Ολα τα χρησιμοποιείς και σε χρησιμοποιούν.
Να είσαι χρηστικός και να φθείρεσαι όπως ορίζει
η φύση σου. Να είσαι δοτικός. Κανείς δε μπορεί να
σου πάρει τίποτα, μόνο τη γεύση σου. Οσο περισσότερο
δίνεσαι, τόσο υπάρχεις. Οσο αφήνεσαι, τόσο μεγαλώνεις.
...Ολα είναι μικρά και περαστικά. Μόνο ένα είναι μεγάλο.
Το νόημα τους..
Λιώσε, πριν μορφοποιηθείς. Τίποτα δε σου ανήκει.
Μόνο το ταξίδι.

Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

ΔΗΜΗΤΡΑ Η ΘΕΑ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ


H Δήμητρα είναι μια από τις μεγαλύτερες και παλαιότερες θεές του αρχαίου ελληνικού πανθέου. Κόρη του Κρόνου και της Ρέας, αδερφή του Δία, του Ποσειδώνα, του Πλούτωνα, της Ήρας και της Εστίας. Θεά της γονιμότητας και της βλάστησης του εδάφους, προστάτιδα της γης και των προϊόντων της, μάνα των δημητριακών (απ' όπου και το όνομά της) και κυρίως των σιτηρών. Η γέννηση της Δήμητρας -όπως και των αδελφών της- ανάγεται στα πρώτα χρόνια της θεογονίας και ακριβέστερα στην εποχή που ο Κρόνος, γιος του Ουρανού, διεκδίκησε και κατέλαβε με τη βία την εξουσία του κόσμου.
Η τύχη της ξανθιάς και όμορφης κόρης της Ρέας, με το που ήρθε στο φως, ήταν σκληρή. Η μικρή Δήμητρα -όπως και τα αδέλφια της- κατέληξε στο στομάχι του άκαρδου πατέρα της κι απελευθερώθηκε μόνο όταν ο μικρότερος αδερφός της Δίας μ' ένα του τέχνασμα κατόρθωσε να τον ξεγελάσει. Η Δήμητρα ως θεά διέφερε σημαντικά από τις άλλες γυναικείες θεότητες. Έξυπνη κι ελκυστική, είχε από την αρχή απαρνηθεί τη θεϊκή κατοικία. Δεν κατοικούσε ποτέ στον Όλυμπο, αλλά στους ειδικά γι' αυτήν αφιερωμένους ναούς, κοντά σ' αυτούς που την πίστευαν και τη λάτρευαν.

Η θεά της γεωργίας, διακριτική έως απόμακρη, σεμνή και αρκετά συνεσταλμένη, είχε από πολύ νωρίς κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοια των υπόλοιπων Ολυμπίων θεών. Οι δυνατότητες, τα προσόντα και η αξία της είχαν απ' όλους αναγνωριστεί, ενώ η προσωπικότητα και ο χαρακτήρας της απαιτούσαν ιδιαίτερη προσέγγιση-αντιμετώπιση, ξεχωριστή διάθεση κατανόησης και σεβασμό. Η Δήμητρα, στον αισθηματικό τομέα, ήταν μια από τις κατεξοχήν σκληρές και ακατάδεκτες θεές. Αν και δεν ήταν ιδιαίτερα κλεισμένη και αυστηρή στα "πιστεύω" της, ωστόσο στις ερωτικές κρούσεις δεν υπέκυπτε με ευκολία, ακόμη κι όταν οι υποψήφιοι εραστές ήταν πολύ αξιόλογοι. Ποσειδώνας και Δίας ήταν δύο από τους ολιγάριθμους γνωστούς κι επίδοξους πολιορκητές της. Και οι δυο την καταδίωξαν επίμονα και κατόρθωσαν τελικά να την αποπλανήσουν εφαρμόζοντας διάφορα παραπλανητικά τεχνάσματα


Ο Δίας ήταν ο πρώτος από τους δυο αδερφούς που επιχείρησε να την κερδίσει. Αν και ερωτεύτηκε τη Δήμητρα ξαφνικά, δεν την πόθησε και δεν την πολιόρκησε τόσο όσο την Ήρα. Η συνειδητή και σταθερή αντίσταση της αδερφής του τον έκανε να σκεφτεί τεχνάσματα για να την εξαπατήσει. Μεταμορφωμένος σε ταύρο κατόρθωσε να την ξεγελάσει κι από την ένωσή τους προέκυψε η Περσεφόνη, η μονάκριβη και πολυαγαπημένη κόρη της Δήμητρας.

Άλλος μύθος λέει ότι η απόκρουση από πλευράς Δήμητρας τον ανάγκασε να την αρπάξει και να τη βιάσει κι έπειτα σαν δείγμα μεταμέλειας να της πετάξει στον κόρφο της τα γεννητικά όργανα ενός κριαριού που στο μεταξύ είχε ευνουχίσει. Η Δήμητρα δέχτηκε, ύστερα από την πράξη αυτή, τη μεταμέλεια του αδερφού της και μετά από δέκα μήνες έφερε στο φως την Περσεφόνη, "προϊόν" της ένωσής της με τον πατέρα των θεών.

Ο Ποσειδώνας ήταν ο δεύτερος από τους δυο αδερφούς που επιτέθηκε στη Δήμητρα με ερωτικούς σκοπούς. Η θεά προκειμένου να τον αποφύγει μεταμορφώθηκε σε φοράδα και κρύφτηκε στα κοπάδια του γιου του Απόλλωνα Όνκιου. Ο Ποσειδώνας, πανέξυπνος καθώς ήταν, δεν άργησε να αντιληφθεί το τέχνασμά της. Χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο μεταμορφώθηκε σε ίππο, την κυνήγησε κι έσμιξε μαζί της. Μια κόρη (που δεν επιτρεπόταν να προφερθεί το όνομά της) κι ένα άλογο με μαύρη χαίτη (ο Αρίωνας) ήταν οι καρποί του ερωτικού τους σμιξίματος.

Η Δήμητρα ύστερα από τη συμπεριφορά του αδερφού της ένιωσε προδομένη κι εξαπατημένη. Μη μπορώντας να πνίξει την οργή της, έγινε θεά εκδικητική μέχρι που ξεπλύθηκε από το μίσος και τη μανία στα νερά του ποταμού Λάδωνα και μετονομάστηκε σε Λουσία. Η Ολύμπια θεά, πέρα από το ερωτικό σμίξιμό της με τους δύο αδερφούς της, δέχτηκε και τον έρωτα ενός νεαρού θνητού, τον οποίο και αγάπησε παράφορα.

Στο γάμο του Κάδμου και της Αρμονίας η Δήμητρα γνώρισε τον όμορφο Ιάσονα και αμέσως τον ερωτεύτηκε. Χωρίς αναστολές και ντροπές εγκατέλειψε μαζί του το γάμο και στις αυλακιές ενός τρεις φορές καλά οργωμένου χωραφιού παραδόθηκε στην αγκαλιά του. Μετά την ερωτική τους ένωση, Δήμητρα και Ιάσονας επέστρεψαν στην κοσμική συγκέντρωση με εμφανή τα σημάδια της πράξης τους. Λάσπες στα μπράτσα και στα πόδια έκαναν όλους ν' αντιληφθούν το περιστατικό και να θυμώσουν πολύ. Ιδιαίτερα ο Δίας, που δεν του άρεσε οι θεές να σμίγουν με θνητούς, αντέδρασε βίαια στην ένωση αυτή· κεραυνοβόλησε τον Ιάσονα, ενώ μετά από λίγο χρονικό διάστημα ερχόταν στο φως ο σπόρος του Ιάσονα από την ένωσή του με τη Δήμητρα, ο μικρός Πλούτος.Ο θάνατος του Ιάσονα δεν ήταν το μοναδικό κακό που γνώρισε η Δήμητρα από τον Δία. Μεγαλύτερη ακόμα συμφορά της ήρθε όταν έχασε τη μονάκριβή της κόρη, την Περσεφόνη, ύστερα από μυστική συνεννόηση μεταξύ Δία και Πλούτωνα.


Η Περσεφόνη ήταν μια κοπέλα γλυκιά, λαμπερή και προπάντων πολύ όμορφη. Τα νιάτα της, η λάμψη και η δροσιά της μάγευαν όλους όσους την αντίκριζαν και πολλοί ήταν εκείνοι που επιθυμούσαν να την κατακτήσουν. Ασυγκίνητος από τα ξεχωριστά εμφανισιακά της προσόντα δεν μπορούσε να μείνει ούτε ο θεός του Κάτω Κόσμου, ο οποίος από την πρώτη στιγμή θέλησε να την κάνει γυναίκα του. Σεβόμενος μάλιστα τους στενούς συγγενικούς δεσμούς που τον έδεναν με τη Δήμητρα, ήρθε πρώτα σε επαφή με τον Δία προκειμένου να τον συμβουλευτεί κι έπειτα αποφάσισε να την απαγάγει. Κάποτε η Περσεφόνη είχε βγει να παίξει μαζί με τις κόρες του Ουρανού σ' ένα λιβάδι γεμάτο λουλούδια.

Καθώς έτρεχε γεμάτη χαρά από εδώ και από εκεί, μαζεύοντας μενεξέδες, κρίνους και υάκινθους, ξαφνικά αντίκρισε ένα πανέμορφο λουλούδι που πραγματικά της τράβηξε την προσοχή· ήταν ένας νάρκισσος, που έφερε εκατό άνθη και που το άρωμά του απλωνόταν σ' όλο το λιβάδι. Η ύπαρξη του εκθαμβωτικού αυτού λουλουδιού δεν ήταν καθόλου τυχαία για εκείνη τη μέρα. Η παρουσία του στο συγκεκριμένο λιβάδι ήταν προϊόν της πονηριάς της θεάς Γαίας που θέλησε να βοηθήσει τον Πλούτωνα να πλανέψει την όμορφη ανιψιά του.

Η μικρή κόρη της Δήμητρας εξυπηρετώντας τους σκοπούς της Γαίας δεν έμεινε καθόλου αδιάφορη απέναντι στο ξεχωριστό αυτό θέαμα· γοητευμένη από την ιδιαίτερη λάμψη του λουλουδιού, θέλησε να το αποκτήσει και για το λόγο αυτόν κίνησε με τα δυο της χέρια να το αγγίξει προκειμένου να το ξεριζώσει. Αμέσως μετά την ενέργειά της αυτή, η γη άνοιξε κι από μέσα της ξεπετάχτηκε ο Πλούτωνας με το χρυσό του άρμα και τα αθάνατά του άλογα. Μάταια η κόρη προσπάθησε ν' αντισταθεί στην απαγωγή. Ο θεός του Κάτω Κόσμου, σκληρός καθώς ήταν, δε συγκινήθηκε μπροστά στα κλάματα και τις παρακλήσεις της. Την άρπαξε με τη βία, την επιβίβασε στο άρμα του και την οδήγησε στο απέραντο σκοτεινό του βασίλειο. Σ' όλη τη διαδρομή η Περσεφόνη έκλαιγε και με σπαρακτική φωνή προσπαθούσε να κάνει αντιληπτή την απαγωγή της, ήταν όμως πολύ δύσκολο. Η ταχύτητα των αλόγων όπως και η τεράστια απόσταση και το χάος που χώριζαν τους δυο κόσμους δε διευκόλυναν στην αποκάλυψη του περιστατικού. Μόνο στη Δήμητρα κατόρθωσε να φτάσει ο απόηχος της φωνής της κόρης της κι αυτός όχι έγκαιρα.

Η Δήμητρα ήταν μια πιστή και αφοσιωμένη στην κόρη της μητέρα. Τρυφερή και γλυκιά, έτρεφε για την Περσεφόνη μια ιδιαίτερη αδυναμία που αντικατοπτριζόταν στη μεταξύ τους σχέση. Όταν ο Πλούτωνας απήγαγε την Περσεφόνη, η Δήμητρα πραγματικά αναστατώθηκε. Η σπαρακτική φωνή της κόρης της που έφτασε στα αυτιά της την έκανε ν' ανησυχήσει, να δραστηριοποιηθεί. Ξέσκισε το κάλυμμα του κεφαλιού της, αφαίρεσε τα στολίδια της, έβαλε ένα μαύρο πέπλο σε ένδειξη πένθους και ξεχύθηκε να την ψάξει. Μέρες ολόκληρες έτρεχε σε στεριές και θάλασσες αναζητώντάς την. Για μια περίπου εβδομάδα κανείς δεν της αποκάλυψε την αλήθεια και κανένας οιωνός δεν της είχε φανερωθεί. Είχε αρχίσει να απογοητεύεται...

Βαστώντας αναμμένα δαδιά, η Δήμητρα συνέχιζε τις περιπλανήσεις της άγρυπνη, άλουστη και θεονήστικη. Αν και φανερά αποκαμωμένη, δεν εγκατέλειπε τις προσπάθειές της, αλλά αντίθετα συνέχιζε τις αναζητήσεις της αποφασισμένη.

Την ένατη μέρα συναντά στο δρόμο της την Εκάτη. Αυτή την πληροφορεί ότι και η ίδια πρόλαβε να ακούσει τις σπαρακτικές φωνές της Περσεφόνης, αλλά ότι δε γνωρίζει το λόγο ή το δράστη. Ερχόμενη σε επαφή με την απελπισμένη μητέρα η Εκάτη ευαισθητοποιείται και προθυμοποιείται να τη βοηθήσει· της προτείνει, μάλιστα, να απευθυνθούν στον Ήλιο μια και ήταν ο μόνος, που σαν κατάσκοπος των θεών και των ανθρώπων, θα μπορούσε να τους αποκαλύψει την αλήθεια.

Ο Ήλιος μπροστά στην επίσκεψη της καταβεβλημένης μάνας δε μένει ασυγκίνητος. Ερχόμενος αντιμέτωπος με την αγωνία της, τη συμπονά κι αποφασίζει να της φανερώσει το δράστη της αρπαγής. Κατονομάζει ως δράστη τον Πλούτωνα και κατηγορεί συνάμα ως υπεύθυνο τον Δία γιατί του έδωσε την άδεια και τη συγκατάθεσή του, να πάρει για γυναίκα του την όμορφη Περσεφόνη. Επιπλέον της αποκαλύπτει ότι η διευκόλυνση που παρείχε ο Δίας στο θεό του Κάτω Κόσμου πήγαζε κυρίως από τη θέση του Πλούτωνα και την υπόστασή του καθώς δεν τον θεωρούσε καθόλου αξιοκαταφρόνητο γαμπρό. Η Δήμητρα ακούγοντας τα λεγόμενα του Ήλιου αγανακτά κι αποφασίζει να μην επιστρέψει στον Όλυμπο για να ζητήσει εξηγήσεις. Τα παρηγορητικά λόγια του λαμπερού θεού την πεισμώνουν περισσότερο κι ανένδοτη ετοιμάζεται να συνεχίσει τις αναζητήσεις.

Κατά τις περιπλανήσεις της κανείς δεν μπορεί να την αναγνωρίσει. Η κούραση και η εξάντληση είχαν αλλοιώσει τη θεϊκή της υπόσταση έτσι ώστε κανείς και τίποτα να μην μπορεί να την αντιληφθεί. Κάποτε και μετά από πολύ δρόμο η πληγωμένη μητέρα φτάνει στην Ελευσίνα, κοντά στο παλάτι του έξυπνου βασιλιά της Κελεού. Η θεά κατάκοπη κάθεται δίπλα στο πηγάδι της Παρθένου, κάτω από μια ελιά, λίγο να ξεκουραστεί. Εκεί έρχεται αντιμέτωπη με τις τέσσερις κόρες του Κελεού (την Καλλιδίκη, την Κλεισιδίκη, τη Δημώ και την Καλλιθόη) που είχαν πάει στο πηγάδι με τις στάμνες τους για να πάρουν νερό. Για να μη γίνει αντιληπτή η Δήμητρα μεταμορφώνεται σε σεβάσμια γερόντισσα και ζητά τη βοήθεια των τεσσάρων κοριτσιών. Οι κοπέλες βλέποντας την άθλια κατάσταση της γριούλας τη λυπούνται και προθυμοποιούνται να τη βοηθήσουν· την καλούν στο παλάτι αλλά της ζητούν προηγουμένως κάποιες πληροφορίες για την καταγωγή της. Η Δήμητρα δεν αρνιέται την πρόταση - παράκληση των κοριτσιών, αλλά αποφασισμένη να μην αποκαλύψει τον πραγματικό της εαυτό, σκαρφίζεται ένα παραμύθι: τους λέει ότι το όνομά της είναι Διδώ κι ότι κατάγεται από την Κρήτη. Τους φανερώνει επίσης ότι κάποτε την άρπαξαν πειρατές για να την πουλήσουν αλλά δεν το κατόρθωσαν· κοντά στο Θορικό τους ξέφυγε και παίρνοντας έναν άγνωστο γι' αυτή δρόμο εξαφανίστηκε· έτσι κάπως περιπλανώμενη έφτασε στα μέρη αυτά χωρίς στον ήλιο μοίρα κι έχοντας απόλυτη ανάγκη από συμπαράσταση και βοήθεια...

Οι τέσσερις κόρες του Κελεού συγκινήθηκαν με την ιστορία της γερόντισσας κι έχοντας ήδη πάρει από την ίδια και επιπλέον πληροφορίες για τα προσόντα της γύρω από τις δουλειές του σπιτιού και την ανατροφή των παιδιών, αποφασίζουν να την πάρουν μαζί τους και να της συμπαρασταθούν. Κατά τη διαδρομή, η ομορφότερη κόρη του Κελεού, η Καλλιδίκη, αναλαμβάνει να κατατοπίσει την ξένη γύρω από την περιοχή. Της παρουσιάζει την πόλη, τα μεγάλα σπίτια της χώρας και τη διαβεβαιώνει για την χωρίς άλλο εύκολη ανεύρεση καταλύματος και δουλειάς σ' ένα από αυτά. Επίσης της δηλώνει ότι οι γονείς της, τώρα στα γεράματά τους, έχουν αποκτήσει ένα αγόρι που σίγουρα χρειάζεται επιπλέον φροντίδα από κάποια γυναίκα ειδική.

Φτάνοντας στο παλάτι τα τέσσερα κορίτσια αφήνουν για λίγο τη θεά και τρέχουν να ενημερώσουν τη μητέρα τους για το συμβάν. Εκείνη ακούγοντας με μεγάλη προσοχή τις ιστορίες γύρω από τον ποιόν της γερόντισσας δέχεται πρόθυμα να τη βοηθήσει και στέλνει τις κόρες της να τη φωνάξουν. Οι κόρες τρέχουν χαρούμενες έξω στη Δήμητρα, την παίρνουν και τη συνοδεύουν στο παλάτι. Η Δήμητρα σκυμμένη, με καλυμμένο το πρόσωπο και μαυροφορεμένη, περνά το κατώφλι κι έρχεται αντιμέτωπη με τη βασίλισσα και το μικρό της γιο που καθόταν απέναντι της σε θρονί. Με την είσοδό της ο χώρος γεμίζει φως ενώ το κεφάλι της ακουμπά στο ταβάνι. Η βασίλισσα αρχικά ταράζεται, τρομάζει, όμως στη συνέχεια το δέος την αναγκάζει να σηκωθεί και να προσφέρει το θρονί της στην άγνωστη εκθαμβωτική ξένη. Η Δήμητρα μη θέλοντας ακόμη να αποκαλυφθεί αλλά ούτε και να παραβεί το εθιμοτυπικό που απαιτεί ευλάβεια και σεβασμό του οποιουδήποτε απέναντι σε μια βασίλισσα, αρνείται την τιμητική θέση που της προσφέρει η βασίλισσα και κάθεται σ' ένα χαμηλό σκαμνί σκεπασμένο από προβιά που της δίνεται από την υπηρέτρια Ιάμβη. Η δύσκολη αποστολή που έχει αναλάβει και η απόγνωση στην οποία βρίσκεται δεν την αφήνουν να εκφραστεί ελεύθερα. Σιωπηλή και ήσυχη, φανερά δυστυχισμένη και απελπισμένη, στέκεται ακίνητη με τα μάτια ριγμένα στο έδαφος.

Η ατμόσφαιρα γίνεται ιδιαίτερα βαριά και η υπηρέτρια Ιάμβη προκειμένου να την ελαφρύνει και να της δώσει έναν πιο χαρούμενο τόνο αρχίζει να κάνει αστεία. Τα χαριτωμένα της πειράγματα κανένα δεν άφησαν αδιάφορο. Ακόμη και η Δήμητρα παρασύρεται από το γενικότερο διασκεδαστικό κλίμα κι αρχίζει να γελά. Η βασίλισσα Μετάνειρα χαίρεται με την έστω πρόσκαιρη αλλαγή της διάθεσης της γερόντισσας. Γεμάτη καλοσύνη και συμπάθεια της προσφέρει μια κούπα κρασί αλλά η Δήμητρα, εξαιτίας του πένθους της, δεν το δέχεται. Αντίθετα λόγω της εξάντλησης και της πολυήμερης αφαγίας της προτιμά να ζητήσει από τη βασίλισσα έναν κυκεώνα, δηλαδή χυλό από κριθάρι, νερό και δυόσμο. Η μητέρα των τεσσάρων πανέμορφων κοριτσιών δεν της το αρνείται κι αμέσως προστάζει κάποιον να της τον παρασκευάσει και να της τον φέρει.

Η Δήμητρα με βουλιμία τρώει το παρασκεύασμα και τελειώνοντάς το ανακοινώνει την πρόθεσή της να αναλάβει την ανατροφή και διαπαιδαγώγηση του μικρού γιου της βασιλικής οικογένειας, του Δημοφώντα.

Με μεγάλη χαρά και αντιλαμβανόμενη την ιδιαιτερότητα της ξένης, η βασίλισσα Μετάνειρα δέχεται να εμπιστευτεί το μονάκριβο γιο της στα χέρια της. Η Δήμητρα, με τη μορφή της δυστυχισμένης γερόντισσας, παίρνει από την πλευρά της μεγάλες δεσμεύσεις γύρω από το μεγάλωμα και την περιποίηση του παιδιού. Υπόσχεται ενώπιον όλων ότι τίποτε δεν πρόκειται να λείψει από το παιδί, ότι ποτέ και σε τίποτα δε θα υστερήσει, ούτε και ποτέ θα αρρωστήσει. Οι δηλώσεις της ξένης αφήνουν τους πάντες έκπληκτους. Κανείς ως αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να φανταστεί ότι πίσω απ' αυτά τα σοβαροφανή και πολύ δεσμευτικά λόγια κρύβεται μια θεά. Όλοι τους είναι μαγεμένοι απ' αυτό το ιδιαίτερο που εκπέμπει η ξένη, κανείς όμως δεν μπορεί να καταλάβει το γιατί. Το μεγάλωμα του Δημοφώντα και η ειδική μεταχείριση από μέρους της γερόντισσας θα τους ερμηνεύσει αυτό που ως τώρα θεωρούν καταπληκτικό και ανεξήγητο.

Η Δήμητρα αναλαμβάνει ευθύς αμέσως το μεγάλωμα του παιδιού με τρόπο πραγματικά ιδιαίτερο και ξεχωριστό. Χωρίς να το θηλάζει και χωρίς να το ταΐζει, το αλείφει καθημερινά με αμβροσία, το φυσά με την ανάσα της και τη νύχτα το βάζει πάνω σε μια δυνατή φωτιά για να γίνει ανθεκτικό κι αθάνατο. Η προσφορά από μέρους της ενός τέτοιου δώρου είναι γι' αυτήν η καλύτερη ένδειξη ευγνωμοσύνης και η καλύτερη ανταμοιβή προς το βασιλικό ζεύγος για τα καλά που της δόθηκαν. Η ανατροφή του Δημοφώντα συνεχιζόταν με την ίδια τακτική ώσπου κάποια μέρα, εντελώς ξαφνικά, εμφανίζεται η Μετάνειρα και αντιλαμβάνεται την περίεργη μέθοδο της ξένης. Η βασίλισσα ταράζεται από το θέαμα και διαμαρτύρεται έντονα. Μη γνωρίζοντας τη θεϊκή καταγωγή της άγνωστης γερόντισσας, θυμώνει με τη συμπεριφορά της κι αρχίζει να εκτοξεύει απειλές με πολύ άσχημο τρόπο. Η Δήμητρα μπροστά στις αντιδράσεις της βασίλισσας εξοργίζεται και αποφασίζει να αποκαλύψει την ταυτότητά της. Δε δέχεται κανέναν συμβιβασμό και φανερώνει την από εδώ και στο εξής πορεία της μοίρας του Δημοφώντα. Επιπλέον, απαιτεί την κατασκευή ενός μεγάλου ναού με βωμό προς τιμή της, που θα χτιστεί, σύμφωνα με τις επιθυμίες της, κάτω από τα τείχη της πόλης και πάνω στο λόφο που βρίσκεται κοντά στο Καλλίχορο πηγάδι. Τέλος, ανακοινώνει την παρουσία συγκεκριμένων γιορτών προς τιμή της προκειμένου μελλοντικά να καθιερωθεί και στο χώρο τους η λατρεία της. Αυτές τις δηλώσεις κάνει η Δήμητρα και παίρνοντας την πραγματική της μορφή σηκώνεται και φεύγει. Η βασίλισσα, όπως και το γύρω πλήθος, μένει έκθαμβη και σαστισμένη.

Το μικρό αγόρι καταλαβαίνοντας ίσως την ουσιαστική απώλεια της παραμάνας του απαρηγόρητα κλαίει. Η πραγματοποίηση των επιθυμιών της θεάς γίνεται τώρα πρωταρχική μέριμνα της βασιλικής οικογένειας. Το πρωί της επόμενης μέρας ενημερώνεται ο Κελεός και συγκεντρώνει όλο το λαό για να του ανακοινώσει τις προθέσεις του. Χωρίς καθυστερήσεις προστάζει το χτίσιμο του αφιερωμένου προς τη θεά Δήμητρα ναού και ζητά την όσο το δυνατόν γρηγορότερη ολοκλήρωσή του. Η Δήμητρα απογοητευμένη και απελπισμένη κλείνεται στον πανέτοιμο πια ναό της κι αρνείται να επιστρέψει στον Όλυμπο. Αγανακτισμένη από τις συμφορές που τη βρήκαν κι από τις αντίξοες καταστάσεις που μέχρι τώρα βίωσε και βιώνει στέλνει σ' ολόκληρο τον κόσμο τη μεγαλύτερη δυστυχία που θα μπορούσε ποτέ να του έρθει. Αναγκάζει τους σπόρους να μείνουν κρυμμένοι μέσα στο χώμα και καθιστά τη γη άγονη κι ανίκανη να βλαστήσει.

Ο Δίας βλέποντας την ανθρωπότητα να κινδυνεύει με αφανισμό, αναγκάζεται να ευαισθητοποιηθεί. Στέλνει πρωταρχικά τη χαριτωμένη Ίριδα στην Ελευσίνα για να πείσει τη Δήμητρα να επιστρέψει στον Όλυμπο, αλλά μάταια. Η θεά αποφασισμένη να μην αλλάξει στάση και συμπεριφορά, τη στέλνει πίσω άπραγη κι αυτήν όπως κι όλους τους υπόλοιπους μακάριους θεούς που πήγαν με τα δώρα τους για να την επισκεφτούν και να τη μεταπείσουν. Ο πατέρας των θεών βλέποντας τις προσπάθειές του να αποβαίνουν άκαρπες βρίσκεται σε πραγματικό αδιέξοδο. Μην μπορώντας να σκεφτεί τίποτε άλλο αποτελεσματικότερο αποφασίζει ο ίδιος να μεσολαβήσει· στέλνει τον Ερμή στον Πλούτωνα και καταφέρνει να τον πείσει ν' αφήσει την Περσεφόνη ελεύθερη να επιστρέψει στη μητέρα της. Ο Πλούτωνας υπακούει στα λόγια του μικρότερου αδερφού του και δέχεται να απελευθερώσει την όμορφη γυναίκα του, δεν αποκαλύπτει όμως τις ειλικρινείς του προθέσεις. Αποχαιρετώντας την Περσεφόνη ο αδίστακτος θεός του Κάτω Κόσμου της προσφέρει να φάει το γλυκό σπόρο κάποιου ροδιού έτσι ώστε να μη θελήσει ποτέ να επιστρέψει μόνιμα στη μητέρα της. Μετά τα αποχαιρετιστήρια, ο Ερμής παίρνει την όμορφη κόρη, ζεύει το άρμα του και την πηγαίνει στη μητέρα της στην Ελευσίνα. Η Δήμητρα αντικρίζοντας τη χαμένη της κόρη πέφτει στην αγκαλιά της πλημμυρισμένη από χαρά. Δεν μπορεί να πιστέψει τον ερχομό της κόρης της, όπως και δεν μπορεί να φανταστεί κάποια τίμια συναλλαγή μεταξύ των δύο αδερφών της. Γνωρίζοντας την εμμονή του Πλούτωνα κι έχοντας συναίσθηση του εγωισμού και του πείσματος που τον διακρίνει, ρωτά την κόρη της αν ο αδερφός της φεύγοντας της έδωσε τίποτα να φάει. Η Περσεφόνη, αθώα καθώς ήταν, περιγράφει στη μητέρα της με λεπτομέρειες το περιστατικό με το ρόδι.

Η Δήμητρα στενοχωρημένη καταλαβαίνει τη σημασία του γεγονότος και δηλώνει στην κόρη της ότι τώρα πια θα είναι υποχρεωμένη να μένει το ένα τρίτο του χρόνου κοντά στον άντρα της και τα υπόλοιπα δύο τρίτα κοντά της. Το αποτέλεσμα χωρίς να είναι το αναμενόμενο για μάνα και κόρη δεν τις αφήνει δυσαρεστημένες. Χαρούμενες που βρίσκουν μετά από τόση περιπέτεια και δυστυχία η μια την άλλη, δέχονται στο μεταξύ την επίσκεψη της Ρέας ύστερα από αίτημα του Δία. Η μητέρα των θεών ευχαριστημένη και ικανοποιημένη από το τελικό αντάμωμα, προτείνει ως μεσολαβητής του γιου της την επιστροφή και των δύο (Δήμητρας και Περσεφόνης) στον Όλυμπο. Κανείς τελικά δεν αρνιέται το συμβιβασμό. Η Δήμητρα δέχεται την πρόσκληση και εισακούει την παράκληση του Δία να θέσει τέρμα στις συμφορές που βρήκαν τη γη. Με την επιστροφή τους τα πάντα γίνονται όπως πριν και η φύση στο σύνολό της ανθίζει και καρποφορεί. Η Δήμητρα ευτυχισμένη πια δε στέκεται μόνο στο επίπεδο της φύσης και της ευφορίας της, αλλά επιπλέον αναλαμβάνει να διδάξει στους βασιλιάδες τις ιερές τελετές και να τους μυήσει στις μυστηριακές λατρείες.

Σύμφωνα με το μύθο, τον καιρό που η Δήμητρα έψαχνε την κόρη της Περσεφόνη ήρθε σε επαφή με ορισμένα άτομα.

Πρώτος ήταν ο Φύταλος, ο οποίος στην περιοχή του Κηφισού είχε δεχτεί να τη φιλοξενήσει όταν αυτή καταπονημένη από τις περιπέτειες έψαχνε κατάλυμα για να ξαποστάσει. Δεύτερος ήταν ο Ασκάλαβος, ο γιος μιας χωριάτισσας, της Μίσμης, που βλέποντας τη Δήμητρα να τρώει με λαιμαργία αυτό (αλεύρι με νερό) που η μητέρα του της πρόσφερε, σ' ένα διάλειμμα της κοπιαστικής της πεζοπορίας, άρχισε να γελά με ειρωνεία. Η θεά παρεξηγήθηκε με την αντίδραση του μικρού αγοριού και το μεταμόρφωσε σε σαύρα.

Τελευταίος ήταν ο Τάνταλος, ο οποίος χωρίς να έχει σχέση με τις ταλαιπωρίες που υπέστη η Δήμητρα, συνδέεται μ' αυτήν μ' ένα περιστατικό της συγκεκριμένης περιόδου. Όταν, λοιπόν, ο Τάνταλος πρόσφερε στους θεούς το κρέας του γιου του για να τους δοκιμάσει, όλοι το κατάλαβαν και το αρνήθηκαν, εκτός της Δήμητρας, που αφηρημένη καθώς ήταν για το χαμό της κόρης της έφαγε ένα κομμάτι.Πολλοί ήταν εκείνοι που απευθύνονταν στη θεά Δήμητρα για να τους βοηθήσει. Η καλοσύνη της και η ευσπλαχνία της ήταν στοιχεία που βεβαίωναν την καλοπροαίρετη επιτυχία ενός οποιουδήποτε αιτήματος - εγχειρήματος.

Ο Ηρακλής προτού κατέβει στον Άδη, για να φέρει τον Κέρβερο, ζήτησε τη βοήθεια της Δήμητρας για να τον εξαγνίσει από το φόνο των Κενταύρων. Η θεά έκανε τον καθαρμό του Ηρακλή, αφού ίδρυσε τα μικρά ελευσίνια μυστήρια προκειμένου αργότερα να μπορέσει να μυηθεί σ' αυτά. Η Μήδεια, εξάλλου, φτάνοντας στην Κόρινθο είχε σώσει τους πολίτες από το λοιμό καθιερώνοντας θυσίες στη Δήμητρα κι εξευμενίζοντας κατ' εξακολούθηση τη θεά. Η Δήμητρα ως θεά απαιτούσε κι αυτή το σεβασμό των πιστών της.

Η εκδικητική της μανία έφτανε ανελέητη σ' αυτόν που δεν την τιμούσε και δεν τη λάτρευε όπως της άξιζε. Αν και δεν υπάρχουν πολλά παραδείγματα παρόμοιας συμπεριφοράς της, ένα είναι κυρίως γνωστό και αρκετά χαρακτηριστικό.

Κάποτε ζούσε στη Θεσσαλία ο Ερυσίχθονας, ο γιος του Τριόπου, άνδρας ιδιαίτερα άξεστος και ασεβής. Στον κάμπο του Δωτίου, όπου βασίλευε, οι Πελασγοί, από τα παλιά χρόνια, είχαν αφιερώσει στη Δήμητρα ένα πυκνό δάσος από πεύκα, αχλαδιές, μηλιές κ.λ.π. Κάποια στιγμή ο νεαρός βασιλιάς θέλησε να μεγαλώσει το παλάτι του χτίζοντας μια αίθουσα για τα συμπόσιά του. Την απαραίτητη για το σκοπό αυτόν ξυλεία σκέφτηκε να την προμηθευτεί από το άλσος που ήταν αφιερωμένο στη θεά. Συγκέντρωσε λοιπόν 20 δαυλούς και ξεκίνησε για το άλσος. Φτάνοντας εκεί διάλεξε μια λεύκα και διέταξε κάποιον δούλο να την κάψει. Η Δήμητρα παίρνοντας τη μορφή μιας ηλικιωμένης γυναίκας προσπάθησε να τον αποτρέψει θυμίζοντάς του την αγιότητα των δέντρων. Ο Ερυσίχθονας δεν την άκουσε· έκοψε το δέντρο και αποκεφάλισε, μάλιστα, κι έναν από τους δούλους του που αρνήθηκε να υπακούσει στη διαταγή του. Η Δήμητρα ύστερα από την πράξη του αυτή δεν τον άφησε ατιμώρητο· τον καταδίκασε σε μια πείνα που με τίποτα δεν μπορούσε να χορτάσει.

Για μια άπρεπη πράξη του η Δήμητρα τιμώρησε και τον Ασκάλαφο, το γιο του Αχέροντα ποταμού του Κάτω Κόσμου και της Γοργύρας. Όταν αυτός είδε και διέδωσε ότι η Περσεφόνη έφαγε το ρόδι από τον Πλούτωνα, η Δήμητρα οργίστηκε· του έριξε μια τεράστια πέτρα από πάνω του, η οποία τον πλάκωνε μέχρι που τον απελευθέρωσε ο Ηρακλής. Η θεά ακόμα κι ύστερα από την ενέργεια αυτή του Ηρακλή, μην μπορώντας να συγχωρήσει ποτέ την πράξη του, τον μεταμόρφωσε σε κουκουβάγια.

Η Δήμητρα τέλος βρισκόταν σε απόλυτη σύμπνοια με τις υπόλοιπες γυναικείες θεότητες. Πάντα τις υπολόγιζε και τις σεβόταν και ποτέ δεν έκανε πράγματα αντίθετα προς τη θέλησή τους. Στην περίπτωση της Ψυχής, προκειμένου να μην έρθει σε σύγκρουση με την Αφροδίτη, αρνήθηκε (όπως και η Ήρα) να της προσφέρει τη βοήθειά της στην προσπάθεια ανεύρεσης του γιου της Αφροδίτης, Έρωτα.Τέλος η Δήμητρα ήταν μια θεότητα αγροτική που λατρευόταν κυρίως από τους Έλληνες χωρικούς. Σύμφωνα μ' αυτά που πίστευαν, με τη βοήθεια και συμπαράστασή της γινόταν το όργωμα, η σπορά, ο θερισμός, το αλώνισμα και γενικά όλες οι αγροτικές γεωργικές εργασίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: