαλουργήματα - αρχιτεκτονικά θαύματα το μόνο που κατάφερε να διασωθεί μέχρι σήμερα είναι η πυραμίδα του Χέοπα στην Αίγυπτο το οποίο ήταν και το παλαιότερο εκ των μνημείων. Το δημιούργημα με τη μικρότερη διάρκεια ζωής ήταν ο Κολοσσός της Ρόδου καθώς καταστράφηκε μόλις 58 χρόνια μετά την κατασκευή του εξαιτίας ενός καταστροφικού σεισμού που έπληξε το νησί εκείνη την περίοδο.
ΟΙ ΠΥΡΑΜΙΔΕΣ ΤΗΣ ΓΚΙΖΑΣ
Οι πυραμίδες της Γκίζας είναι το αρχαιότερο σωζόμενο από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου και είναι οι πιο διάσημες πυραμίδες του κόσμου. Βρίσκονται στην Αίγυπτο. Η κατασκευή χρονολογείται στο 2580 π.Χ. και βρίσκονται στην Νεκρόπολη της Γκίζας. Το σύμπλεγμα πιθανολογείται ότι χρησιμοποιήθηκε για τον ενταφιασμό Φαραώ και κατασκευάστηκε απο την τέταρτη δυναστεία των Αιγυπτίων.
Στην αρχαία Νεκρόπολη της Γκίζας ανήκουν: η Πυραμίδα του Χέοπα, γνωστή και ως "η Μεγάλη Πυραμίδα", η λίγο μικρότερη Πυραμίδα του Χεφρήνου και η σχετικά μετρίου μεγέθους Πυραμίδα του Μυκερίνου. Ανήκουν και οι τρεις στην Τέταρτη Δυναστεία. Όλες μαζί σχημάτιζαν ένα απέραντο συγκρότημα από μικρότερες πυραμίδες (των βασιλισσών), νεκρικούς ναούς, Μαστάμπες και τάφους αξιωματούχων. Στη Νεκρόπολη ανήκει και η περίφημη Μεγάλη Σφίγγα.
Η μεγαλύτερη και πιο διάσημη είναι η πυραμίδα του Χέοπα (ή Χούφου) ενώ οι άλλες δύο είναι μικρότερες και βρίσκονται κάποια μέτρα μακρύτερα απο την πυραμίδα του Χέοπα.-
Έχει ύψος 146,60 μ. και τέλεια τετράγωνη βάση με πλευρά 230,35 μ. προκαλεί δε εντύπωση στους σύγχρονους ερευνητές για τα δεδομένα της εποχής της κατασκευής της. Έχει όγκο 2.521.000 κυβ. μ., καλύπτει επιφάνεια 54.000 τετρ. μ. και το υπολογιζόμενο βάρος της φθάνει τους 6,5 εκατομμύρια τόνους. Συμπεριλαμβάνεται στα Επτά Θαύματα του κόσμου. Για την αποπεράτωσή της χρειάστηκαν 30 χρόνια δουλειάς από 100.000 εργάτες-δούλους, πολλοί από τους οποίους πέθαναν κατά τη διάρκεια κατασκευής της. Το μνημείο σήμερα συγκινεί τους επισκέπτες της Αιγύπτου για το μεγαλείο του και την τεχνική του και προβληματίζει τους σύγχρονους ειδικούς για το πώς μπόρεσαν να λύσουν τα τόσα προβλήματα μηχανικής και στατικής οι αρχαίοι συνάδελφοί τους. Εξωτερικά, η πυραμίδα του Χέοπα είναι επιστρωμένη με πλάκες από γρανίτη. Το εσωτερικό ήταν λαβύρινθος από διαδρόμους και δωματιάκια, που εμπόδιζαν την εύκολη διείσδυση στον κύριο χώρο, όπου βρισκόταν η σαρκοφάγος του Φαραώ. Ο χώρος αυτός είχε ύψος 5 μ., πλάτος 5,34 μ. και μήκος 10,33 μ. Η λάρνακα, μέσα στην οποία βρισκόταν η μούμια του Φαραώ, ήταν από ροζ γρανίτη.
Η δεύτερη πυραμίδα ήταν ο τάφος του Κχεφρέν ή Χεφρήνου, ενός από τους πιο αξιόλογους διαδόχους του Χέοπα.
Η τρίτη ήταν η πυραμίδα του Μυκερίνου, διαδόχου του Χεφρήνου, η οποία είναι ακόμα μικρότερη στο ύψος.
ΟΙ ΚΡΕΜΑΣΤΟΙ ΚΗΠΟΙ ΤΗΣ ΒΑΒΥΛΩΝΑΣ
Οι κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας πιθανολογείται ότι αποτελούσαν μέρος των εξωτερικών τειχών της Βαβυλώνας. Εικάζεται ότι χτίστηκαν περίπου το 600 π.Χ. από τον βασιλιά της δυναστείας των Βαβυλωνίων, Ναβουχοδονόσορα τον Β' για να ικανοποιηθεί η σύζυγός του Αμυίτις που νοσταλγούσε τα πράσινα βουνά της πατρίδας της, Μηδίας, και ήθελε να διατρέφεται με φυτά που υπήρχαν στη χώρα της αλλά όχι στη Βαβυλώνα. Για το λόγο αυτό στους κρεμαστούς κήπους υπήρχε και βοτανικός κήπος όπου καλλιεργούνταν εκείνα τα φυτά. Μια νεώτερη θεωρία λέει ότι οι κήποι χτίστηκαν από την βασίλισσα των Ασσυρίων Σεμίραμι, γύρω στο 810 π.Χ.
Οι κρεμαστοί κήποι θεωρούνται ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου αν και πολλές αμφιβολίες έχουν εκφραστεί για την φυσική ύπαρξή τους. Το γεγονός ότι αναφέρονται εκτενέστατα από δύο αρχαίους Έλληνες ιστορικούς τον Στράβωνα και τον Διόδωρο τον Σικελιώτη δεν ενισχύει κατά πολύ τα ιστορικά γεγονότα.
Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης γράφει ότι οι κήποι είχαν περίπου 400 πόδια (122 μέτρα) φάρδος, 400 πόδια (122 μέτρα) μήκος και περισσότερο από 80 πόδια (25 μέτρα) ύψος. Ο Στράβων αναφέρει για το πότισμα των κήπων: «Στην πλευρά των σκαλοπατιών υπάρχουν μηχανές ύδατος, με τη βοήθεια των οποίων τα πρόσωπα, που διορίζονται ρητώς για το σκοπό αυτό, είναι συνεχώς απασχολημένα στην αύξηση του ύδατος από τον Ευφράτη στον κήπο...».
ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΙΟΥ ΔΙΟΣ ΣΤΗΝ ΟΛΥΜΠΙΑ
Το Άγαλμα του Ολυμπίου Διός ήταν από τα πιο μεγαλοπρεπή μνημεία που κατασκευάστηκαν στην αρχαιότητα. Στην αρχαιότητα το κολοσσιαίο άγαλμα συμπεριλαμβανόταν στα Επτά Θαύματα του κόσμου.
Φιλοτεχνήθηκε από τον διάσημο γλύπτη της εποχής, Φειδία γύρω στο 430 π.Χ. και τοποθετήθηκε ως λατρευτικό άγαλμα στο Ναό του Δία στην Ολυμπία στην αρχαία Ηλία, στα δυτικά της Πελοποννήσου, κοντά στις όχθες του ποταμού Αλφειού. Ο Λόφος ήταν τόπος λατρείας του Κρόνου, πατέρα του Δία. Η τοποθεσία είναι ιστορική, αφού από την αρχαιότητα εδώ διαδραματίστηκαν πολλές μάχες, και από το 1000 π.Χ. υπήρχε ο αρχαιότερος ναός της Ελλάδος αφιερωμένος στην Ήρα. Κοντά στον αρχαίο αυτό ναό ήταν και το στάδιο των Ολυμπιακών αγώνων. Το 470 π.Χ. χτίστηκε εδώ ο ναός του Δία. Το άγαλμα του Δία έγινε τόσο ξακουστό στην εποχή του, που πλήθος πολεμιστών το επισκέπτονταν για να το δουν. Επί αιώνες ήταν ένα από τα θεάματα που ο κάθε θνητός όφειλε να δει πριν πεθάνει. Το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία επισκευάστηκε από το γλύπτη Δαμοφώντα το Μεσσήνιο κατά το α΄ μισό του 2ου αι. π.Χ., επειδή παρουσίασε ρωγμές. Εκείνη την εποχή επικρατούσαν κλασικιστικές τάσεις στην Ελληνιστική Γλυπτική. Το άγαλμα πέρασε κάποιες περιπέτειες, αφού την εποχή του Ιούλιου Καίσαρα το χτύπησε κεραυνός, χωρίς όμως να του κάνει σοβαρή ζημιά. Ο Καλιγούλας είχε διατάξει να το μεταφέρουν στην Ρώμη και να του αλλάξουν το πρόσωπο δίνοντάς του την μορφή του αυτοκράτορα, πράγμα που όμως δεν έγινε, επειδή το καράβι που περίμενε στο λιμάνι για να το φορτώσει χτυπήθηκε από κεραυνό και κάηκε. Μετά την κατάργηση των Ολυμπιακών Αγώνων το 393 μ.Χ. ο ναός ξέπεσε. Το 408 μ.Χ. την εποχή του Θεοδόσιου ο ναός πυρπολήθηκε, και το άγαλμα καταστράφηκε ή κατατεμαχίστηκε και λεηλατήθηκε. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή ο Θεοδόσιος το 390 μ.Χ. το μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη, όπου καταστράφηκε από φωτιά το 416 μ.Χ. Ο ναός λεηλατήθηκε από τους Γότθους, και τα υπολείμματά του γίνανε χριστιανικός ναός μέχρι που γκρεμίστηκε από έναν σεισμό. Αργότερα τα ερείπια σκεπάστηκαν από την κοίτη του ποταμού Αλφειού. Το 1875 μια γερμανική αποστολή έκανε αρχαιολογικές ανασκαφές και μέχρι το 1881 επανέφερε στο φως τα ερείπια, κάτω από τέσσερα μέτρα χώμα.
Η κατασκευή του έργου διήρκεσε δύο Ολυμπιακές περιόδους, δηλαδή οκτώ χρόνια. Η τεχνική του Φειδία βασιζόταν ουσιαστικά σε ξύλο. Το σώμα των αγαλμάτων του ήταν ξύλινο και το εμποτιζόταν από ένα ειδικό υγρό για να μην αποξηρανθεί. Το ξύλο ήταν ντυμένο με στρώματα χρυσού και πλάκες ελεφαντοστού. Τα μάτια ήταν από πολύτιμους λίθους. Ο μανδύας από χρυσό. Το δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι του ήταν από πράσινο σμάλτο. Ο καθήμενος Δίας ξεχώριζε μέσα στον ναό επάνω σε τρία σκαλιά και σύμφωνα με εκτιμήσεις έφτανε τα 12 μέτρα σε ύψος. «Ήταν σαν να ύψωνε ο Δίας το ανάστημα του» γράφει σε μια αναφορά του ο Έλληνας γεωγράφος Στράβωνας τον 1ο αιώνα π.Χ.. Το άγαλμα ήταν περιτριγυρισμένο από τριανταέξι ψηλές κολώνες από γρανίτη. Στο αέτωμα βρίσκονταν τεράστιες περίτεχνες αναπαραστάσεις με εικοσιένα αγάλματα, ανάμεσά τους αυτά του Οινόμαχου και του Πέλοπα. Ο Δίας καθόταν σε έναν θρόνο που ήταν κατασκευασμένος από ελεφαντόδοντο, χρυσό, έβενο και άλλες πολύτιμες πέτρες. Στο δεξί του χέρι ο Δίας κρατούσε ένα μικρό άγαλμα της θεάς Νίκης και στο αριστερό του ένα δεμάτι με κεραυνούς, που ήταν το σήμα κατατεθέν του θεού. Παντού γύρω του βρίσκονταν πλήθος από αγάλματα που παρίσταναν άλλες μεγαλοπρεπείς σκηνές. Στα πόδια του ήταν δύο σφίγγες με έφηβους άνδρες. Πιο πίσω οι τρεις Χάριτες. Οι άθλοι του Ηρακλή, η μάχη του Θησέα με τις Αμαζόνες και η οικογένεια της Νιόβης. Δύο καθιστά λιοντάρια φύλαγαν τον Δία. Στα πλαϊνά βρίσκονταν μετάλλινες πλάκες με χαραγμένες παραστάσεις της αναδυόμενης Αφροδίτης, το πολεμικό άρμα του Ήλιου, και το άρμα της Σελήνης. Η σκεπή πάνω από το άγαλμα ήταν ανοικτή για να μπαίνει άπλετο φως. Επισκέπτες όπως ο Αιμίλιος Παύλος, νικητής επί των Μακεδόνων, έμεινε έκπληκτος από την μεγαλοπρέπεια του αγάλματος και από την τελειότητά του.
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΟ
Ο ναός της Αρτέμιδος βρισκόταν στην Έφεσο της σημερινής Τουρκίας. Αποκαλείται και Αρτεμίσιο και κατασκευάστηκε το 440 π.Χ. Θεωρείται ένα από τα Επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι χρειάστηκαν 120 χρόνια για να αποπερατωθεί ενώ είχε αρχικά ξεκινήσει από τον βασιλιά της Λυδίας, Κροίσο. Σήμερα τα απομεινάρια δεν θυμίζουν σε τίποτα τον μεγαλοπρεπή ναό που υπήρχε.
Όπως αναφέρει και ο Αντίπατρος ο Σιδώνιος, ο οποίος θεωρείται ο εμπνευστής της λίστας με τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, το μεγαλείο του ναού της Αρτέμιδος υπερβαίνει κάθε άλλο από τα υπόλοιπα μνημεία.
"Έχω δει τους μεγαλοπρεπείς Κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας, το Άγαλμα του Ολυμπίου Διός, τον Κολοσσό της Ρόδου και τις Πυραμίδες της Αιγύπτου, όπως ακόμα και το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, αλλά όταν βλέπω τον ναό της Αρτέμιδος που αγγίζει τον ουρανό τα υπόλοιπα μνημεία χάνουν την λαμπρότητά τους. Εκτός από τον Όλυμπο, ο ήλιος δεν φάνηκε πουθενά αλλού τόσο μεγαλοπρεπής όσο εδώ". - βλ. Αντίπατρος, Ελληνική μυθολογία, (IX, 58)
Ο Στράβων αναφέρει ότι, το 356 π.Χ., τον ναό πυρπόλησε ο άγνωστος κατά τα άλλα Ηρόστρατος από την Έφεσο, για να απαθανατιστεί, όπως είπε, το όνομα του. Μόνο με τη βοήθεια άλλων πόλεων οι Εφέσιοι άρχισαν να χτίζουν έναν νέο ναό.
Στις αρχές του 5ου μ.Χ. αιώνα, ο Θεοδώρητος στο έργο του Εκκλησιαστική Ιστορία αναφέρει ότι ο ναός υπέστη ξανά καταστροφή (το 406 περίπου) με εντολή του Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Πρέπει να σημειωθεί πάντως, ότι ο Ιωάννης την εποχή αυτή είχε απομακρυνθεί εξόριστος από τον πατριαρχικό θρόνο, ενώ την ίδια χρονική περίοδο, βρισκόταν σε ισχύ ο νόμος του Αρκάδιου (399) που απαγόρευε την καταστροφή των αρχαίων ναών.
Η Έφεσος βρίσκεται 50 χιλιόμετρα νοτίως της Σμύρνης. Ο Αντίπατρος το διάλεξε όπως και τα άλλα θαύματα του αρχαίου κόσμου γιατί ήταν μέρος του μεγαλείου των Αρχαίων Ελλήνων και της Ελληνιστικής περιόδου, αλλά και κομμάτι της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
ΤΟ ΜΑΥΣΩΛΕΙΟ ΤΗΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΟΥ
Το μαυσωλείο της Αλικαρνασσού θεωρείται ένα τα Επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Ήταν ο τάφος του Μαύσωλου, πέρση σατράπη της Καρίας. Η λέξη μαυσωλείο χρησιμοποιείται από τότε για να δηλώσει μεγάλο, μνημειώδη τάφο. Αυτός το μεγαλοπρεπές έργο χτίστηκε για να φυλαχθεί το σώμα του Μαύσωλου και της γυναίκας του Αρτεμισίας.
Υπολογίζεται ότι το ύψος του Μαυσωλείου ήταν 45 μέτρα και ήταν λευκού χρώματος. Οι Έλληνες αρχιτέκτονες, Σάτυρος και Πύθεος, το σχεδίασαν και άλλοι τέσσερις Έλληνες γλύπτες το φιλοτέχνησαν.
Σύμφωνα με τη μυθολογία, η δημιουργία του πιο πολυτελούς τάφου στην Αρχαιότητα, του Μαυσωλείου στην Αλικαρνασσό, συνδέεται με έναν βασιλικό έρωτα. Μετά τον ξαφνικό θάνατο του σατράπη Μαύσωλου της Καρίας, ενός κράτους στα παράλια της Μικράς Ασίας, η περίλυπη χήρα του, βασίλισσα Αρτεμισία, έχτισε ένα ταφικό μνημείο ως ένδειξη της αφοσίωσής της. Ακόμα και ο διόλου ρομαντικός συγγραφέας Πλίνιος ο Πρεσβύτερος συγκινήθηκε από την ιστορία: «Αυτός ο τάφος χτίστηκε για τον Μαύσωλο, τον βασιλιά της Καρίας, από τη σύζυγό του Αρτεμισία...[Οι μεγαλύτεροι] καλλιτέχνες [της περιοχής] εργάστηκαν τόσο σκληρά γι` αυτό το έργο, που συγκαταλέχθηκε στα επτά θαύματα... Η βασίλισσα πέθανε, πριν από την αποπεράτωση του οικοδομήματος. Όμως, το έργο δεν εγκαταλείφθηκε, καθώς οι τεχνίτες το θεωρούσαν μνημείο της δικής τους δόξας και δεξιοτεχνίας...».
Η Αρτεμισία, που ήταν αδελφή και σύζυγος του Μαύσωλου, πέθανε το 351 π.Χ., μόνο δύο χρόνια μετά τον αδελφό και σύζυγό της, άρα η ανέγερση είχε αρχίσει αρκετόν καιρό πριν τον θάνατο του Μαύσωλου. Μια τόσο μεγάλη και περίτεχνη κατασκευή, όπως το Μαυσωλείο, με έναν εξαιρετικά πλούσιο γλυπτό διάκοσμο, οπωσδήποτε θα απαιτούσε πολύ καιρό για την ολοκλήρωσή του.
Το σχετικό απόσπασμα του Πλίνιου, που χρονολογείται στο 75 μ.Χ., είναι η πληρέστερη περιγραφή. Ο Ρωμαίος συγγραφέας τονίζει ότι για το Μαυσωλείο προσλήφθηκαν τουλάχιστον πέντε κορυφαίοι γλύπτες της Ελλάδας. Τέσσερις γλύπτες, που ο καθένας είχε αναλάβει και από μία όψη του Μαυσωλείου, συναγωνίζονταν για το ποιος θα φιλοτεχνήσει τα πιο όμορφα ανάγλυφα και γλυπτά. Σύμφωνα με τον Πλίνιο, «το μήκος της βόρειας και της νότιας πλευράς είναι εξήντα τρία [ιωνικά] πόδια, η μπροστινή και η πίσω όψη έχουν μικρότερο μήκος, ενώ όλη η περίμετρος ανέρχεται σε τετρακόσια σαράντα πόδια. Το ύψος του είναι σαράντα πόδια και περιβάλλεται από τριαντα έξι κίονες. Οι άνθρωποι καλούν την περιβάλλουσα κιονοστοιχία «πτερό». Ο Σκόπας εργάστηκε στην ανατολική πλευρά, ο Βρύαξης στη βόρεια, ο Τιμόθεος στη νότια και ο Λεωχάρης στη δυτική... Ένας πέμπτος καλλιτέχνης συμμετείχε στο έργο. Επάνω από το πτερό βρίσκεται μια πυραμίδα, η οποία έχει ύψος ίσο με το χαμηλότερο τμήμα κι αποτελείται από είκοσι τέσσερις βαθμίδες ως την κορυφή. Στην κορυφή βρίσκεται ένα μαρμάρινο τέθριππο, έργο του Πύθεου. Μαζί με την προσθήκη στην κορυφή, το όλο έργο έχει ύψος εκατόν σαράντα πόδια...».
Αν και είχε ολοκληρωθεί σχεδόν 20 χρόνια προτού ο Αλέξανδρος κατακτήσει την Αλικαρνασσό, η δημιουργική ανάμειξη αρχιτεκτονικών ρυθμών, που χαρακτηρίζει το Μαυσωλείο, αποτελεί πρόδρομο του εκλεπτικισμού της μεταγενέστερης ελληνιστικής περιόδου. Ζωντανό παράδειγμα γόνιμης πολιτισμικής σύνθεσης, οι κύριες επάλληλες «ζώνες» του μνημείου συνδύαζαν στοιχεία των πολιτισμών της Λυκίας, της Ελλάδας και της Αιγύπτου. Η βάση (πόδιον), το «κάτω μέρος» κατά τον Πλίνιο, είχε ύψος γύρω στα 18 μέτρα και ακολουθούσε τις παραδοσιακές αρχές της αρχιτεκτονικής ταφικών μνημείων της Λυκίας. Πάνω στη βάση στηριζόταν το «δεύτερο τμήμα», δηλαδή ένα περιστύλιο ιωνικού ρυθμού με 36 κίονες, ύψους 12 μέτρων. Η βαθμιδωτή πυραμιδοειδής στέγη αποτελούνταν από 24 μαρμάρινους αναβαθμούς, που κατέληγαν σε μια μικρή ορθογωνική βάση, ύψους 7 μέτρων. Το μαρμάρινο τέθριππο με τον ηνίοχο προσέθετε μερικά μέτρα ακόμα στο συνολικό ύψος.
Αν και ο Πλίνιος υπολογίζει σωστά το συνολικό ύψος, υποτιμά τις διαστάσεις της κάτοψης του κτιρίου (πιθανόν 36x30 μέτρα περίπου). Το μνημείο, που ήταν επενδυμένο με λευκό στιλπνό μάρμαρο, ήταν χτισμένο στη διασταύρωση των δύο κύριων οδών στο κέντρο της πόλης και υψωνόταν πολύ πιο πάνω από τα τείχη της Αλικαρνασσού. Με φόντο τους βραχώδεις λόφους και θέα στην καταγάλανη θάλασσα, το Μαυσωλείο είχε έναν αιθέριο χαρακτήρα.
Δεν ξέρουμε γιατί ο Μαύσωλος κατασκεύασε έναν τόσο περίτεχνο τάφο. Οι ιστορικοί υποθέτουν ότι επιθυμούσε να αφήσει μετά τον θάνατό του ένα μνημείο που θα πρόβαλλε τον ρόλο του ως ηγεμόνα της Αλικαρνασσού, που την έκανε ευημερούσα πόλη της ανατολικής Μεσογείου. Ως προς την αντοχή του στο χρόνο, το ταφικό αυτό μνημείο ξεπέρασε όλα τα άλλα θαύματα της Αρχαιότητας, πλην ενός, μέχρι που κατεδαφίστηκε από τους Ιωαννίτες ιππότες, 1.900 χρόνια μετά την ανέγερσή του.
Η εξαιρετική ποιότητα του γλυπτού διάκοσμου και η έξοχη ένταξή του στο οικοδόμημα καθιστούσαν το Μαυσωλείο θαυμαστό στα μάτια των επισκεπτών από τον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Δυστυχώς, σχεδόν όλα τα θραύσματα που ανασύρθηκαν από τα ερείπια φέρουν μεγάλες φθορές και είναι σχετικά συνηθισμένα. Εξαιρούνται δύο εξαίσια αγάλματα, ενός άντρα και μιας γυναίκας. Η ανδρική μορφή, που είναι πιο καλοδιατηρημένη και κάποτε είχε λανθασμένα θεωρηθεί απεικόνιση του Μαύσωλου, συνδυάζει τη ρεαλιστική αποτύπωση των ανατομικών λεπτομερειών με την ευαίσθητη απόδοση της έκφρασης του προσώπου και του ψυχικού κόσμου του μοντέλου. Αν είχαν διασωθεί περισσότερα από τα εκατό και πλέον αγάλματα του τάφου -όλα υπερφυσικών διαστάσεων- το Μαυσωλείο θα ήταν ένας θησαυρός γλυπτών αριστουργημάτων.
Αν και τον 13ο αιώνα το Μαυσωλείο καταστράφηκε από σεισμό, το μεγαλύτερο μέρος του οικοδομήματος δεν είχε καταρρεύσει ώς το 1522 μ.Χ., όταν διατάχθηκε η κατεδάφισή του. Ο πατήρ Σάββας του Καστιλιόνε, ένας χριστιανός μοναχός που ζούσε στη γειτονική Ρόδο, έγραφε ότι ο Μέγας Μάγιστρος του ιπποτικού τάγματος των Ιωαννιτών «όπως είναι φυσικό, διάκειται εχθρικά προς την Αρχαιότητα». Όπως και άλλοι σύγχρονοί τους, ο Μέγας Μάγιστρος και οι ιππότες του θεωρούσαν την ειδωλολατρική τέχνη επικίνδυνη για τη χριστιανική πίστη.
Οι Ιωαννίτες ιππότες, που χρειάζονταν δομικά υλικά για το κάστρο του Αγίου Πέτρου, κοντά στη μικρή πόλη Μποντρούμ, ώστε να αντιμετωπίσουν μια επικείμενη τουρκική επίθεση, αφαίρεσαν αρχιτεκτονικά μέλη του Μαυσωλείου, το οποίο στη συνέχεια καλύφθηκε από τη λάσπη που έφερε η βροχή. Ευτυχώς, μερικά γλυπτά ενσωματώθηκαν στα τοιχώματα του κάστρου ως διακοσμητικά, κι έτσι διασώθηκαν.
Πενήντα χρόνια αργότερα, ο Κλοντ Γκισάρ από τη Λυόν περιέγραψε πώς οι ιππότες κονιορτοποίησαν τα γλυπτά και τα μετέτρεψαν σε ασβέστη. Ξήλωσαν πρώτα τα μαρμάρινα σκαλιά της στέγης, ώστε να αποκαλυφθεί το κεντρικό κτίσμα:
«Σύντομα διαπίστωσαν ότι όσο βαθύτερα πήγαιναν, τόσο μεγάλωνε το οικοδόμημα, παρέχοντάς τους πέτρωμα για την παρασκευή ασβέστου αλλά και για οικοδομικές εργασίες. Ύστερα από τέσσερις ή πέντε ημέρες, και αφού μέσα σε ένα απόγευμα είχαν αποκαλύψει μεγάλο χώρο, είδαν ένα άνοιγμα που οδηγούσε σε ένα υπόγειο. Πήραν ένα κερί και αφού πέρασαν μέσα από το άνοιγμα, βγήκαν σε μια ωραία τετράγωνη αίθουσα, με μαρμάρινους κίονες γύρω γύρω, με τις βάσεις, τα κιονόκρανα, το επιστύλιο, τη ζωφόρο και τα γείσα τους σκαλισμένα σε έκτυπο ανάγλυφο. Το διάστημα ανάμεσα στους κίονες κάλυπταν πλάκες και ταινίες από μάρμαρο σε διάφορα χρώματα, στολισμένα με χυτά στοιχεία και γλυπτά... και τοποθετημένα στο λευκό φόντο του τοίχου με ανάγλυφες σκηνές μάχης. Αφού στην αρχή θαύμασαν τα έργα και τη μοναδικότητα των γλυπτών, τα τεμάχισαν και τα έθραυσαν...».
Η ειρωνεία της τύχης θέλησε να πραγματοποιηθεί η τουρκική επίθεση στη Ρόδο και όχι στην Αλικαρνασσό. Σύντομα οι Ιωαννίτες ιππότες εγκατέλειψαν το προγεφύρωμά τους στη Μικρά Ασία, αφού όμως είχαν ισοπεδώσει αυτό το αρχαίο θαύμα.
Ο ΚΟΛΟΣΣΟΣ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ
Ο Κολοσσός της Ρόδου θεωρείται ως ένα από τα Επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Ήταν ένα τεράστιο σε διαστάσεις άγαλμα το οποίο απεικόνιζε τον θεό Ήλιο. Ανεγέρθηκε από τον Χάρη τον Λίνδιο μαθητή του Λύσιππου τον 3ο αιώνα π.Χ. Είχε το ίδιο περίπου μέγεθος με το Άγαλμα της Ελευθερίας που βρίσκεται στη Νέα Υόρκη, αν και στηριζόταν σε χαμηλότερη βάση. Η όψη του αγάλματος λέγεται ότι φαινόταν από την είσοδο του λιμένα της Ρόδου.
Σύμφωνα με τον θρύλο, τον 4ο αιώνα π.Χ. ο θεός Ήλιος έσωσε τον λαό της Ρόδου από μία επίμονη πολιορκία. Ως έκφραση ευγνωμοσύνης προς τον προστάτη τους, οι Ρόδιοι ανήγειραν τον Κολοσσό, ένα γιγαντιαίο μπρούντζινο άγαλμα, που υψωνόταν περίπου 33 μέτρα πάνω από το μαρμάρινο βάθρο του, δηλαδή ήταν δυόμισι φορές ψηλότερο από το άγαλμα του Δία στην Ολυμπία, το έργο του Φειδία.
Ο Κολοσσός, ενσάρκωση του παντεπόπτη και ζωοδότη ήλιου, με την μπρούντζινη επιδερμίδα του να αντανακλά το φως του ήλιου, πρέπει να εντυπωσίαζε τους επισκέπτες ως πειστική εικόνα του θεού. Όπως παρατηρεί ο Φίλων ο Βυζάντιος, ο γλύπτης Χάρης από τη Λίνδο είχε πετύχει το απίστευτο, κάνοντας τον θεό του «πραγματικό θεό». Ο Χάρης είχε δημιουργήσει έναν «δεύτερο Ήλιο, που αντίκριζε τον πρώτο».
Οι συνθήκες, όμως, που οδήγησαν στη δημιουργία του Κολοσσού ήταν εξίσου θαυμαστές με το ίδιο το άγαλμα. Το 305 π.Χ., ο Αντίγονος ΙΑ΄ ο Μακεδών, που φιλοδοξούσε να κυριαρχήσει στην αυτοκρατορία του νεκρού πλέον Αλέξανδρου, έστειλε τον γιο του Δημήτριο να τιμωρήσει τους Ροδίους, επειδή αρνήθηκαν να εκστρατεύσουν μαζί του κατά του Πτολεμαίου της Αιγύπτου. Οι δύο αντίπαλοι, που κάποτε ήταν στρατηγοί του Αλέξανδρου, διεκδικούσαν τον έλεγχο του εμπορίου στο Αιγαίο πέλαγος, στο οποίο διέπρεπαν οι Ρόδιοι.
Ο Δημήτριος ο Πολιορκητής κατέπλευσε στη Ρόδο με 200 πολεμικά πλοία, στα οποία επέβαιναν 40.000 στρατιώτες. Οι Ρόδιοι είχαν να αντιπαρατάξουν μόνον 6.000 - 7.000 άνδρες. Με έναν πολιορκητικό πύργο ύψους 46 μέτρων κι επενδυμένο με σιδερένια φύλλα, ο Δημήτριος σφυροκοπούσε τα τείχη της πόλης. Αν και προκλήθηκαν ρήγματα στα τείχη, οι Ρόδιοι απώθησαν τους πολιορκητές, αναγκάζοντάς τους να συμβιβαστούν. Με το χαρακτηριστικό επιχειρηματικό τους δαιμόνιο, οι Ρόδιοι πούλησαν τον πύργο και τον υπόλοιπο πολεμικό εξοπλισμό αντί ενός υπέρογκου ποσού, το οποίο διέθεσαν για να τιμήσουν τον θεό που τους έσωσε.
Ο Χάρης, ο γλύπτης και μηχανικός στον οποίο είχε να ανατεθει ο σχεδιασμός και η κατασκευή του μνημείου του Ήλιου, ήταν μαθητής του γλύπτη Λύσιππου, που ήταν γνωστός για τις ρεαλιστικές προτομές του Αλέξανδρου. Αν και ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο Χάρης είχε δώσει στο πρόσωπο του Κολοσσού τα χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου, ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε για την ακριβή όψη του αγάλματος, ενώ οι αντικρουόμενες αρχαιολογικές ενδείξεις δυσχεραίνουν τις απόπειρες αναπαράστασης του Κολοσσού. Σε πολλά ελληνικά νομίσματα ο θεός φέρει συμβατικά ηλιακά σύμβολα, όπως στεφάνι από ηλιαχτίδες γύρω από το κεφάλι του, αλλά σε άλλα νομίσματα αυτές οι ηλιαχτίδες απουσιάζουν.
Το 1932 ανακαλύφθηκαν στη Ρόδο τα θραύσματα ενός αναγλύφου με το πάνω μέρος του σώματος Ήλιου ή του Απόλλωνα. Το ανάγλυφο αυτό, που συνέβαλε στην αναπαράσταση του Κολοσσού, απεικόνιζε τον στεφανωμένο με ηλιαχτίδες θεό, να σκιάζει με το δεξί του χέρι τα μάτια και να ακουμπά το αριστερό χέρι στο ισχίο. Άλλοι επιστήμονες πιστεύουν ότι ο θεός κρατούσε στο δεξί του χέρι πυρσό. Σε αυτή τη σύλληψη στηρίχτηκε και η στάση του Αγάλματος της Ελευθερίας. Τελικά, το μαρμάρινο ανάγλυφο απεικόνιζε έναν αθλητή που αυτοστεφανώνεται.
Εξίσου αντικρουόμενες είναι οι απόψεις για το κάτω μέρος του σώματος του θεού. Ο θεός Ήλιος πιθανότατα ήταν ολόγυμνος. Όμως, το τεράστιο βάρος του αγάλματος μεταβιβαζόταν μόνο στους λεπτούς του αστραγάλους; Το Άγαλμα της Ελευθερίας, που στήθηκε στο λιμάνι της Νέας Υόρκης στα τέλη του 19ου αιώνα, είναι τυλιγμένο σε πλούσιες πτυχώσεις, που κρύβουν το κάτω μέρος του σώματος και βοηθούν στην ομαλή κατανομή του βάρους του ογκώδους κορμού. Μήπως ο Κολοσσός της Ρόδου υποστηριζόταν από ένα μανδύα, που κρεμόταν από τον ώμο ή το μπράτσο του;
Ωστόσο, οι ειδικοί συμφωνούν ότι ο Χάρης δεν επιχείρησε να φιλοτεχνήσει ένα άγαλμα με τα πόδια σε διάσταση. ώστε τα πλοία να περνούν ανάμεσα στα σκέλη του, όπως υπέθεσαν καλλιτέχνες της Αναγέννησης. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο Ήλιος θα είχε άχαρη στάση, καθώς τα άκρα των ποδιών του θα πρέπει να απείχαν τουλάχιστον 100 μέτρα το ένα από το άλλο· ούτε οι ιδιοφυείς μηχανικοί των ελληνιστικών χρόνων δεν θα μπορούσαν να επιλύσουν τέτοιο πρόβλημα.
Το βάθρο του αγάλματος ήταν από λευκό μάρμαρο. Το ότι τα πόδια του Κολοσσού ήταν ενωμένα, σήμαινε ότι ο Χάρης έπρεπε να δώσει λύσεις σε αρκετά τεχνικά προβλήματα. Μετά την αγκύρωση των πελμάτων του αγάλματος στο βάθρο ύψους 12 μέτρων, ο Χάρης κατασκεύασε έναν τεράστιο σκελετό από πέτρινα υποστυλώματα και σιδερένιες ράβδους, πάνω στον οποίο προσαρμόστηκαν χυτά μπρούντζινα φύλλα. Η γιγαντιαία μορφή, που ολοκληρώθηκε σε 12 χρόνια, καλύφθηκε με μπρούντζινη επένδυση. Όταν απομακρύνθηκε ο βοηθητικός τεχνητός γήλοφος που περιέβαλλε το άγαλμα, και ο Ήλιος αποκαλύφθηκε στους κατοίκους της Ρόδου, ο Χάρης πρέπει να άφησε ένα στεναγμό ανακούφισης. Είχε επίσης πάρει αποτελεσματικά μέτρα κατά του κινδύνου των ισχυρών ανέμων, που θα μαστίγωναν την εύθραυστη κατασκευή.
Ο Φίλων ο Βυζάντιος αναφέρει ότι χρησιμοποιήθηκαν 15 τόνοι από μπρούντζο και 9 τόνοι σιδήρου. Υπολογίζεται, όμως, ότι οι αληθινές ποσότητες ήταν πολύ μεγαλύτερες. Λαμβάνοντας υπ`όψιν ότι το Άγαλμα της Ελευθερίας στην Νέα Υόρκη έχει το ίδιο περίπου μέγεθος και βάρος 225 τόνους, ο Κολοσσός πρέπει να είχε ανάλογο βάρος.
άγαλμα ήταν μια ευφυής «διαφήμιση» της πόλης που το ανέγειρε, απτή απόδειξη του πλούτου και της τεχνολογίας της. Δυστυχώς, όμως, γύρω στο 226 π.Χ., μόλις 60 χρόνια μετά τα αποκαλυπτήρια, ο Κολοσσός κατέρρευσε, καθώς τα γόνατά του τσακίστηκαν από ένα σεισμό. Πέφτοντας λέγεται ότι γκρέμισε 30 σπίτια! Χρησμός μαντείου λέει σχετικά με την πιθανή επανατοποθέτησή του «μην κίνει τα κείμενα» και ο Κολοσσός δεν ξαναστάθηκε ποτέ πια όρθιος.
Παρά την ολέθρια πτώση του, το άγαλμα δεν έπαψε να συγκαταλέγεται στα μεγάλα θαύματα του κόσμου. Το μπρούντζινο σώμα του βρισκόταν ήδη πάνω από εκατό χρόνια σωριασμένο στο έδαφος, σαν Τιτάνας που τον γκρέμισαν από τον ουρανό, όταν ο Αντίπατρος της Σιδώνας, συγγραφέας ελληνοφοινικικής καταγωγής, συμπεριέλαβε τον Κολοσσό στον κατάλογό του με τα επτά θαύματα. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος ανέφερε χαρακτηριστικά: «...ακόμα και σωριασμένο στο έδαφος, παραμένει ένα θαύμα. Λίγοι άνθρωποι μπορούν να αγκαλιάσουν με τα μπράτσα τους τον αντίχειρα αυτής της μορφής, που τα δάχτυλά της είναι μεγαλύτερα από τα περισσότερα αγάλματα».
Το 654 μ.Χ., 900 χρόνια μετά την κατάρρευση του Κολοσσού, οι Σαρακηνοί λεηλάτησαν τη Ρόδο και πούλησαν τον τεμαχισμένο Ήλιο ως μέταλλο. Λέγεται ότι ο αγοραστής χρησιμοποίησε 900 καμήλες για τη μεταφορά των θραυσμάτων στη Συρία. Έτσι το είδωλο του θεού που κάποτε έσωσε την πόλη από την ξένη εισβολή είχε μια μοίρα ανάλογη με εκείνη της πολιορκητικής μηχανής του Δημήτριου, που με την πώλησή της χρηματοδοτήθηκε η ανέγερση του Κολοσσού. Το γιγαντιαίο άγαλμα του Χάρη ήταν ένα θαύμα, που ταυτίστηκε με το μεγαλείο αλλά και τη ματαιότητα της ανθρώπινης φιλοδοξίας.
Ο Κολοσσός της Ρόδου δεν ήταν μόνο ένα έργο απαράμιλλης τέχνης και αισθητικής. Χτίστηκε ως ευγνωμοσύνη προς τον Θεό Ήλιο, προστάτη του νησιού, και συμβόλιζε την ελευθερία και ανεξαρτησία των Ροδίων.
Παρ`όλο που το έργο καταστράφηκε 60 μόλις χρόνια μετά την κατασκευή του, η φήμη του πέρασε τα όρια της Ελλάδας, και έμεινε στην ιστορία ως ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου.
Μέχρι σήμερα στα Ελληνικά αλλά και σε όλες τις Λατινογενείς γλώσσες (Αγγλικά και Γερμανικά: Colosseum, Γαλλικά: Colisée και Colosse, Ιταλικά: Colosseo, κλπ.) «Κολοσσιαίο» σημαίνει ένα μεγάλου μεγέθους, εντυπωσιακό έργο. Έτσι, το θέατρο της Αρχαίας Ρώμης (80 π.Χ.) ονομάστηκε Κολοσσαίο (Colosseo).
Η τεχνική του αγάλματος ενέπνευσε πολλούς καλλιτέχνες ανά τους αιώνες.
Στην είσοδο του Κολοσσαίου δέσποζε ένα άγαλμα (με εμφανή επιρροή κι ομοιότητα με τον Κολοσσό της Ρόδου), που μετά τον θάνατο του Νέρωνα αφιερώθηκε στον θεό Ήλιο.
Χιλιετίες αργότερα, ο Γάλλος γλύπτης Φρεντερίκ Ογκούστ Μπαρτολντί (Frédéric Auguste Bartholdi) στην προσπάθεια του να αποτυπώσει με σύγχρονα μέσα το μέγεθος, την τεχνική αλλά και τον συμβολισμό του Κολοσσού της Ρόδου, έφτιαξε το Άγαλμα της Ελευθερίας, το οποίο θεωρείται ένα σύγχρονο θαύμα μοναδικής τεχνικής.
Ο ΦΑΡΟΣ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας θεωρείται ένα απο τα Επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Κατασκευάστηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. και παρέμεινε σε λειτουργία εώς την πλήρη καταστροφή του απο δύο σεισμούς τον 14ο αιώνα μ.Χ. Ήταν ένας πύργος συνολικού ύψους 140 μέτρων και ήταν για εκείνη την εποχή το πιο ψηλό ανθρώπινο οικοδόμημα του κόσμου μετά τις πυραμίδες του Χέοπα και του Χεφρήνου ή Χεφρένης. Κατασκευάστηκε απο κομμάτια άσπρης πέτρας και ήταν δομημένος σε τέσσερα επίπεδα. Το χαμηλότερο ήταν η τετράγωνη βάση, το δεύτερο ήταν ένα τετράγωνο κτίσμα, το τρίτο οκτάγωνο κτίσμα και το τέταρτο το ψηλότερο ένα κυκλικό κτίσμα επί της κορυφής του οποίου το άγαλμα του Ποσειδώνα ή Απόλλωνα. Στο τέταρτο επίπεδο υπήρχε ένας καθρέπτης που αντανακλούσε το φώς του ήλιου κατά την διάρκεια της μέρας ενώ το βράδυ έκαιγε μία φλογα για να προειδοποιεί τα διερχόμενα πλοία για την ύπαρξη εμποδίων. Η λέξη φάρος υιοθετήθηκε από πολλές χώρες και χρησιμοποιήθηκε ευρέως στο λατινογενές λεξιλόγιο και σε γλώσσες όπως τα Γαλλικά (phare), τα Ιταλικά (faro), Πορτογαλικά (farol) και Ισπανικά (faro).
Ο φάρος κατασκευάστηκε επί της νησίδας Φάρος. Το νησί έδωσε το όνομα στο οικοδόμημα κι όχι τ' αντίθετο, όπως πιστεύεται. Οι σύγχρονοι φάροι "δανείζονται" επίσης το όνομα της νησίδας. Είναι παγκοσμίως γνωστός με την ονομασία "Φάρος" της Αλεξάνδρειας επειδή ήταν λίγο έξω από το λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Συνδεόταν τεχνητά με ένα είδος γέφυρας, το λεγόμενο Επταστάδιο (είχε, όπως μαρτυρά τ' ονομά του, μήκος επτά στάδια) και σχημάτιζε το ένα μέρος του λιμανιού της Αλεξάνδρειας.
Επειδή η διαμόρφωση του λιμανιού και της ευρύτερης περιοχής ήταν επίπεδη και δίχως κάποιο σημάδι που να προειδοποιεί τα διερχόμενα πλοία, χρησίμευε για να δίνει κάποιο είδος σινιάλου για την προσέγγιση στο λιμάνι. Ο φάρος χτίστηκε από τον Σώστρατο τον Κνίδιο μηχανικό, αρχιτέκτονα, γιο του επίσης αρχιτέκτονα Δεξιφάνους που είχε κατασκευάσει το στάδιο "Τέτρα" της Αλεξάνδρειας, το 282 π.Χ., ενώ αρχικά η μελέτη του έργου είχε ξεκινήσει επί βασιλείας του πρώτου Βασιλιά της Ελληνιστικής περιόδου, τον Πτολεμαίο τον Α' της Αιγύπτου, στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Μετά τον ανέλπιστο και απρόοπτο θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου ο Πτολεμαίος ανακήρυξε τον εαυτό του βασιλιά της τεράστιας αυτοκρατορίας που δημιούργησε ο Μέγας Αλέξανδρος το 305 π.Χ. Κατά την περίοδο της βασιλείας του ξεκίνησε και η κατασκευή αυτού του μεγαλουργήματος αλλά δεν πρόλαβε να το δεί ολοκληρωμένο αφού πέθανε το 283 π.Χ. Ο γιος του, Πτολεμαίος Β' Φιλάδελφος, είδε το έργο να ολοκληρώνεται δώδεκα χρόνια από την έναρξη της δόμησής του το 270 π.Χ. .
Μετά τις πυραμίδες της Αιγύπτου, ο φάρος της Αλεξάνδρειας είναι το μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μνημείο της περιοχής που κατάφερε να διασωθεί εώς την σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή του από τρεις σεισμούς που έλαβαν χώρα το 796 π.Χ., το 1303 και το 1323 μ.Χ. Το 1323 ήταν η χρονιά που ο Άραβας επισκέπτης Ίμπν Μπατούτα δεν μπορούσε να εισέλθει στον φάρο από τα πολλά ερείπια που είχαν συγκεντρωθεί. Το 1480 μ.Χ. ο Σουλτάνος της Αιγύπτου, Καΐτ-μπεης, χρησιμοποίησε τα εναπομείναντα ερείπια μεταφέροντάς τα για το χτίσιμο κάστρου στον ίδιο χώρο, πάνω στη θεμελίωση του Φάρου. Αλλά και αυτό το φρούριο αν και είχε ανακαινισθεί στις αρχές του 19ου αι. κατεδαφίστηκε από τους Άγγλους το 1882.
1 σχόλιο:
Πάντα χαίρομαι τις αναρτήσεις εδώ μέσα. Ομολογώ μάλιστα ότι έχω αρχίσει να τις περιμένω ανυπόμονα. Μαθαίνω ένα σωρό πράγματα.
Μια απορία μόνο: Δεν αντιλαμβάνομαι το σχόλιο του Ias.ara προφανώς κάτι μου ξεφεύγει.
Δημοσίευση σχολίου