Ολα τα χρησιμοποιείς και σε χρησιμοποιούν.
Να είσαι χρηστικός και να φθείρεσαι όπως ορίζει
η φύση σου. Να είσαι δοτικός. Κανείς δε μπορεί να
σου πάρει τίποτα, μόνο τη γεύση σου. Οσο περισσότερο
δίνεσαι, τόσο υπάρχεις. Οσο αφήνεσαι, τόσο μεγαλώνεις.
...Ολα είναι μικρά και περαστικά. Μόνο ένα είναι μεγάλο.
Το νόημα τους..
Λιώσε, πριν μορφοποιηθείς. Τίποτα δε σου ανήκει.
Μόνο το ταξίδι.

Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

ΠΕΡΣΕΑΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ

Ο Περσέας ήταν ήρωας της Αρχαιότητας. Γιος του Δία και της Δανάης. Παππούς του ήταν ο Ακρίσιος, βασιλιάς του Άργους.

Ο χρησμός και η γέννηση

Ο Ακρίσιος ήθελε πάντα να αποκτήσει έναν διάδοχο για τον θρόνο του. Μετά την γέννηση της Δανάης, προσπάθησε και πάλι να αποκτήσει γιο αλλά δεν τα κατάφερε. Αποφασίζει να πάει στην Πυθία και να μάθει αν θα αποκτήσει αγόρι. Η Πυθία του ανακοινώνει πως θα αποκτήσει εγγονό από την Δανάη και πως θα σκοτωθεί από αυτόν. Γυρνώντας στο Άργος στεναχωρημένος, κλείνει την Δανάη σε ένα υπόγειο δωμάτιο, ώστε να αποφύγει την επαλήθευση του χρησμού. Η Δανάη επικοινωνούσε μόνο με την παραμάνα της, ενώ από ένα παραθύρι, υπερυψωμένο, καταλάβαινε το έξω περιβάλλον.

Ο Δίας γοητευμένος από την ομορφιά της Δανάης, την επισκέπτεται, μέσω του παραθύρου, με την μορφή της χρυσής βροχής. Από την ένωση αυτή γεννιέται ο Περσέας.

Ο Ακρίσιος μαθαίνοντας την γέννηση του εγγονού του, επειδή δεν μπορούσε να τον σκοτώσει, αποφασίζει να κλείσει σε ένα κουτί (λάρνακα), την Δανάη και τον γιο της. Έπειτα δίνει εντολή να αφήσουν την λάρνακα στην θάλασσα και να αποφασίσουν οι θεοί για την τύχη της.

Η Δανάη και ο Περσέας στη Σέριφο

Η λάρνακα ξεβράζεται, ύστερα από πολυήμερο ταξίδι, στις ακτές του νησιού Σέριφος, όπου την βρίσκει ο ψαράς Δίκτης. Κατά άλλη μαρτυρία ο Δίκτης ψάρεψε το κιβώτιο που φιλοξενούσε την Δανάη και τον Περσέα. Ο Δίκτης, αδελφός του βασιλιά του νησιού, Πολυδεύκη ή Πολυδέκτη, φιλοξένησε στο σπίτι του τα δυο ταλαιπωρημένα πρόσωπα και τα έκανε μέλη της οικογένεια του. Ο Δίκτης, ίσως κατοικούσε στην περίφημη "Σπηλιά του Κύκλωπα", αφού στα παράλιά της βρέθηκε η λάρνακα.

Ο Περσέας μεγάλωσε στη Σέριφο και έγινε ένα δυνατό παλικάρι. Ο Πολυδεύκης, από καιρό ήθελε για γυναίκα του την Δανάη. Στην αρχή είχε την αντίρρηση της ίδιας και του αδελφού του. Τώρα όμως είχε ένα βασικό εμπόδιο : τον γιο της, τον Περσέα. Θέλοντας να ξεφορτωθεί τον Περσέα, του τάζει την παροχή μέσου προς την πατρίδα του το Άργος προϋπόθεση να κάνει έναν άθλο, να κόψει και να φέρει το κεφάλι της Μέδουσας. Μια άλλη εκδοχή του μύθου είναι πως ο Πολυδεύκης ανακυρήσσει το γάμο του με την Ιπποδάμεια και ζητά από τον κάθε κάτοικο του νησιού, για γαμήλιο δώρο, ένα άλογο. Ο Περσέας, ψαράς όπως και ο Δίκτης, δεν είχε άλογα. Μπροστά στο υπεροπτικό ύφος του βασιλιά ξεστομίζει πως δεν θα του φέρει άλογο, αλλά το κεφάλι της Μέδουσας. Ο Πολυδεύκης δέχεται αυτήν την δέσμευση και αποφασίζει να κρατήσει στο παλάτι την Δανάη εώς ότου ο Περσέας εκπληρώσει την υποχρέωσή του.

Η Μέδουσα

Ο Περσέας φεύγει από την Σέριφο με ένα καράβι με σκοπό να βρει την Γοργόνα Μέδουσα. Στη διαδρομή του συναντά την θεά Αθηνά ή τον Ερμή,όπου πληροφορείται πως για να σκοτώσει την Μέδουσα θα πρέπει να προμηθευτεί:

1.) την περικεφαλαία του Άδη, ώστε αόρατος να πλησιάσει τον στόχο του
2.) τον μαγικό σάκο που θα βάλει το τρομερό κεφάλι
3.) τα φτερωτά σανδάλια, επειδή η Γοργώ - Μέδουσα, έμενε σε βράχο, στη μέση της θάλασσας.
4.) την αστραφτερή ασπίδα, απ' όπου θα έβλεπε το κεφάλι της Μέδουσας. Γιατί όποιος έβλεπε την Μέδουσα κατάματα πέτρωνε. Και τέλος
5.) το κοφτερό σπαθί ή δρεπάνι, με το οποίο θα έκοβε τον σκληρό λαιμό της Γοργούς.
Η Αθηνά του δίνει την αστραφτερή ασπίδα και ο Ερμής τα φτερωτά σανδάλια. Κατά άλλη πηγή την περικεφαλαία του Κυνός ή του Άδη, τα φτερωτά σανδάλια και τον μαγικό σάκο του τα έδωσαν οι Νύμφες, στις οποίες έφτασε καθοδηγούμενος από τους θεούς - προστάτες του. Η Αθηνά οδήγησε τον Περσέα στην χώρα των Υπερβορείων (μαρτυρία προερχόμενη από τον Πίνδαρο), όπου μετά από θυσία που έκανε παρέλαβε το κοφτερό σπαθί και την περικεφαλαία του Κυνός.

Το μόνο που έμενε πλέον ήταν να μάθει τον τόπο διαμονής της θνητής Γοργόνας. Γι' άλλη μια φορά η Αθηνά τον βοηθά, του υποδεικνύει τον δρόμο για τις Γραίες.

Οι Γραίες ήταν συγγενείς των Γοργόνων και οι μόνες που ήξεραν τον τόπο διαμονής τους. Ήταν όντα με αποκρουστική οψη. Τρεις γριές που είχαν ένα κωμικοτραγικό στοιχείο : επειδή είχαν ένα μάτι (και ένα δόντι), τα αντάλλαζαν μεταξύ τους. Έμεναν κοντά στον Άδη, στα δυτικά του κόσμου.

Ο Περσέας τις πλησίασε αόρατος και εκμεταλλευόμενος την στιγμή της ανταλλαγής άρπαξε το μάτι τους. Οι Γραίες, γνωρίζοντας σχετικό χρησμό για την Γοργώ, με δυσκολία και υπό την απειλή ότι θα χάσουν το μάτι τους, μαρτυρούν στον ήρωα τον τόπο παραμονής της Μέδουσας.

Όταν ο ήρωας πλησίασε την Μέδουσα, αόρατος και κοιτώντας το καθρέφτισμα της ασπίδας του, με την βοήθεια της Αθηνάς έκοψε το κεφάλι της και το έβαλε στο σακίδιο. Από το κόψιμο γεννήθηκε ο γίγαντας Χρυσάωρας, με το χρυσό σπαθί, και, από το αίμα που έπεσε στον Ωκεανό, ο Πήγασος, το φτερωτό άλογο. Από μια άλλη μαρτυρία γεννήθηκε και ο Ίππος. Για να αποφύγει την καταδίωξη των αδελφών της Μέδουσας, πέταξε γοργά με τα φτερωτά σανδάλιά του ή καβαλίκεψε τον Πήγασο και έφυγε από τον τόπο.

Η Ανδρομέδα

Στον δρόμο της επιστροφής, περνά από την Αιθιοπία. Εκεί, σ΄ έναν βράχο βλέπει μια γυναικεία φιγούρα αλυσσοδεμένη. Πλησιάζει και θαμπωμένος από την ομορφιά της σταματά να μάθει τι συμβαίνει. Μαθαίνει πως η κόρη ονομάζεται Ανδρομέδα. Κόρη του βασιλιά Κηφέα και της Κασσιόπης η Κασσιόπειας, είχε προκαλέσει την οργή του Ποσειδώνα, επειδή περηφανεύτηκε πως είναι πιο όμορφη από τις Νηρηίδες. Ο Ποσειδώνας έστειλε, ως τιμωρία, έναν Δράκοντα και για εξιλέωση απαίτησε την θυσία της Ανδρομέδας. Ο Περσέας, ερωτευμένος με την κόρη του Κηφέα, αποφασίσει να σκοτώσει τον Δράκοντα και να πάρει μαζί του την Ανδρομέδα. Πράγματι, ο ήρωας τερματίζει την ζωή του θαλάσσιου τέρατος και, με την συγκατάθεση των γονέων, παίρνει την Ανδρομέδα μαζί του στη Σέριφο.

Όμως η Ανδρομέδα είχε αρραβωνιαστεί τον Φινέα. Έτσι μετά το κατόρθωμα του Περσέα, διεκδικούσε ξανά την Ανδρομέδα. Για συμπαράσταση στο αίτημά του συγκέντρωσε μερικούς φίλους ή συμμάχους του και άρχισε να καταδιώκει τον Περσέα και την Ανδρομέδα. Ο ήρωας τιμώρησε υποδειγματικά τον Φινέα, ο οποίος δεν έφερε καμμία αντίρρηση όταν οι συμπατριώτες του έδεναν την Ανδρομέδα στον βράχο, για να την καταπιεί ο δράκοντας. Ο Περσέας έβγαλε το κεφάλι της Γοργούς και το υπέδειξε στους καταδιώκτες του. Αυτοί, όταν αντίκρισαν το κεφάλι της Μέδουσας, μαρμάρωσαν!

Ύστερα από αυτό το περιστατικό το νέο ζευγάρι πήρε το δρόμο για την Σέριφο.

Η επιστροφή στην Σέριφο

Κατά την απουσία του Περσέα, ο Πολυδέκτης προσπάθησε με τη βία να κάνει την Δανάη γυναίκα του. Η άκαμπτη στάση της τον εξόργισε και την πήγε με τη βία στον ναό της Αθηνάς για να την θυσιάσει. Την στιγμή εκείνη καταφτάνει ο Περσέας, με την Ανδρομέδα στην αγκαλιά του. Ο Πολυδέκτης, μην αποδεχόμενος την επιτέλεση του άθλου, προκαλεί τον ήρωα να του δείξει το κεφάλι. Ο ήρωας προειδοποιεί τους δικούς του να μην κοιτάξουν και βγάζει από τον σάκο το κεφάλι της Μέδουσας. Όσοι το κοίταξαν, ανάμεσά του και ο Πολυδέκτης, πέτρωσαν μονομιάς. Έτσι επιβεβαιώθηκε η δύναμη του κεφαλιού, ακόμη και νεκρό, και γέμισε η Σέριφος από πέτρες που έμοιαζαν με ανθρώπους.

Μετά από αυτό ο Περσέας αφιέρωσε το κεφάλι στην Αθηνά, η οποία το πήρε και το κάρφωσε μπροστά στην ασπίδα της. Ο Δίκτης ανέλαβε την ηγεσία του νησιού και ο Περσέας, με τις δυο γυναίκες, ετοιμάστηκε για την επιστροφή στο Άργος.

Η επιστροφή στο Άργος και ο χρησμός

Ο Περσέας ήθελε να συμφιλιωθεί με τον παπού του Ακρίσιο, όμως ο τελευταίος, έχοντας γνώση του χρησμού, ήθελε να αποφύγει την συνάντηση και γι' αυτό κατέφυγε στη Λάρισα.

Τελικά ο εγγονός έπεισε τον παππού του να γυρίσει πίσω. Όμως «ό,τι γράφεται δεν ξεγράφεται». Σ' έναν αγώνα δισκοβολίας (πένταθλο), ο Περσέας ρίχνοντας δυνατά τον δίσκο, πετυχαίνει τον παππού του, που βρισκόταν πολύ μακριά από τον τόπο διεξαγωγής των αγώνων. Μια άλλη εκδοχή τοποθετεί το γεγονός στην ίδια τη Λάρισα.

Μην μπορώντας να δεχτεί τον θρόνο του Άργους κάτω από αυτές τις συνθήκες, τον ανταλλάσσει «κοινή συναινέσει» με τον εξάδελφό του Μεγαπένθη, γιο του Προίτου, βασιλιά της Τίρυνθας.

Έτσι ο Περσέας έγινε βασιλιάς της Τίρυνθας. Εκεί δημιούργησε την περίφημη για τα «Κυκλώπεια Τείχη» της πόλη Μυκήνες. Ονομάστηκε έτσι από την άκρη της σπαθοθήκης, που ονομαζόταν «μύκης».

Ο Περσέας απόκτησε, με την Ανδρομέδα, εφτά παιδιά : τον Πέρση, τον Αλκαίο, τον Σθένελο, τον Έλειο, τον Γοργοφόνη και τον Ηλεκτρύωνα.(Επίσης,η εγκυκλοπαίδεια ΠΥΡΣΟΣ, τόμος Δ, σελ. 643, έκδοση 1929, αναφέρει τον Πέρση ως Περσέα, ο οποίος φέρεται και ως ο γενάρχης των Περσών, τον Έλειο ως Έλενο και ο υιός Γοργοφόνης αναφέρεται ως θυγατέρα Γοργοφόνη. Επίσης αναγράφεται ακόμη ένας υιός, ο Μήστωρ.)

Από τον Περσέα, γιο του Δία, ξεκινά η περίφημη γενιά του Ηρακλή, γιου του Δία.

Όταν ο Περσέας πέθανε, οι θεοί δεν τον έστειλαν στον Άδη, αλλά στα άστρα. Μαζί του καταστέρισαν την Ανδρομέδα και τους γονείς της Κηφέα και Κασσιόπη. Έτσι δημιουργήθηκαν οι αστερισμοί του Περσέα, της Ανδρομέδας, της Κασσιόπης και του Κηφέα, αποτυπώνοντας την ιστορία τους στον ουράνιο θόλο.

Σάββατο 17 Ιουλίου 2010

ΟΙ ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ


Οι Διόσκουροι ήταν παιδιά του Δία και της Λήδας και αδέρφια της ωραίας Ελένης. Ήταν θεοί του φωτός και προσωποποιούσαν για τους Έλληνες την εντιμότητα, τη γενναιοψυχία, την τόλμη, την ευγένεια και την αρετή. Ήταν προστάτες των καραβιών και των ναυτικών. Οι Έλληνες τους λάτρευαν και τους τιμούσαν σαν θεούς, ενώ συχνά ζητούσαν από αυτούς συμπαράσταση και βοήθεια στις δύσκολες ώρες. Ήταν οι προστάτες και σωτήρες των θνητών.
Σύμφωνα με το μύθο, η Λήδα, από την ένωσή της με τον Δία, γέννησε δυο αβγά. Από το πρώτο γεννήθηκε η Ελένη, ενώ από το δεύτερο δύο δίδυμα αγόρια, οι Διόσκουροι, ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο Κάστορας ήταν γιος του νόμιμου συζύγου της Λήδας, του Τυνδάρεου, βασιλιά της Σπάρτης, και γι' αυτό ήταν θνητός, ενώ ο Πολυδεύκης ήταν γιος του Δία και επομένως αθάνατος. Ο Όμηρος τοποθετεί τη γέννησή τους στον Ταΰγετο, άλλοι κοντά στο νησί Πέφιο και τέλος μια τρίτη εκδοχή αναφέρει ότι ο Ερμής τους μετέφερε στην αχαϊκή πόλη Πελλήνη, όπου και μεγάλωσαν.Οι δυο νέοι ήταν αχώριστοι και κέρδιζαν πάντοτε το θαυμασμό και τη συμπάθεια των γύρω τους για την ευγένεια της ψυχής, το θάρρος, τη γενναιότητα και τις ικανότητές τους.

Ο Κάστορας αναδείχτηκε σε ασύγκριτο καβαλάρη και δαμαστή αλόγων, ενώ ο Πολυδεύκης σε ατρόμητο και ανίκητο πυγμάχο. Πολυάριθμοι θρύλοι γεννήθηκαν γύρω από τα πρόσωπα αυτών των μυθικών ηρώων. Από τους πιο γνωστούς είναι οι εξής:

Όταν ο βασιλιάς της Αθήνας Θησέας, μαζί με τον επιστήθιο φίλο του Πειρίθου, αρχηγό των Λαπήθων, έκλεψαν την πανέμορφη Ελένη, σε ηλικία εφτά και κατ' άλλους έντεκα χρόνων, μέσα από το ναό της Ορθίας Αρτέμιδας, οι Διόσκουροι ξεκίνησαν εκστρατεία για να ελευθερώσουν την αδερφή τους. Τη νεαρή Ελένη είχε κρύψει η μητέρα του Θησέα Αίθρα στις Αφίδνες. Οι Διόσκουροι, αφού νίκησαν το βασιλιά των Αφιδνών, τον Αφίδνα, ελευθέρωσαν την αιχμάλωτη Ελένη και κατέστρεψαν την πόλη του Θησέα την Αθήνα.Ένας ναός στο Άργος αφιερωμένος στην Ελευθερία θεωρείται ότι χτίστηκε από την Ελένη, σε ανάμνηση του γεγονότος της απελευθέρωσής της από τον Θησέα. Το παιδί που γεννήθηκε από τον παράνομο αυτόν έρωτα ήταν κατά την παράδοση η Ιφιγένεια, την οποία η Ελένη εμπιστεύτηκε στην αδερφή της Κλυταιμνήστρα, σύζυγο του Αγαμέμνονα.

Σύμφωνα με το μύθο, οι Διόσκουροι πήραν μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία για την αρπαγή του χρυσόμαλλου δέρατος. Η συμβολή τους στην επιτυχία της εκστρατείας ήταν μεγάλη. Ο Πολυδεύκης σκότωσε το βασιλιά των Βεβρύκων Άμυκο ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, αφού τον νίκησε, του χάρισε τη ζωή. Οι Διόσκουροι πολέμησαν, μαζί με τους υπόλοιπους Αργοναύτες, το φοβερό χάλκινο γίγαντα Τάλω, που εμπόδιζε οποιονδήποτε ξένο να πατήσει τη γη του βασιλιά Μίνωα, στην Κρήτη. Τον Τάλω, κατά το μύθο, εξόντωσε η Μήδεια. Όταν, ακόμα, η Αργώ κινδύνευε να βυθιστεί από τα μανιασμένα κύματα, κάπου κοντά στα παράλια της Θράκης, οι Διόσκουροι έσωσαν το πλοίο και τους συντρόφους τους. Δυο φωτεινά αστέρια κατέβηκαν από τον ουρανό και στάθηκαν πάνω από τα κεφάλια των θρυλικών ηρώων. Τα κύματα ημέρωσαν, η θάλασσα γαλήνεψε και η Αργώ συνέχισε το ταξίδι της. Οι Διόσκουροι φέρονται ακόμη να πολέμησαν και ενάντια στους γιους του Ιπποκόοντα, που είχαν διώξει τον Τυνδάρεο από το θρόνο της Σπάρτης.

Σχετικά με το τέλος των δυο ηρώων υπάρχουν αρκετές εκδοχές που πλέκονται γύρω από τον ίδιο βασικά μύθο. Τη σύγκρουση των Διόσκουρων με τους Λυγκέα και Ίδα, γιους του Αφαρέα, αδερφού του Τυνδάρεου. Ο Ίδας ήταν, κατά τον Όμηρο, ο δυνατότερος των θνητών, ενώ ο Λυγκέας είχε τόσο διαπεραστικά μάτια που τρυπούσαν ακόμη και μέταλλα.Τα τέσσερα ξαδέρφια μάλωσαν κάποτε στη μοιρασιά ενός κοπαδιού από βόδια. Τη μοιρασιά είχε αναλάβει ο Ίδας. Πρότεινε να κόψουν ένα βόδι στα τέσσερα και να το μοιραστούν. Όποιος θα έτρωγε γρηγορότερα το μερίδιό του, θα κέρδιζε το μισό κοπάδι, ενώ ο δεύτερος το άλλο μισό. Οι υπόλοιποι δέχτηκαν. Ο Ίδας όμως αφού έφαγε γρήγορα το δικό του κομμάτι, έφαγε και το μερίδιο του αδερφού του.

Κέρδισε λοιπόν και πήρε όλο το κοπάδι στην πατρίδα του, τη Μεσσηνία. Θυμωμένοι οι Διόσκουροι, εισέβαλαν στη Μεσσηνία, πήραν την αγέλη και έστησαν καρτέρι στα δυο αδέρφια.

Ο Πολυδεύκης σκότωσε τον Λυγκέα, αλλά ο Ίδας σκότωσε τον Κάστορα. Κατ' άλλους απλώς τον τραυμάτισε, αλλά τη στιγμή εκείνη επενέβη ο Δίας. Έριξε τον κεραυνό του και έκαψε τον Ίδα μαζί με τον άμοιρο Κάστορα που βρισκόταν δίπλα του. Απαρηγόρητος ο Πολυδεύκης παρακάλεσε τον πατέρα του, τον Δία, να λυπηθεί τον αγαπημένο του αδερφό και να του χαρίσει τη ζωή, γιατί ούτε γι' αυτόν πια θα είχε κανένα νόημα η ζωή. Ο Δίας, που εισάκουσε τις παρακλήσεις του γιου του, εμφανίστηκε μπροστά του. Η μοίρα του Κάστορα δεν μπορούσε ν' αλλάξει, γιατί των θνητών η μοίρα είναι ο θάνατος και ο Κάστορας ήταν γιος ενός θνητού, του Τυνδάρεου.

Ο Πολυδεύκης όμως είχε μπροστά του δύο επιλογές: ή να ζήσει για πάντα στον Όλυμπο, μαζί με τους αθάνατους, ή να μοιραστεί την τύχη του αδερφού του και να ζει τη μισή του ζωή στον ουρανό και την άλλη μισή κάτω από τη γη. Χωρίς άλλη σκέψη, ο Πολυδεύκης δέχτηκε τη δεύτερη επιλογή. Από τότε τα δυο αδέρφια ζουν εναλλάξ στον ουρανό. Με το μύθο αυτόν οι Έλληνες προσπαθούσαν να εξηγήσουν το φαινόμενο της ανατολής και της δύσης, του ήλιου και της σελήνης. Ο πανίσχυρος και αθάνατος Ήλιος, -που είναι ο Πολυδεύκης- χάνεται κάθε βράδυ κάτω από τη Γη, για το χατίρι της Σελήνης -του Κάστορα- που την ίδια στιγμή παίρνει τη θέση του στον ουρανό.

Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή οι Διόσκουροι συγκρούστηκαν με τους Αφαρίδες, γιατί οι πρώτοι έκλεψαν τις κόρες του Λεύκιππου, Φοίβη και Ιλάειρα, την ημέρα που γίνονταν οι γάμοι τους με τον Ίδα και τον Λυγκέα. Οι Αφαρίδες όμως τους κυνήγησαν και στη σύγκρουση σκοτώθηκαν ο Ίδας και ο Λυγκέας, καθώς και ο άμοιρος Κάστορας, κατ' άλλους από το χέρι του Ίδα και κατ' άλλους από τον κεραυνό του Δία. Τότε ο απαρηγόρητος Πολυδεύκης ζήτησε από τον Δία να μοιραστεί την τύχη του αδερφού του στη ζωή και στο θάνατο.

Η ΜΑΣΚΑ ΤΟΥ ΑΓΑΜΕΜΝΩΝΑ


Η μάσκα του Αγαμέμνωνα είναι ένα εύρημα της ανασκαφής των Μυκηνών το 1876 από τον Ερρίκο Σλήμαν. Το εύρημα είναι μία χρυσή νεκρική μάσκα και βρέθηκε πάνω στο πρόσωπο ενός σώματος που βρέθηκε στον ταφικό θάλαμο Ε'. Ο Σλήμαν πίστευε ότι ανεκάλυψε το πτώμα του θρυλικού αρχαίου βασιλιά Αγαμέμνονα, από όπου η μάσκα πήρε το όνομά της. Σύγχρονες αρχαιολογικές μελέτες απέδειξαν ότι η μάσκα ανάγεται το 1500- 1550 π.χ., περίοδος πολύ προγενέστερη από την εποχή που ο Αγαμέμνωνας υποτίθεταi έζησε. Ωστόσο, το όνομα της μάσκας παρά την ανακάλυψη παρέμεινε, και σήμερα η μάσκα εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας.

Περιγραφή

Η μάσκα είναι μία από τις 5 που ανακαλύφθηκαν στις Μυκήνες, τρεις στον τάφο Δ' και δύο στον τάφο Ε'. Εικάζεται ότι οι μάσκες από χρυσό ή προσωπίδες που κάλυπταν το πρόσωπο των νεκρών βασιλέων,χρησιμοποιούταν, για να προστατεύονται οι νεκροί από κακές επιρροές. Εκτός από τις μάσκες, τα άκρα δύο παιδιών που βρέθηκαν στον τάφο Γ' είναι καλυμμένα με χρυσό φύλλο. Οι τάφοι αυτοί είναι αναμφισβήτητα βασιλικοί αφού οι ποσότητες του χρυσού που χρησιμοποιήθηκαν και η εξαιρετικής τέχνης λάξευση δείχνουν ότι προοριζόταν για άτομα με ιδιαίτερα υψηλή κοινωνική θέση και πλούτο. Εκτός από τους ευγενείς βρέθηκαν και σώματα ανδρών που δεν ήταν καλυμμένα με μάσκες. Εικάζεται ότι ήταν στρατιώτες εξαιτίας των όπλων που βρέθηκαν να κρατούν.

Αυθεντικότητα

Στα τέλη του 20ου αιώνα και στις απαρχές του 21ου αιώνα η αυθεντικότητα της μάσκας αμφισβητήθηκε επίσημα. Το περιοδικό Αρχαιολογία, φιλοξένησε μία σειρά άρθρων που κάλυψαν εκτενώς την αρχαιολογική διαμάχη. Την περίοδο της ανασκαφής στις Μυκήνες η Εθνική Αρχαιολογική Υπηρεσία ανέθεσε στον Παναγιώτη Σταματάκη την επίβλεψη των ανασκαφών του Σλήμαν φοβούμενη προβληματα αυθεντικότητας, σαν αυτά που ανέκυψαν μετά την ανασκαφή της Τροίας από τον Σλήμαν. Οι κατήγοροι του Σλήμαν επικεντρώνουν τα επιχειρήματά τους στη φήμη του Σλήμαν ότι συνήθιζε να εμπλουτίζει τις ανασκαφές του, με ευρήματα άλλων ανασκαφών και στην τεχνική κατασκευής της μάσκας που παραπέμπει σε πλαστογραφία. Οι υπερασπιστές του Σλήμαν επισημαίνουν ότι η ανασκαφή είχε κλειστεί το διήμερο 26-27 Νοεμβρίου λόγω της Κυριακάτικης αργίας και μιας βροχής που ενέκυψε. Οi τρεις πρώτες μάσκες ανεκαλύφθησαν την 28η του Νοεμβρίου ενώ η Μάσκα του Αγαμέμνωνα βρέθηκε την 30η υπό την παρουσία πολλών μαρτύρων, όπως αποκαλύπτει το ημερολόγιο του Σταματάκη. Επίσης, αναφέρουν ότι τα τεχνικά χαρακτηριστικά της μάσκας είναι παρόμοια με αυτά άλλων ευρημάτων της ανασκαφής όπως η χρυσή κεφαλή λιονταριού που βρέθηκε στον τάφο Δ' και καταλήγουν ότι οι κατήγοροι του Σλήμαν ωθούνται στις εικασίες τους, βασιζόμενοι σε προσωπικά κριτήρια.

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ

O Αγαμέμνων είναι ένας από τους επιφανέστερους ήρωες της ελληνικής μυθολογίας. Βασιλιάς των Μυκηνών και του Άργους, ίσως και επικυρίαρχος των ηγεμόνων της μυκηναϊκής επικράτειας. Πάντως, θεωρείται ο πιο σημαντικός μεταξύ τους και αρχιστράτηγος σε πανελλήνια κλίμακα της εκστρατείας κατά της Τροίας. Ήταν γιος του βασιλιά Ατρέα των Μυκηνών και της Αερόπης, αδερφός του Μενελάου και της Αναξίβιας, σύζυγος της Κλυταιμνήστρας, από την οποία απέκτησε τρεις κόρες (Ιφιγένεια, Ηλέκτρα και Χρυσόθεμις) και έναν γιο, τον Ορέστη. Με αφορμή την απαγωγή από τον Πάρη της συζύγου του αδελφού του Μενελάου, Ελένης, ο Αγαμέμνων κατόρθωσε να συγκροτήσει μια μεγάλη στρατιά και στόλο από όλες τις ελληνικές πόλεις και να εκστρατεύσει κατά της Τροίας. Το όνομα Αγαμέμνων προέρχεται από τις λέξεις «άγαν» και «μέμνων» που σημαίνει πολύ επίμονος, σταθερός, καρτερικός. Μετά την άλωση και την επιστροφή του από την Τροία δολοφονήθηκε από τη γυναίκα του και τον Αίγισθο, εραστή της Κλυταιμνήστρας, που εν τω μεταξύ είχε πάρει την εξουσία των Μυκηνών.

Το βασίλειο των Μυκηνών

Ο πατέρας του Αγαμέμνονα, Ατρέας, δολοφονήθηκε από τον Αίγισθο, ο οποίος κατέλαβε το θρόνο και βασίλευε από κοινού με τον πατέρα του, Θυέστη, αδερφό του Ατρέα. Εν τω μεταξύ, ο Μενέλαος κι ο Αγαμέμνονας κατέφυγαν στον Τυνδάρεω, βασιλιά της Σπάρτης, όπου παντρεύτηκαν τις κόρες του: ο Μενέλαος παντρεύτηκε την Ωραία Ελένη κι ο Αγαμέμνονας την Κλυταιμνήστρα.

Ο Μενέλαος διαδέχτηκε τον Τυνδάρεω ως βασιλιάς της Σπάρτης, ενώ ο Αγαμέμνονας, με τη βοήθεια του αδερφού του, κατάφερε να ανατρέψει το Θυέστη και τον Αίγισθο και να επανακτήσει το βασίλειο των Μυκηνών. Κατάφερε μάλιστα να επεκτείνει το βασίλειό του κι έτσι έγινε ο ισχυρότερος αρχηγός της Ελλάδας

Η θυσία της Ιφιγένειας

Όταν οι Αχαιοί ξεκίνησαν για την Τροία, ο στόλος τους παρέμενε αγκυροβολημένος στο λιμάνι της Αυλίδας, καθώς δεν υπήρχαν ούριοι άνεμοι για το ταξίδι. Ο μάντης Κάλχας αποκάλυψε ότι αιτία για την κακοτυχία αυτή ήταν ο ίδιος ο Αγαμέμνονας, που σε κάποια από τις θυσίες του αδίκησε την Άρτεμη, θεά του κυνηγιού. Οι άνεμοι θα ξαναφυσούσαν μόνο αν ο Αγαμέμνονας πρόσφερε θυσία στη θεά την ίδια του την κόρη, την Ιφιγένεια. Ο Αγαμέμνονας διστακτικός συμφώνησε για τη θυσία, αλλά την τελευταία στιγμή η Άρτεμις απομάκρυνε το σώμα της Ιφιγένειας από το θυσιαστήριο, αντικαθιστώντας το με ένα ελάφι.

Ο θυμός του Αχιλλέα

Κατά τη διάρκεια του Τρωικού πολέμου, ο Αγαμέμνονας προσέβαλε τον Αχιλλέα, το μεγαλύτερο ήρωα των Αχαιών, καθώς διεκδίκησε τη Βρισηίδα, σκλάβα του Αχιλλέα, για να αντικαταστήσει τη δική του σκλάβα, Χρυσηίδα. Ο θυμός του Αχιλλέα για τον Αγαμέμνονα αποτέλεσε το θέμα για το έπος της Ιλιάδας του Ομήρου.

Με την άλωση της Τροίας, ο Αγαμέμνονας πήρε μαζί του σαν σκλάβα την Κασσάνδρα, κόρη του βασιλιά Πρίαμου. Μαζί επέστρεψαν στις Μυκήνες, αλλά δολοφονήθηκαν από την Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της, Αίγισθο, οι οποίοι ανέβηκαν έπειτα στο θρόνο. Ο γιος του Αγαμέμνονα, Ορέστης, αργότερα εκδικήθηκε τη δολοφονία του πατέρα του, σκοτώνοντας τη μητέρα του και τον Αίγισθο.

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΙΣ ΜΥΚΗΝΕΣ


Η οικονομική δραστηριότητα στις ακροπόλεις

Τέσσερα ιδιαίτερα και ταυτόχρονα χαρακτηριστικά, που μας περιγράφει ο Όμηρος, τα οποία δεν ξαναβρίσκουμε μαζί ούτε πριν, στη Μινωική Κρήτη, ούτε μετά, στον ελληνικό κόσμο εντυπωσιάζουν ιδιαίτερα το μελετητή το μυκηναϊκού πολιτισμού κατά την περίοδο Της μεγαλύτερης ακμής του: οι πολλές ακροπόλεις, η δύναμη Των πολεμιστών, η εκμετάλλευση των ανθρώπων της γης, ο πλούτος των ναυτικών. Και αυτό άσχετα με το έθνος, τη δυναστεία που βασίλευε, τη γλώσσα, τη γεωγραφική θέση. Έχουμε εδώ κάποιο είδος ανθοδέσμης με τέσσερα, λίγο-πολύ, φαρμακερά λουλούδια δεμένα με τον αρκετά χαλαρό δεσμό των οικονομικών αναγκών. Πάνω από Τις τρεις λειτουργικές και απόλυτα θεωρητικές τάξεις στις ινδοευρωπαϊκές κοινωνίες και στις τέσσερις οργανικές τάξεις στις αιγαιοπελαγίτικες κοινωνίες εμφανίζεται ένα ιεραρχικό μισοφεουδαρχικό, μισοφιλελεύθερο σύστημα. Μερικές, γερά ριζωμένες στις πόλεις οικογένειες, βασιλεύουν στο όνομα των θεοτήτων πάνω σ' ένα λαό από στρατιώτες, χωριάτες, κτηνοτρόφους, τεχνίτες, ναυτικούς, τυχοδιώκτες και ληστές. Στα πόδια τους, ωστόσο, βρίσκεται η θάλασσα, που τους τραβάει όλους αυτούς. Μπορεί η ακρόπολη με τα ανάκτορα, τα ιερά, τα εργαστήρια και τις αποθήκες της, να δίνει την εντύπωση πως διατάζει, πως είναι η πρωτεύουσα, η κεφαλή μ' άλλα λόγια σ' αυτό το μεγάλο σώμα: η τόσο κοντινή Μεσόγειος, που τα νερά της προσφέρονται για πειρατεία και οι στεριές της για κατακτήσεις, με τους ασύγκριτους κατακτητές της και πειρατές της σιγοτρώει τον κοινωνικό δεσμό, όπως το νερό σιγοτρώει τους βράχους, ανεβαίνει και πλημμυρίζει τις ακτές. Μπορεί το τείχος της ακρόπολης να φαντάζει πελώριο και από αιώνα σε αιώνα να γίνεται πιο ισχυρό: Θα αδειάσει ωστόσο η ακρόπολη περισσότερο σίγουρα από τους κατοίκους της, παρά αν αυτοί αποφάσιζαν, όπως στην Τροία, να μην αμυνθούν πια.

ΑΚΡΟΠΟΛΕΙΣ

Μπορεί κανείς με την πρώτη ματιά να ξεχωρίσει στην Κρήτη ή στα νησιά ένα μεγαλοχώρι Μυκηναϊκής εποχής από μια πόλη μεταγενέστερης εποχής. Στις πλαγιές ενός χωματοσωρού ή ενός λόφου, σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, τα χωματένια σπίτια του με το επίπεδο δώμα απλώνονται επάλληλα, κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο, ως την κορυφή που τη στεφανώνει το Βασιλικό ανάκτορο. Ένα ή δύο ακόμη περιτειχίσματα, από μεγάλα χαλίκια, που τα έχουν ανυψώσει με τοίχους από πλίθρα με ξύλινες συνδέσεις, προσφέρουν καταφύγιο στους άρχοντες της πόλης Βασιλιάδες και θεότητες, και στους υπηρέτες τους. Στρατιώτες φυλάνε τις πύλες ή περιπολούν πάνω στα οχυρά. Μέσα από τα τείχη υπάρχουν σκαμμένα μέσα στο βράχο πολλά μικρόσπιτα και τάφοι, που πλαισιώνουν έναν πλακόστρωτο δρόμο. Σε αυτά τα περίχωρα, τύμβοι, που το ύψος τους φτάνει καμιά φορά στο ύψος ενός τετραώροφου σπιτιού, σκεπάζουν σαν προστέγασμα θολωτές οικοδομές, που μέσα τους μπαίνει κανείς περνώντας από ένα διάδρομο με επένδυση από πέτρινες πλάκες. Είναι οι θόλοι, ή θολωτοί τάφοι. Στο βάθος, πίσω από την πόρτα και το τριγωνικό τόξο του υποστηρίγματος, αναπαύονται τα λείψανα των ανώτατων αξιωματούχων: ηγεμόνες ή ιερείς και τα μέλη των οικογενειών τους, που έχτισαν τα τείχη. Τα μικρά σπίτια έξω από τα τείχη εξαρτιόνταν κι αυτά από τα ανάκτορα. Στέγαζαν βοηθητικές υπηρεσίες, όπως στις Μυκήνες, όπου το λεγόμενο αυθαίρετο σπίτι του λαδέμπορου, με ολόκληρη τη λογιστική του, τα μεγάλα πιθάρια του και τα μυρωδικά του, δεν ήταν παρά μια από τις βασιλικές αποθήκες, που τις έλεγχαν έξι, το λιγότερο, γραφείς. Αυτό το αποδείχνουν τόσο οι τοιχογραφίες που διασώθηκαν στο διάδρομο και σε πολλά δωμάτια, όσο και οι σφραγίδες στα αγγεία, καθώς και το περιεχόμενο από τις τριάντα μία ενεπίγραφες πινακίδες, που ανακαλύφθηκαν εκεί το 1952: κατάλογοι από δεκαοχτώ άντρες και από διάφορους προμηθευτές λαδερών προϊόντων και γνεσμένου ή υφασμένου μαλλιού, περισσότεροι από ογδόντα άτομα όλοι μαζί. Στα βορινά και στο συνεχόμενο σπίτι, βρέθηκε από τους αρχαιολόγους, που έκαναν τις ανασκαφές το 1953, μια μοναδική συλλογή αντικειμένων από σκαλισμένο ελεφαντόδοντο. Επειδή βρέθηκαν πολλές απεικονίσεις από πολυάριθμες οκτάσχημες μυκηναϊκές ασπίδες, το ονόμασαν Σπίτι των Ασπίδων. Υπήρχαν, ωστόσο, ακόμη εκεί και αγγεία από λαξευτή πέτρα. Ήταν το αντίστοιχο ενός άλλου σπιτιού που το είχαν ανασκάψει το 1954 νότια από την πρώτη αποθήκη. Το ονομάζουν Σπίτι των Σφιγγών από μια πλάκα από ελεφαντόδοντο που τις απεικονίζει από την κάθε πλευρά μιας ιερής κολόνας. Σφραγίδες με σχήματα εραλδικά, λίστες από προμήθειες και κατάλογοι από αγγεία και διάφορα μυρωδικά, δείχνουν και εδώ πως πρόκειται για βασιλική αποθήκη. Ανεβαίνοντας, με λίγα λόγια, στο παλάτι, συναντούσε κανείς κάθε είδους τεχνίτες που δούλευαν γι' αυτό.

ΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΟΙ

Ακριβώς γύρω στο 1250, έπειτα από έναν ισχυρό σεισμό, άρχισαν να μεγαλώνουν τα τείχη των Μυκηνών. Στον ανηφορικό δρόμο, ππγαινοέρχονταν αδιάκοπα αρχιτεχνίτες, που ήταν ταυτόχρονα αρχιτέκτονες και εργολάβοι, ξυλουργοί, χτιστάδες, σιδεράδες, βοηθοί και δούλοι. Στα περίχωρα κατοικούσαν από παλιά εμιγκρέδες δουλευτάδες και χειρώνακτες, που οι αστοί, που ζούσαν μέσα στα τείχη, θεωρούσαν τις ασχολίες τους κακόφημες ή επικίνδυνες: χύτες, μεταλλουργοί, βυρσοδέψες, βαφείς, λαναράδες, αγγειοπλάστες, γναφείς... Ακόμη και έξω "όλοι αυτοί εκεί οι άνθρωποι" χρειάζονταν κάποιο χώρο και ορισμένη ποσότητα νερού, που τους τα αρνιόνταν μέσα στις ακροπόλεις. Το Άργος, η Κόρινθος, οι Μυκήνες, η Τίρυνθα, η Μιδέα, η Αθήνα, η Θήβα δεν ξέφευγαν από τον κανόνα. Η Ελλάδα της κλασικής εποχής είδε μέσα στα πελώρια τείχη της, το έργο ξένων εργατών, των Κυκλώπων, που δούλευαν με τις οδηγίες των ειδικών, οι οποίοι κατάγονταν από τη μακρινή Λυκία. Οι βασιλιάδες της Τίρυνθας, της Κορίνθου και του Άργους, ο Προίτος, ο Βελλερεφόντης και ο Περσέας, πρόσωπα σίγουρα ιστορικά του τέλους του 14ου και της αρχής του 13ου αιώνα, πρέπει να είχαν φέρει, για τα οικοδομήματά τους, ολόκληρο στρατό από παρόμοιους μισθοφόρους που η παράδοση συνέχιζε να ονομάζει Εκατόγχειρες, Γαστερόχειρες ή Χειρογάστορες, "αυτοί δηλαδή που είναι όλο κοιλιά και χέρια". Η ίδια παράδοση διέκρινε τεσσάρων ειδών Κύκλωπες, που όλοι τους ήταν ξένοι, όλοι πρωτόγονοι κι ωστόσο απαραίτητοι στον μυκηναϊκό πολιτισμό: γίγαντες, ασυναγώνιστοι μεταλλουργοί, που είχαν, λένε, σφυρηλατήσει τα όπλα των θεών του Ολύμπου, όταν οι τελευταίοι μάχονταν με τους ντόπιους θεούς, χτίστες και βοηθοί από τη Λυκία, που έχτισαν όλα τα κολοσσιαία μνημεία της Ελλάδας και της Σικελίας, βοσκοί με τεράστια δύναμη, φημισμένοι κτηνοτρόφοι, που είχαν τα μαντριά τους μέσα σε σπηλιές αλλά και που ταυτόχρονα ήταν μεγάλοι φαγάδες, μεγάλοι πότες και καλοί μουσικοί και, τέλος, υπεράνθρωποι πολεμιστές, κάτοικοι της Πάνω Χώρας και παλιοί καταπιεστές των Φαιάκων. Αρχισιδηρουργοί, πρωτομάστορες, αρχιτσελιγκάδες, δάσκαλοι στα όπλα θεωρούνταν εξαίρετοι τεχνίτες. Ήταν οργανωμένοι σε μυστικές συντεχνίες και ήταν ικανοί να μυήσουν τη νεολαία. Όφειλαν, έλεγαν, τη δύναμή τους και την εξυπνάδα τους στο γεγονός ότι είχαν ένα εξαιρετικό μάτι, ή τοποθετημένο σε εξαιρετική θέση, το μάτι της μαντικής ικανότητας και της γνώσης. Οι αρχαίοι μύθοι της εποχής του ορείχαλκου δεν έχουν ολότελα εξαφανιστεί: μπόρεσα να συγκεντρώσω στα βουνά της Κρήτης, της Δωδεκανήσου και της Κύπρου εξήντα περίπου ιστορίες που μιλούν για Τριόματες, Τριμάτες ή Τριαμάτες, γι' αυτούς τους πονηρούς και επίφοβους γίγαντες, που, όπως ο θεός Δίας της Λάρισας ή της ακρόπολης του Άργους, έχουν τρία μάτια κι ωστόσο τους ξεγελάνε άντρες ή παιδιά πιο πονηρά από αυτούς. Η απόδοση τιμής σ' αυτούς τους επινοητικούς δημιουργούς του πολιτισμού δεν είναι σημερινό φαινόμενο: σε πολλές ενεπίγραφες πινακίδες του Οπλοστασίου της Κνωσού, αναφέρεται, γύρω στο 1300 π.Χ., ένα άτομο που το έλεγαν Τιrιοqa, δηλαδή Τριώπα, "αυτός που έχει τρία μάτια".

Πώς θα μπορούσαμε να αγνοήσουμε τους χειρώνακτες αυτούς όταν βλέπουμε τα "κυκλώπεια" μνημεία που άφησαν; Τους λαξεμένους ή ακατέργαστους αυτούς όγκους που, όπως το υπέρθυρο του Θησαυρού του Ατρέα, ζυγίζουν γύρω στους εκατόν είκοσι τόνους και φτάνουν στο μάκρος τα 8,50 μ.; Οι τέσσερις μονόλιθοι που πλαισιώνουν την περίφημη Πύλη των Λεαινών στις Μυκήνες, που έχει ύψος πάνω από 3 μέτρα και άλλο τόσο φάρδος και βάθος, δεν ζυγίζουν λιγότερο. Με την πολυμάθειά τους, ωστόσο, και την ενεργητικότητά τους οι μυθικοί Κύκλωπες, μηχανικοί ή τεχνίτες, μπόρεσαν, τη στιγμή ακριβώς που θα ξεσπούσε ο Τρωικός Πόλεμος, να τους μεταφέρουν από τα λατομεία του Χαρβατιού, σε δύο χιλιόμετρα απόσταση νοτιοδυτικά από την ακρόπολη, να τους ανασηκώσουν πάνω από 200 μέτρα, να τους πελεκήσουν και να τους στήσουν όρθιους και να τους συναρμολογήσουν κατά τρόπο που να αψηφούν την οργή των στοιχείων της φύσης και των ανθρώπων. Οι αιγυπτιακές γκραβούρες, η μυκηναϊκή λογιστική, οι πραγματείες αρχιτεκτονικής και οι επιγραφές, οι αρχαιολογικές αποκαταστάσεις καθώς και οι εργασίες της Ελληνικής Υπηρεσίας Αναστηλώσεων, μας βοηθούν να διακρίνουμε με τι τρόπο εργάζονταν οι οικοδόμοι των μεγάλων και μικρών μνημείων. Και πρώτα απ' όλα διαπιστώνουμε πόσο ο δικός μας τρόπος, με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την ειδίκευση και τον καταμερισμό της εργασίας δεν μπορεί καθόλου να εφαρμοστεί στους μεροκαματιάρηδες της εποχής του ορείχαλκου. Αν αφήσουμε κατά μέρος τους χειρώνακτες με το τριγωνικό πανί στα γεννητικά τους όργανα, που η προσπάθειά τους κάτω από τον ήλιο περιορίζεται σε τρεις εξαντλητικές κινήσεις να περπατούν, να κουβαλούν και να σέρνουν, μαθαίνουμε ότι οι επικεφαλής ομάδων, οι αρχιτεχνίτες και οι εργολάβοι στα διάφορα οικοδομικά έργα, έπρεπε να ξέρουν να κατεργάζονται τόσο το ξύλο όσο και τον πηλό, την πέτρα ή το μέταλλο, να διακρίνονται ταυτόχρονα σαν μακετίστες, ξυλουργοί και επιπλοποιοί, να χαράζουν δρόμους δίπλα στα ποτάμια για να ρυμουλκούν πλοία ή να κατασκευάζουν αναχώματα, να χτίζουν φούρνους, να χρησιμοποιούν σοφά τον ασβέστη, το γύψο, την αμμοκονία, τα πλίθρα, να επινοούν, να πραγματοποιούν, να χειρίζονται τα κατάλληλα όργανα και ιδιαίτερα τα μέτρα και τα σταθμά, τα δοχεία, τα εργαλεία, τις συσκευές έλξης και ανύψωσης.

Άφθονη είναι η πέτρα στην Ελλάδα, είτε πρόκειται για γνεύσιο, ασβεστόλιθο ή ψαμμόλιθο, δεν χρειάζεται να την αναζητήσει κανείς πολύ μακριά. Τα σπίτια κτίζονται κατά κανόνα από άργιλο, πάνω σ' ένα υπόβαθρο από σκληρές πέτρες, που τις βρίσκουν εκεί κοντά. Όταν, ωστόσο, πρόκειται για τους μεγάλους ογκόλιθους των θεμελίων κάποιου ιερού ή ηγεμονικού κτιρίου, των τειχών ή μόλων, έπρεπε να σηκώνουν και να μεταφέρουν φορτία πολλών τόνων. Τίποτε δεν μας επιτρέπει να πιστέψουμε ότι οι σύγχρονοι του Αγαμέμνονα γνώριζαν το παλάγκο με τροχαλίες, το βαρούλκο, το λοστό για τη μεταφορά των υλικών και τους αναγωγείς της ελληνικής κλασικής εποχής. Το πολύ-πολύ να χρησιμοποιούσαν τα μαγκάνια και τον εργάτη, ξύλινους δηλαδή κινητούς κυλίνδρους γύρω από τον άξονά τους, ιστούς για φορτία, ανάλογους με εκείνους των ψαράδικων του Αιγαίου, μάγκανα πηγαδιών, βαλμένα στη σειρά τους, για να ξεκολλούν από το έδαφος τους βαρείς όγκους, για να μπορούν να τους δένουν με σχοινιά και ψάθα και να τους τοποθετούν πάνω σ' ένα είδος έλκηθρου για τις κατηφοριές ή σε φορτηγά αμάξια για τους άλλους δρόμους. Στην πρώτη περίπτωση οι εργάτες συγκρατούσαν το έλκηθρο με σχοινιά. Στην άλλη περίπτωση έζευαν στα φορτηγά αμάξια, που είχαν διπλό άξονα, πολλά ζευγάρια βόδια ή μουλάρια ή ακόμη και ανθρώπους. Έπαιρνε ο καθένας ένα σχοινί στον ώμο και τραβούσαν. Ο Ξενοφών, στην Κύρου Παιδεία του, ισχυρίζεται ότι ένα ζευγάρι υποζύγια μπορούσε να μετακινήσει πάνω σε καλό δρόμο γύρω στα εννιακόσια κιλά. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (Βιβλιοθήκη, ΙΝ, 80) μας πληροφορεί ότι χρειάστηκαν εκατό ζευγάρια βόδια για να μεταφέρουν σε απόσταση δεκαεννιά χιλιομέτρων τις βαριές πέτρες του ναού της διπλής θεάς Έννας. Οι λογαριασμοί των μεγάλων ελληνικών ιερών μας δείχνουν ότι δούλευαν κάπου σαράντα ζευγάρια υποζύγια για να σύρουν ένα μόνο σπόνδυλο κίονα. Οι λογαριασμοί της Πύλου δίνουν μεγάλη θέση στους κατασκευαστές παλαμαριών και διχτυών. Η ανθρώπινη, ωστόσο, δύναμη, μαζί με τη δύναμη των ζώων, δεν θα αρκούσαν για να ανασηκώσουν τους εκατόν είκοσι τόνους ορισμένων ογκόλιθων από τα κυκλώπεια τείχη σε ύψος γύρω στα δεκαπέντε μέτρα πάνω από το έδαφος, αν οι μηχανικοί δεν σκέφτονταν να φτιάξουν, όπως και στην Αίγυπτο, προσωρινές κατωφέρειες από χώμα και να περιζώσουν, όπως στη Σικελία, με πολλά ξύλινα στεφάνια τους όγκους που θα μετακινούσαν. Τους έκλειναν, με τον τρόπο αυτό, σε μεγάλες ρόδες ή μέσα σ' ένα ολόκληρο κύλινδρο και τις κυλούσαν κατόπιν σαν τεράστια καρούλια. Ένα σύστημα από ξύλινα κατρακύλια και λοστούς, στα τελευταία μέτρα της διαδρομής, έβαζε την πέτρα στη θέση που επιθυμούσαν. Τη στήριζαν κατόπιν με λιθάρια και γέμιζαν τα κενά με πηλό. Πόσα άραγε να κέρδιζαν οι χιλιάδες αυτοί μισθοφόροι, που δούλευαν από την αυγή ως το δείλι, ανάμεσα στις φωνές των καροτσέρηδων, στο τραγούδι που ρύθμιζε την προσπάθειά τους να τραβήξουν τις πέτρες, και στο κουδούνισμα των εργαλείων πάνω στην πέτρα; Το μαθαίνουμε από τη χωρίς τέλος λογιστική των ανακτόρων: ενώ στην Πύλο οι γυναίκες παίρνουν κάτι λιγότερο από ένα λίτρο δημητριακά για άλεσμα και ένα λίτρο σύκα την ημέρα και στην Κνωσό οι άντρες ενάμισι μόνο λίτρο δημητριακά, δώδεκα χτίστες που δουλεύουν στη Μεσσηνία και καταγράφονται στη λογιστική πινακίδα Aη 35 μοιράζονται 6 κιλά ακατέργαστο μαλλί, 4 κατσίκες, τρία κομμάτια πανί, 360 λίτρα κρασί και 480 λίτρα σύκα. Αυτό ήταν όλο το κέρδος τους, το "όφελός" τους (ΟΝΟ): ένα λίτρο κρασί και γύρω στο ενάμισι λίτρο σύκα το άτομο την ημέρα, λίγο κρέας, και ακόμη ένα μικρό δώρο, που θα τους επέτρεπε να μη δουλεύουν ολόγυμνοι. Και έχουν να ζήσουν ακόμη και ολόκληρη οικογένεια! Έχουν τάχα άδικο οι μεταγενέστεροι που βεβαιώνουν ότι "δεν είναι παρά κοιλιές και χέρια"; Και είχαν πάλι άδικο που καταδίκασαν το δόλιο Σίσυφο, τον ιδρυτή του Ακροκορίνθου, να κυλάει αιώνια πάνω στον ανήφορο της Κόλασης, έναν τεράστιο βράχο, που ξανακατρακυλούσε μόλις έφτανε στην κορυφή;

ΤΕΧΝΙΤΕΣ

Στις πύλες των τειχών έχουν εγκατασταθεί όλοι οι τεχνίτες της φωτιάς, αυτοί που βράζουν τις αλοιφές, οι βαφείς, οι σιδεράδες και, ιδιαίτερα, οι αγγειοπλάστες. Η μυθολογία συνδέει στενά στην Αθήνα, καθώς και στα νησιά, τον Ήφαιστο, τον αρχισιδερά, με την Αθηνά, τη θεά όλων των κεραμουργών. Ο ένας βοηθάει να γεννηθεί η άλλη, ξεγεννώντας τον Δία, ή την καταδιώκει με τις φιλοφρονήσεις του. Θα παραμείνουν στην πραγματικότητα και οι δύο παρθένοι, γιατί είναι πολύ άστατοι και πολύ ανεξάρτητοι για να δημιουργήσουν ένα και μοναδικό σπιτικό. Από τη μεριά τους, όλοι όσοι καταπιάνονται με χύτρες και ανασκαλεύουν τους φούρνους, λίγο-πολύ μόνιμοι, προτιμούν τα περίχωρα παρά το κέντρο της πόλης, όπου οι άνθρωποι φοβούνται τις πυρκαγιές, το θόρυβο και τον καπνό. Η βυρσοδεψία, που βρωμάει, απαιτεί, εκτός από τα δέρματα, πολύ αλάτι, νερό ταννίνη και χρωστικές ουσίες.

ΟΙ ΣΙΔHΡΟΥΡΓΟΙ

Οι πιο σημαντικοί από όλους αυτούς τους εργαζόμενους, οι πιο έξυπνοι και εκείνοι που η εξουσία περισσότερο κολακεύει είναι οι σιδηρουργοί. Είναι φανερό πως τους έχουν ανάγκη. Ήταν οι αποκλειστικοί δημιουργοί της δύναμης των ανακτόρων, γιατί τα εφοδίαζαν με άρματα μάχης, εξόπλιζαν τα πολεμικά και εμπορικά πλοία, θωράκιζαν τις πύλες, πολλαπλασίαζαν όλα τα εργαλεία και όλα τα σκεύη από μπρούντζο, που επιτρέπουν μεγαλύτερη παραγωγή και καλύτερη διατήρηση, διακοσμούσαν τα έπιπλα, γέμιζαν τους ισχυρούς με κοσμήματα. Πάνω από εκατό ενεπίγραφες πινακίδες στην Πύλο, στην Κνωσό και στις Μυκήνες αναφέρονται στην πολύμορφη δραστηριότητά τους. Σ' αυτούς αποτάθηκαν ακόμη οι άρχοντες της Πύλου, την παραμονή της καταστροφής, για να σφυρηλατήσουν μάνι-μάνι το χαλκό και τον ορείχαλκο που αποσπούσαν από τους ναούς για να τους κάνουν όπλα: "Οι επίτροποι και οι επιστάτες, οι έπαρχοι, οι κλειδούχοι, οι ελεγκτές των καρπών και των συγκομιδών θα παραδώσουν τον μπρούντζο των ιερών για να γίνει αιχμές ακοντίων και λάμες σπαθιών , στις παρακάτω αναλογίες: ο επίτροπος της Πίσσας 2 κιλά, ο έπαρχος 750 γραμμάρια κ.λπ.". Συνολικά επίταξαν περισσότερο από 51 Κιλά θραύσματα και απομεινάρια, αρκετά για να χύσουν και να σφυρηλατήσουν 400 το λιγότερο, σπαθιά, 34.000 αιχμές βελών (πινακίδα ΡΥ, Jπ 829). Μπόρεσαν να υπολογίσουν ακόμη ότι όλος ο μπρούντζος που είχαν κιόλας μοιράσει την ίδια εποχή από το παλάτι στους σιδηρουργούς που δούλευαν στη Μεσσηνία λίγο περισσότερο δηλαδή από ένας τόνος τους επέτρεψε να εξοπλίσουν μια πολιτοφυλακή με δύναμη πάνω από 2.000 άντρες. Μάλιστα, η Αθηνά βγήκε πάνοπλη από το σφυρί του Ήφαιστου.

Τα συλλαβικά κείμενα της Μυκηναϊκής εποχής τούς ονομάζουν με το γενικό όρο ΚAΚEWE, που πιθανόν να το πρόφεραν "ΚHALΚEWES". Συχνά μας δίνουν το προσωπικό τους όνομα. διαπιστώνουμε έτσι ότι, αν οι περισσότεροι από αυτούς έχουν ονόματα αδιαφιλονίκητα ελληνικά, το ένα τρίτο περίπου φαίνονται ξένα για την Πελοπόννησο. Ξούθος, Πυρρός, Πέταλος, Μακρύς, Φιλουργός, Εργατικός, Πλουτεύς, Χαλκεύς, αλλά επίσης WΑUDοΝΟ, Πιερίατας, Λύκειος, Σαμύ(ν)θαιος ή Τεθρεύς, που τα ονόματά τους ή τα παρατσούκλια τους έρχονται κατευθείαν από τη Μακεδονία, τη Λυκία ή τα νησιά. Ταξιδεύουν, όπως ο ορειχαλκουργός αυτός που ξεκίνησε από τη Συρία με ολόκληρο φορτίο από μεταλλικές ράβδους, μεταλλεύματα, παλιά σκεύη και εργαλεία, και βούλιαξε στα ανοιχτά του ακρωτηρίου Γελιδονιά, γύρω στο 1200 π.Χ. Είναι ελεύθεροι εργαζόμενοι, αν και μερικοί μπήκαν στη δούλεψη των ναών σαν "υπηρέτες της θεότητας". Έχουν δικά τους ή με νοίκι χωράφια. Απαλλάσσονται από πολλούς φόρους. Εργάζονται κάτω από τις διαταγές τους μαθητευόμενοι ή συντεχνίτες, ΚΑSΙΚΟΝΟ και δούλοι, DΟERΟ. Μερικοί δικαιούνται να παίρνουν από τα ανάκτορα χορηγία σε μέταλλο, ΤΑRΑSΙΥΑ: πρόκειται για ένα αξίωμα, μια υπηρεσία. Οι άλλοι δεν παίρνουν χορηγία, ΑΤΑRΑSΙΥΑ. Άλλοι, που τους ονομάζουν Α(S)ΚEΤERE(S) φαίνεται πως είναι ειδικευμένοι στην κατεργασία των πολύτιμων μετάλλων, ή διακοσμητές, κοσμηματογλύπτες, ορειχαλκουργοί, που κατασκευάζουν πολύτιμα αντικείμενα. Οι ΡΙRΙΥEΤERE ή λεβητοποιοί κατασκευάζουν λεκάνες, ΡΙRΙΥE, και, αν τύχει, και όπλα. Είναι, με λίγα λόγια, η εμπορική και δυναμική πτέρυγα του πολιτισμού, μια κάστα ισχυρή και πλούσια.

Μέχρι το 1970 περίπου, μπορούσε ακόμη να δει κανείς σε πολλές πόλεις της Κρήτης, ακόμη και στο Μοναστηράκι στην Αθήνα, χαλκωματάδες, κατασκευαστές χάλκινων σκευών, λεβητοποιούς, που εργάζονταν με τον ίδιο τρόπο, όπως και οι άνθρωποι στο χωριό Ασιατία, εδώ και τρεις χιλιάδες διακόσια χρόνια, πάνω-κάτω. Από τα χαράματα ως το δειλινό ακουγόταν το βουητό από τα σφυριά τους, που γινόταν ακόμα περισσότερο διαπεραστικό, γιατί τα μαγαζιά τους βρίσκονταν το ένα κοντά στο άλλο. Μέσα στον καπνό που τον διαπερνούν οι κόκκινες λάμψεις της αναμμένης χόβολης ή η μουντή ανταύγεια του πυρρού χαλκού, βλέπουμε τέσσερις συντρόφους, που φορούν μια δερμάτινη ποδιά, να προσπαθούν να μετατρέψουν μια πλάκα από ζεστό μέταλλο σε λεβέτι με δύο λαβές και τρία πόδια. Κάτω από τα απανωτά χτυπήματα των μπρούντζινων βαριών ή των στρογγυλοκέφαλων σφυριών, ο δίσκος πλαταίνει, απλώνει. πιάνει όλη την επιφάνεια της πλάκας που είναι από γκρίζο ασβεστόλιθο κι ακουμπάει πάνω σ' ένα χοντρό κούτσουρο από ξύλο ελιάς. Ενώ οι βοηθοί κατόπιν ξαναγεμίζουν το καμίνι, βάζουν τάξη στα εργαλεία, κάνουν χώρο, πίνουν μια γουλιά και φτιάχνουν κρίκους, ρεζέδες ή δικέφαλα καρφιά, ο αρχισιδηρουργός ισοπεδώνει με τον ξύλινο κόπανό του το πάχος του ελάσματός του. Με την ψαλίδα του δίνει το μέγεθος και το στρογγύλεμα που θέλει, κόβει ό,τι περισσεύει και, καθώς το μέταλλο, που το χτύπησε με χιλιάδες χτυπήματα, έχασε κάπως την ελαστικότητά του, το ξαναψήνει πάνω στα κάρβουνα, δυναμώνοντας πολύ τα φυσερά. Αρχίζει τελικά η πιο μακρόχρονη και πιο λεπτή διαδικασία, η μετατροπή ενός οριζόντιου και πλατιού φύλλου σε βαθύ και χωρίς πτυχές θύλακα, χωρίς κανένα τσάκισμα, χωρίς σχισμές και με απόλυτα ομοιόμορφο πάχος. Ο λεβητοποιός ακουμπάει με τη λαβίδα, και με το αριστερό χέρι, το φύλλο από χαλκό πάνω σ' ένα στρογγυλοκέφαλο αμόνι και ξαναρχίζει να το σφυρηλατεί με το δεξί χέρι, ξεκινώντας από το κέντρο. Το πολύ χτυπημένο και ζυμωμένο από τα χτυπήματα μέταλλο διαστέλλεται εξωτερικά, ενώ διατηρεί την ίδια εσωτερική επιφάνεια. Αρχίζει να λυγίζει. Βαθουλώνει και παίρνει το σχήμα σκούφου. Μακραίνει τόσο, ώστε να κρύψει ακόμη και το επάνω υποστήριγμα του αμονιού. Το ξαναφέρνει πότε-πότε στη φωτιά. το μέταλλο χάνει λίγη από την ακαμψία του και, όταν κρυώσει, το τοποθετεί σ' ένα καβαλέτο ή δίκερο αμόνι, δηλαδή σ' ένα αμόνι με μία ή δύο κεφαλές. Τα απανωτά σφυρηλατήματά του δίνουν τελικά τη στρογγυλάδα, το βάθος και την επίπεδη επιφάνεια που περιμένει κανείς από ένα χωρίς σχισμές και προεξοχές δοχείο. Δεν μένει πια παρά να λιμάρουν, να στριφώσουν τα χείλη και να στερεώσουν με το γλωσσίδι τη σύνδεση των ποδιών και των αυτιών.

ΟΙ ΧΡΥΣΟΧΟΟΙ

Ειδικά ιδεογράμματα προσδιορίζουν το χρυσάφι και τον μπρούντζο. Το ιδεόγραμμα του χρυσαφιού μοιάζει με το σταυρό του Αγίου Ανδρέα, που έχει δύο πλάγιους κρίκους κομμένους στη μέση και ένα είδος Π στο πάνω μέρος. Με τον τρόπο αυτό απεικόνιζαν το υψηλότερο τμήμα του καμινιού που συγκρατούσε το χωνευτήρι, όπου το κίτρινο μέταλλο καθαριζόταν και αποχωριζόταν από τις προσμείξεις. Ξεχωρίζουν καθαρά στα κείμενα το χρυσοχόο, ΚURUSΟWΟΚΟ, από τον ορειχαλκουργό ή απλό σιδερά, ΚAΚEU, και από τον οπλοποιό, EΤΟDΟΜΟ, μα όχι λιγότερο καθαρά το μάλαμα, ΚURUSΟ, από το ασήμι, ΑΚURΟ, και από ένα λευκό μέταλλο, που φαίνεται πως είναι το ήλεκτρο. ΡΑRΑΚU. Το χρυσάφι, που παράσερνε ο Πακτωλός και τα ποτάμια της Κολχίδας ή της Γεωργίας, ήταν πάντοτε ανακατεμένο με ασήμι, που καμιά φορά έφτανε σε ποσοστό 30 στα 100. Όταν στην Ελλάδα δεν έφτανε καθαρισμένο και επεξεργασμένο, έπρεπε να το λιώσουν, να ανεβάσουν δηλαδή τη θερμοκρασία του κράματος στους 1.063 βαθμούς, είκοσι περίπου βαθμούς λιγότερο από όσους χρειάζονταν για το χαλκό. ΓΙα πολύ καιρό οι ίδιοι τεχνίτες ασχολούνταν με το ευγενές και με το ευτελές μέταλλο. Στις μυκηναϊκές πολιτείες, ακόμη και στα μεγαλοχώρια, που ήταν πραγματικά πλούσιες σε χρυσάφι, η εξειδίκευση είχε προχωρήσει πολύ περισσότερο από αλλού. Έπρεπε ακόμη να επιβλέπουν από κοντά αυτούς που το κατεργάζονταν. Οι τελευταίοι αυτοί υπηρετούσαν αποκλειστικά τους βασιλιάδες και τους πλούσιους, ζούσαν στη σκιά τους, ανάμεσα στα μικροσκοπικά πριόνια, στα τρυπάνια, στα γλύφανα, στις λίμες και στις ζυγαριές, με το κεφάλι σκυμμένο πάνω στον πάγκο τους και με ένα μεγάλο κομμάτι πετσί τεντωμένο ανάμεσα στη σανίδα και τη ζώνη τους, για να μαζεύουν όλη τη χρυσόσκονη που θα ξέφευγε από το εργαλείο τους. Το χρυσάφι αθάνατο, αναλλοίωτο και ακτινοβόλο υλικό, που έχει το ίδιο, πάνω-κάτω, βάρος με το μολύβι, αλλά είναι περισσότερο μαλακό και εύκαμπτο, είναι για τους Μυκηναίους τόσο θείο όσο και ο ήλιος. Στην Πύλο, γύρω στο 1225, όριζαν δεκατέσσερις ιερόδουλες ή σκλάβες της θεότητας, για να το φυλάνε και να διαχειρίζονται τον "ιερό χρυσό", ΚURUSΟΥΟ ΙΥERΟYΟ (πινακίδα ΡΥ, Αe 303). Την κρίσιμη εκείνη χρονιά, οι άρχοντες του παλατιού εισπράττουν έκτακτη εισφορά σε χρυσάφι από τους αξιωματούχους και τους πιο σημαντικούς γαιοκτήμονες δεκαέξι τμημάτων του μικρού βασιλείου. Στο περιθώριο αυτής της αρχαϊκής φορολογικής σελίδας (ΡΥ, jn 438) κάποιος γραφιάς, μπορεί και ο γενικός ελεγκτής των οικονομικών, υπογράμμισε ένα στα τρία ονόματα: εκείνους που δέχτηκαν ή εκείνους που εναντιώθηκαν; Εύκολα μπορούμε να φανταστούμε πόσους χρυσοχόους, εμπόρους και παραχαράκτες μπορούσε να έχει ένας τέτοιος πλούτος σ' όλη την Ελλάδα.

ΟΙ ΑΓΓΕΙΟΠΛΑΣΤΕΣ

Σιδηρουργοί και αγγειοπλάστες ήταν οι πρώτοι που απελευθερώθηκαν από την καταπίεση της πρωτόγονης γεωργικής κοινωνίας και σχημάτισαν οικογένειες, ακόμη και φύλα ή κάστες στα περιθώρια της αγροτικής αυτής κοινωνίας. Πριν από είκοσι χρόνια περίπου υπήρχαν ακόμη στην Κρήτη ολόκληρα χωριά αγγειοπλαστών. Πλανόδιοι με τον καλό καιρό, όταν μπορούσαν να φτιάχνουν και να πουλάνε τα αγγεία τους, περνούσαν το φθινόπωρο και το χειμώνα καλλιεργώντας τη γη και ασχολούμενοι με τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Η κατάσταση δεν ήταν καθόλου διαφορετική την εποχή του Τρωικού Πολέμου. Κάθε, ωστόσο, πρωτεύουσα είχε κιόλας, ακόμη και στη Μινωική εποχή, τα εργαστήρια των αγγειοπλαστών της, που εργάζονταν άλλοι στην αποκλειστική υπηρεσία των ιερών και του ανακτόρου και άλλοι στην υπηρεσία του πλήθους. Βρέθηκαν στις ανασκαφές οι κυψελόσχημοι φούρνοι τους από πυρίμαχη γη, τόσο στις Μυκήνες της Αργολίδας, όσο και στο Στύλο της Κρήτης. Ακουμπούν άλλοτε πάνω σ' ένα βραχώδες τείχισμα και άλλοτε όχι. Έχουν το ύψος ανθρώπου και αποτελούνται από τρία μέρη: μια κυκλική εστία με χαμηλό άνοιγμα, ένα δάπεδο από οπτό άργιλο, ένα θάλαμο για το ψήσιμο αγγείων με πλάγιο άνοιγμα για να βλέπει ο αγγειοπλάστης και ένα άλλο ακόμη στρογγυλό άνοιγμα, στο πάνω μέρος, για να φεύγει ο καπνός. Από το άνοιγμα αυτό έβαζε ο αγγειοπλάστης τα διάφορα δοχεία του, από την οινοχόη ως τη σαρκοφάγο, που έπλαθε στο κατασκότεινο εργαστήρι του. Έκλεινε το άνοιγμα, αφού άναβε πρώτα μια φωτιά από ρείκια, που κράταγε οκτώ ώρες με θερμοκρασία από 800 ως 1.000 βαθμούς, όταν αυτός έκρινε, χάρη στον τοποθετημένο δίπλα στο άνοιγμα που του χρησίμευε για να βλέπει δείκτη, ότι τα δοχεία είχαν πάρει ωραίο χρώμα και ότι δεν έμενε παρά να τα αφήσει αργά-αργά να κρυώσουν, δώδεκα πάνω-κάτω ώρες. Δόξα στην Αθηνά. Οι κεραμουργοί, ΚERΑΜEWE, αναφέρονται συχνά στα μυκηναϊκά κείμενα. Εύκολα μπορούμε να αναμετρήσουμε και να εκτιμήσουμε την πολύπλοκη δραστηριότητά τους, μια και οι επιγραφές πάνω σε επιτραπέζια σκεύη είναι πολυάριθμες και μια που τα αγγεία που βρέθηκαν σ' όλη τη γύρω από την Ανατολική Μεσόγειο περιοχή και που οι χημικοί και ιστορικοί ανάλυσαν, μας επιτρέπουν να καθορίσουμε μια τεχνική, ένα ρυθμό, ένα συρμό και ακόμη πολλούς εμπορεύσιμους τύπους. Είναι πιθανό να υπήρχαν από τότε στα μεγάλα αστικά κέντρα ή έστω και στις πύλες των πόλεων, στα τέλη του 13ου αιώνα, δυο ειδών κεραμουργοί αυτοί που κατασκεύαζαν και πουλούσαν, αντάλλασσαν, δηλαδή, μεγάλα κομμάτια με τρόφιμα: λουτήρες, λεκάνες, σαρκοφάγους, μεγάλα και υψηλά πιθάρια, πλάκες για διακόσμηση ή για επένδυση κ.λπ. και αυτοί που κατασκεύαζαν και πουλούσαν επιτραπέζια σκεύη καθημερινής χρήσης. Οι πρώτοι μάλαζαν με την τσάπα ένα, δύο είδη ντόπιου, μα αρκετά χοντροκοσκινισμένου πηλού, άφηναν να υποστεί τη ζύμωση και τον έπλαθαν με τα χέρια. Όταν ο αγγειοπλάστης επρόκειτο να φτιάξει την κοιλιά ενός πιθαριού, που για τους αρχαίους χρησίμευε για βαρέλι, κιβώτιο και αποθήκη σιταριού -στα μυκηναϊκά ονομαζόταν QΕΤΟ -έβαζε πάνω στον τροχό, που γύριζε με τα χέρια ο βοηθός ή ο δούλος του, ένα μεγάλο πλακούντα από ζύμη. Σώριαζε, κατόπι, ολόγυρα στις άκρες, απάνω στους κυλίνδρους από πηλό, όλο και πιο μεγάλους, που έφταναν ως το πάνω μέρος της κοιλιάς και κατόπιν όλο και πιο μικρούς που έφταναν ως τα χείλη. Για να αποφύγει να σπάσει η μάζα, άφηνε κάθε ζώνη να στεγνώσει μια ώρα. Δεν απόμενε πια, προτού τη βάλει στο φούρνο, παρά να κολλήσει, με κεραμόκολλα, τις λαβές, που είχαν ζυγό αριθμό, να αλείψει την εξωτερική επιφάνεια με ειδικό επίχρισμα, να τη διακοσμήσει με κυματοειδή σχήματα ή εγκάρσιες γραμμές και να την αφήσει δύο ολόκληρες ημέρες να στεγνώσει στον ήλιο. Κατάρα στους ανέμους, στους δαίμονες ή στους ανθρώπους με κακό μάτι που, αυτήν ακριβώς τη στιγμή, τους έρχεται η ιδέα να ρίξουν βροχή.

ΟΙ ΓΝAΦEΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΒΑΦΕΙΣ

Πολλές άλλες ακόμη συντεχνίες επαγγελματιών συνωστίζονταν γύρω από τα τείχη και χρησιμοποιούσαν τα βουερά λεβέτια των σιδηρουργών , τις σκάφες και τους κάδους των αγγειοπλαστών. Εκεί δούλευαν οι γναφείς (ΚAΝΑΡEWE), που τους ονόμαζαν καμιά φορά "βασιλικούς", και οι βαφείς που καθάριζαν με ζεματιστό νερό τα μαλλιά, τα μπουγάδιαζαν με στάχτη και αιγυπτιακή σόδα ή με χώμα από την Κίμωλο, τα ξέβγαζαν, κατέστρεφαν τις φυτικές τρίχες ή ίνες με χυμό αλόης, ροδιάς, ξυνίθρας, στύψης, με ταννίνη ή με διάφορα αμμωνιούχα προϊόντα, για να πιάνουν καλά οι χρωστικές ουσίες, που έβγαζαν από την πορφύρα, την κοχενίλλη, τον κρόκο, την ίριδα, τον ίσατι, τον κάρθαμο ή τα σιδηρούχα χώματα. Μέσα από τα επίσημα έγγραφα των ανακτόρων βλέπουμε τους αξιωματούχους ντυμένους με άσπρους, κόκκινους και μαβιούς μανδύες, με άσπρα ή πολύχρωμα, γκρίζα, ασημένια, μπορεί ακόμη και χρυσά φεστόνια και άλλες γαρνιτούρες. Το ιδεόγραμμα 15β της γραμμικής γραφής Β εικονίζει, αναμφισβήτητα, έναν κάδο βαφέα που ανακατεύει με τη διχάλα του τα ρούχα ή τα κουβάρια του μαλλιού. Τα έτοιμα προϊόντα, ΤEΤUΚΟWΟΑ, στεγνώνουν στον ήλιο, πάνω σε ένα μικρό τοίχο ή σε μεταλλικές βέργες, ανάμεσα σε δυο σειρές δοκάρια, όπως συνηθίζουν ακόμη στη Λιβαδειά της Βοιωτίας ή στην Κρητσά της Κρήτης.

ΟΙ ΑΡΩΜΑTΟΠΟΙΟΙ

Αρωματοποιοί ονομάζονταν "αυτοί που βράζουν τις αλοιφές", ΑLΕΡΗΑΖΟΟΙ ή ΑLEΙΡΗΟΖΟΟΙ. Πρέπει να είχαν πολύ μεγάλη θέση και μέσα και έξω από τα ανάκτορα, αν σκεφτούμε ότι τα αρώματα, οι αλοιφές και τα κοσμητικά χρησιμοποιούνταν τόσο στη λατρεία όσο και σε μη θρησκευτικές χρήσεις, στην περιποίηση των ζωντανών όσο και των νεκρών, ότι αρωμάτιζαν τα κρασιά, τα τρόφιμα ακόμη και τα έπιπλα, ότι οι μυρωδιές ήταν η ευαίσθητη ψυχή των θεών, των ανθρώπων και των πραγμάτων και ότι τα είδη αρωματοποιίας στάθηκαν για πολύ καιρό μια από τις σημαντικές εισοδηματικές πηγές των ελληνικών πόλεων. Στην εποχή που μας απασχολεί ολόκληρα φορτία από φιάλες, οινοχόες, ψευδόστομους αμφορείς σφραγισμένους με κερί, που χωρούσαν δύο με τρία λίτρα αρωματικά έλαια, ξεκινούσαν από τα λιμάνια της Πελοποννήσου και της Κρήτης για όλα τα παράλια της Μεσογείου. Οι συμπληρωμένες με τις σημειώσεις του Θεόφραστου και του Πλίνιου του Πρεσβυτέρου, καθώς και από τις λαϊκές παραδόσεις, πινακίδες της Πύλου, μας δίνουν αρκετές πληροφορίες σχετικά με τη δουλειά της σημαντικής αυτής βιοτεχνίας, που ήταν συνδεδεμένη με τόσες άλλες και που την έλεγχαν οι άρχοντες των ναών και των ανακτόρων, Το 13ο αιώνα προ Χριστού αναφέρονται έλαια του φασκόμηλου, της κύπερης, του ρόδου. Το ελαιόλαδο ανακατεμένο με λίγο αλάτι, για να μην ταγκίζει, αποτελεί πολύ συχνά το είλημα, τη βάση ή, όπως λένε οι ειδικοί, "το σώμα" ή "την ουρά" του αρώματος. Με τη βοήθεια κάποιας ρητίνης ή μιας γόμμας δένδρου, ο τεχνίτης φιξάρει ή δένει σ' αυτό ένα μύρο που εξατμίζεται πολύ συχνά, το χυμό κάποιου μέρους του φυτού, της ρίζας, του βλαστού, των φύλλων, των λουλουδιών, ακόμη και των καρπών ή των σπόρων.

ΔΙΑΦΟΡΟΙ ΤΕΧΝΙΤΕΣ

Όλοι αυτοί οι ειδικευμένοι εργαζόμενοι ζούσαν συγκεντρωμένοι στην ίδια συνοικία, στοιβάζοντας την οικογένειά τους και τους δούλους τους μέσα σε μερικά μικροσκοπικά δωμάτια, δίπλα στα μαγαζιά και τους φούρνους τους. Διαβιβάζουν τα επαγγελματικά τους μυστικά από πατέρα σε γιο, αφού υπάρχουν ολόκληρες οικογένειες από τεχνίτες, όπως του ναυπηγού Φήρηκλου, γιου του Τέκτονα, του ξυλουργού και εγγονού του εφαρμοστού Άρμωνα. Ευκολονόητο είναι ότι τα εργαστήρια, που χρησιμοποιούσαν φωτιά, έπρεπε να είναι σχετικά απομακρυσμένα από τον κεντρικό συνοικισμό: η συνοικία του Κεραμεικού στην Αθήνα, με τους αγγειοπλάστες, τους σιδηρουργούς, τους χύτες, τους λαναράδες και τους αρωματοποιούς της, δεν συγχωνεύτηκε ποτέ με την Ακρόπολη, τη συνοικία με τους ναούς, τα ανάκτορα και τα βοηθητικά του κτίρια. Ακόμη και οι βυρσοδέψες, αυτοί που προετοιμάζουν τα δέρματα, οι οπλοποιοί που κατασκευάζουν λινούς μανδύες και δερμάτινες ασπίδες, οι σχοινοποιοί, οι αμαξοποιοί, αυτοί που κατασκευάζουν δίχτυα, που τόσο καλά απεικονίζονται στα κείμενα της Μυκηναϊκής εποχής, όλοι αυτοί χρειάζονται νερό, χώρο και πρώτες ύλες, πράγμα που τους απομάκρυνε από την Ακρόπολη. Όχι, αυτούς που συναντάει κανείς μέσα από τα στενά και φιδωτά σοκάκια της Ακρόπολης, ανάμεσα στους αχθοφόρους, τα παιδιά, τους δούλους, τα φορτωμένα με εμπορεύματα γαϊδούρια και μουλάρια, είναι αποκλειστικά οικογένειες εργατών και αρχιμαστόρων στην υπηρεσία των βασιλιάδων και των θεών. Στη σκιά του παλατιού ζούσε ένα πλήθος από τεχνίτες, άντρες και γυναίκες, αυτόχθονες ή ξένους, μόνιμους κατοίκους σ' όλη τους τη ζωή ή περαστικούς επισκέπτες, δούλους αφιερωμένους σ' ένα ναό και λαϊκούς δούλους, πλανόδιους τραγουδιστές, θεραπευτές, μάντεις, κήρυκες, που τους καλούσαν ή τους έδιωχναν οι πλούσιοι. Από τα αρχεία που βρέθηκαν, γνωρίζουμε κάποιους που άκουγαν στο όνομα "Πλουτεύς", που είχαν στις διαταγές τους αμέτρητες υφάντρες, κατασκευάστριες ενδυμάτων και ράφτρες, Πολλοί κατασκευαστές ειδών πολυτελείας δουλεύουν και μοχθούν γι' αυτούς: υποδηματοποιοί, επιπλοποιοί, λεπτουργοί, σαμαράδες, σμαλτωτές, μαχαιροποιοί, τεχνίτες που επεξεργάζονται το κόκαλο ή το κέρατο, που φτιάχνουν έγχορδα όργανα, που συναρμολογούν τόξα... Οι ναοί που έχουν στην ιδιοκτησία τους απέραντες εκτάσεις και απολαμβάνουν μεγάλα εισοδήματα, έχουν τους δικούς τους αγγειοπλάστες, αρτοποιούς, ιεροφύλακες, οινοχόους, αρχειοφύλακες, δούλους και, καμιά φορά, όπως στην Κύπρο, τα Κύθηρα ή την Κόρινθο, τις ιερές πόρνες τους. Εδώ και πολύ καιρό αναζήτησαν να βρουν πώς έκαναν την περιουσία τους οι κατάφορτοι από χρυσάφι και κοσμήματα άρχοντες, που τους έθαβαν μαζί με τα θαυμάσια επιτραπέζια σκεύη και την πλουσιότατη ιματιοθήκη τους, με λίγα λόγια τον οικονομικό λόγο ύπαρξης του μυκηναϊκού πολιτισμού την παραμονή της καταστροφής. Οι λογιστικές πινακίδες μάς επιτρέπουν να προτείνουμε μια απάντηση: ο πλούτος των αρχόντων της Ελλάδας εξαρτιόταν, κατά μεγάλο μέρος, από το εμπόριο υφασμάτων, ακαθάριστων ή αρωματισμένων ελαίων, μεθυστικών κρασιών, από το δουλεμπόριο και την εκμετάλλευση των δούλων.

ΥΦΑΝΤΑ

Τριών ειδών είναι τα τεκμήρια στα οποία αξίζει να σταματήσουμε για λίγο. Αφορούν στη βιομηχανία υφασμάτων, στην επίπλωση και στη διαχείριση. Μια και τα υφάσματα χρειάζονται για να ντυθούν οι ζωντανοί και οι νεκροί, για την κατασκευή των πανιών και για την εξάρτυση των πλοίων, για την κατασκευή θωράκων, για το κλείσιμο των παραθύρων, για την ταπητουργία, για στρωσίδια του κρεβατιού, για την τυροκομία, για το κυνήγι, για την ιατρική κ.λπ., είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι οι άρχοντες των ανακτόρων ή των ναών έλεγχαν αυστηρά την κατασκευή των λινών και μάλλινων υφασμάτων. Έξι διαφορετικά ιδεογράμματα παριστάνουν αντίστοιχα κουβάρια μαλλιών, σεντόνια ή ορθογώνια κομμάτια πανιού (ΡΑWEΑ), που τα αποτελούσαν ένα ως πέντε ραμμένα φύλλα, φορέματα (WEΑΝΟ, στα ελληνικά ελνός), κοντούς χιτώνες, σάρπες ή πολύχρωμα υφάσματα, χαλιά. Το ιδεόγραμμα του σεντονιού συνοδευόταν από πέντε διαφορετικά συλλαβικά σημεία, ΚΕ, KU, ΡΑ, ΡU, ΤΕ, WE, ΖΟ, που προσδιορίζουν το υλικό, την κατασκευή ή την κατεργασία του υφάσματος, αλεύκαντο για παράδειγμα, βαμμένο ή χωρίς γυαλάδα. Διάφορα επίθετα, καμιά φορά, προσδιορίζουν την προέλευση, τον παραλήπτη, τη γαρνιτούρα, το χρώμα. Γιατί ο ηγεμόνας μπορεί να ντύνεται με πορφύρα, οι άνθρωποι όμως της ακολουθίας του ΕQΕΤΑ -οι κόμητες θα λέγαμε- και οι βασιλικοί φιλοξενούμενοι φορούν άσπρα ή πολύχρωμα ρούχα.

Στην κατασκευή υφασμάτων για λογαριασμό του βασιλιά χρησιμοποιούσαν πολυάριθμο γυναικείο προσωπικό, ελεύθερες γυναίκες, δούλες με τα παιδιά τους, που το πλήρωναν με ορισμένη ποσότητα αλευριού και σύκων. Βλέπουμε αμυδρά μέσα από τα κείμενα τις γυναίκες που ξαίνουν, ΡEKΙΤΙRΥΑ, να λαναρίζουν το άγριο μαλλί μέσα στη μικρή τους αυλή, τις κλώστριες, ΑRΑKΑΤEYΑ, κι ανάμεσά τους τις ειδικευμένες στο λινάρι, RΙΝEYΑ, τις υφάντρες, ΙΤΕΥΑ, να εργάζονται σ' έναν κάθετο αργαλειό και να τραγουδούν, όπως η Καλυψώ, στο βάθος της σκιερής και δροσερής κατοικίας τους, τις κατασκευάστριες, ΑΚΕΤΙRΙΥΑ, τις υφάντρες χαλιών, ΤΕΡΕΥΑ, τις ράφτρες, RΑΡΙΤΙRYΑ, καθισμένες όλες μαζί κατάχαμα, μέσα σε πραγματικά εργοστάσια, να βιάζονται να παραδώσουν τις παραγγελίες για τριάντα και σαράντα σεντόνια, δεκάδες φουστάνια και φούστες με βολάν ή χωρίς βολάν, με μανίκια ή ξεμανίκωτα. Έχουν στήσει κουβεντολόι. Προσπαθούν να αποφύγουν τα μαλώματα της επιστάτριας. Γιατί αυτή τους έχει επιβάλει μια πραγματική τιμωρία, ΤΑRΑSΙΥΑ, να επεξεργαστούν δηλαδή μέσα σε ορισμένο χρόνο μια ποσότητα ακατέργαστης ύλης, που την έχει ζυγίσει. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η πιο σημαντική θεά στις μυκηναϊκές ακροπόλεις, η Αθηνά, ήταν κλώστρια και το αγαπημένο της ζώο, η κουκουβάγια, είναι πουλί της ταπητουργίας. Στην Κνωσό, ορισμένα υφάσματα συνοδεύονται από ενδείξεις για το βάρος τους. ταυτόχρονα είναι και μονάδες αξίας. Εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι να γίνονται όλα πιο γρήγορα και όσο το δυνατόν καλύτερα. Χρειάζεται άραγε να πούμε πως δεν λαμβάνουν ποτέ υπόψη τους το χρόνο ούτε την παιδική θνησιμότητα; Όποιος έχει δει, και σήμερα ακόμη, τις νέες υφάντρες της Εγγύς και Μέσης Ανατολής να εργάζονται μαντεύει τι θέλω να πω.

ΟΙ ΛΕΠΤΟΥΡΓΟΙ

Οι λεπτουργοί και οι κατασκευαστές ψηφιδωτών φαίνεται πως ήταν περισσότερο προνομιούχοι, όχι μόνο γιατί ήταν απόλυτα εξειδικευμένοι διακοσμητές ή γιατί τους έφερναν, όπως τον Ικμάλιο, από την Κύπρο ή τις πόλεις της Συρίας ή της Φοινίκης, αλλά και γιατί τους εμπιστεύονταν πολύτιμα ξύλα και μέταλλα. Τα διακοσμητικά θέματα ταξιδεύουν, όπως και οι καλλιτέχνες και οι φιλοξενούμενοι. Μια μακρόχρονη παράδοση, που ξεκινάει από τα σουμεριακά και βαβυλωνιακά εργαστήρια, δίδαξε στους λεπτουργούς να κόβουν, να λειαίνουν και να συναρμολογούν με σφήνες και λούκια μικρές σανίδες από κέδρο, έβενο, τούγια, χαρούπι, να τις κοιλαίνουν, να κολλούν κόκκαλο, ελεφαντόδοντο, σμάλτο ή λεπτές πλάκες από ήλεκτρο (μείγμα χρυσού και ασημιού), χρυσάφι ή ασήμι, που σχηματίζουν όμορφα σχέδια πάνω στο σκούρο φόντο του επίπλου. Επικολλούν ακόμη ημιπολύτιμους λίθους. Καμιά φορά μέσα στις χαραξιές του ξύλου, που τις έχουν καταστήσει άφλεκτες, οι διακοσμητές χύνουν μια καυτή υαλόμαζα, KUWΑΝΟ, που έχει ένα χρώμα γαλάζιο προς το τυρκουάζ, ανάλογα με την ποσότητα της σκόνης του μαλαχίτη ή αζουρίτη που προσθέτουν σ' αυτή. Το εργαστήρι τους μυρίζει ψαρόκολλα, άσφαλτο, πίσσα, βερνίκι. Όπως οι λεπτουργοί που είχαν διακοσμήσει τα διαμερίσματα του Τουταγχαμών, των ηγεμόνων της Αλαλάχ, στον Ορόντη ή της Νούζι φτιάχνουν πλαίσια στους τοίχους, έπιπλα, κιβώτια, που η σκαπάνη τα βρίσκει σε χίλια κομμάτια μέσα στους τάφους ή στα ερείπια των ανακτόρων. Είναι συχνά πολύ λεπτή δουλειά να αποδώσουμε τη σημασία των τεμαχίων των αρχείων που αφορούν μια τόσο λεπτομερειακή και τόσο πολύμορφη εργασία στις Μυκήνες, στην Πύλο και στην Κνωσό. Τα πιο σημαντικά είναι τα χαμηλά, πτυσσόμενα τραπέζια, τα ανάκλιντρα με σκαμνάκια, που χρησιμεύουν για να βάζουν τα πόδια. Μόνο οι επιφανείς και οι θεοί δικαιούνται να κάθονται στο κάθισμα που ονομαζόταν θρόνος ή στα κρεβάτια όπου έκθεταν τους επιφανείς νεκρούς. Ο γενικός όρος που προσδιορίζει όλους τους επιπλοποιούς είναι ΤΟRΟΝΟWΟKΟ, "κατασκευαστής θρόνων".

ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ

Οι μεγαλοκυράδες, με τους μπούστους τους και με το φαρδύ παντελόνι σε σχήμα φούστας, γαρνιρισμένο με φραμπαλάδες, καθώς και οι άρχοντες, με την τριγωνική πάνα που τους σκεπάζει τα γεννητικά όργανα ή με χιτώνα, πηγαινοέρχονται φορτωμένοι με κοσμήματα. Στολίζουν τα μαλλιά, τα αυτιά, το λαιμό, τους καρπούς, τα δάχτυλα των χεριών. Πόρπες και καρφίτσες, ροδόσχημα κουμπιά συγκρατούν τις σάρπες, στερεώνουν τα ρούχα. Οι κομμώσεις, που άλλες αφήνουν κυματιστά τα μαλλιά και άλλες πλεκτά, στολίζονται με χτένες, κορδέλες, διαδήματα, μακριές φουρκέτες. Όλοι έχουν το δικό τους σφραγιδόλιθο, από χαλκηδόνιο λίθο, αχάτη ή κρύσταλλο, που αποτελεί αντίτυπο της προσωπικότητάς τους και ταυτόχρονα σφραγίδα και φυλαχτό, γιατί οι σκηνές νίκης που εικονίζονται σ' αυτόν έχουν συμβολική αξία. Έτσι οι χρυσοχόοι και οι λιθοχαράκτες του ανακτόρου δεν μένουν χωρίς δουλειά και χωρίς πελατεία. Εκείνοι, ωστόσο, που δέχονται τις περισσότερες παραγγελίες, είναι αυτοί που επεξεργάζονται το ελεφαντόδοντο. Δεν τους αρκεί να παραδίνουν στους επιπλοποιούς τα χαραγμένα ή ανάγλυφα στολίδια, που θα στολίσουν το δίφρο του άρματος, τα κιβώτια και τα σκαμνιά, όλα τα μικρά κιβώτια που θα δώσουν οι άρχοντες στους φιλοξενουμένους τους την ημέρα της αναχώρησής τους. Το ελεφαντόδοντο μεταβάλλεται κάτω από τα δάχτυλά τους σε ιντάλιο, σε κοσμήματα, σε φυλαχτά, σε λαβές, σε καθρέφτες, σε τραπέζια παιχνιδιών με τα πιόνια τους, τα ζάρια, τα κότσια τους, σε στρογγυλά κουτιά, σε αγαλματάκια, κεφάλια και μέλη που τα προσαρμόζουν ή τα σφηνώνουν σε μεγάλα επίχρυσα αγάλματα.

ΕΛΕΦΑΝΤΟΥΡΓΟΙ

Ο ελεφαντουργός των Μυκηνών έχει στον πάγκο του, που βρίσκεται πάντα σε μέρος πολύ φωτεινό, επτά μπρούντζινα εργαλεία: ένα μικρό πριόνι, τρία γλύφανα, το ένα με κυρτή λεπίδα, μια λίμα, ένα είδος κυλινδρικού τρίφτη και ένα τοξοειδές τρυπάνι Το ξέστρο του είναι από οψιδιανό λίθο, τη λάβα αυτή που μοιάζει με γυαλί και που τη φέρνει από τη Μήλο ή από το Γυαλί. Το υλικό που θα επεξεργαστεί, το πράσινο, το λευκό ή το κίτρινο ελεφαντόδοντο, του έρχεται κυρίως από τη Συρία: κοπάδια από ελέφαντες ζούσαν στις όχθες του Ορόντη ως τον 8ο αιώνα προ Χριστού. Δεν περιφρονεί, ωστόσο, τα δόντια του ελέφαντα και του ιπποπόταμου της Αιγύπτου, τους χαυλιόδοντες των ελληνικών κάπρων. Κόβει με πριόνι στο χαυλιόδοντα, έναν κύλινδρο με τόσο τέλεια τομή, ώστε θα έλεγε κανείς ότι είναι μια μεταλλική ρωγμή. Σκαλίζει, για να φέρουμε ένα παράδειγμα, πάνω στην εσωτερική επιφάνεια έναν άγριο ταύρο, που ανατρέπει έναν κυνηγό μέσα σ' ένα τοπίο δάσους. Χαράζει το εσωτερικό μέρος της βάσης, για να στερεώσει με σφήνες και λούκια ένα στρογγυλό πάτο. Ένα σμιλεμένο καπάκι εφαρμόζει στο στόμιο του πάνω μέρους. Θα μουσκέψει το αντικείμενο μιάμιση μέρα, αν ο πελάτης το θέλει, μέσα σε ξίδι ή στύψη και θα το βάψει με πορφύρα. Ή θα κολλήσει στην επιφάνεια ένα φύλλο χρυσού. Διαφορετικά, ο καλλιτέχνης θα σβήσει κατόπιν, με την πιο ψιλή άμμο και με σκόνη από ελαφρόπετρα, τις σπάνιες ανωμαλίες και θα γυαλίσει ολόκληρο το αντικείμενο με ένα στουπί γεμάτο κιμωλία. Τα θέματά του τα δανείζεται από την πανίδα και τη χλωρίδα της πατρίδας του, αλλά και, γύρω στο 1250, από τη θεματογραφία της Μιλήτου, της Σιδώνας και της Κύπρου, όπου ακμάζουν σημαντικά εργαστήρια: σφίγγες η μία απέναντι στην άλλη, πάλη λιονταριού με γρύπες, λιοντάρια που καταβάλλουν ταύρους και ανθρώπους.

ΛΟΓΙΣΤΕΣ

Συχνά γίνεται λόγος για το επάγγελμα, και μάλιστα για την τάξη ή την κάστα των γραφέων. Σε κανένα, ωστόσο, από τα τέσσερις χιλιάδες πήλινα έγγραφα που υπάρχουν και που τα περισσότερα δεν είναι παρά προχειρογραφήματα ή προσωρινές σημειώσεις, δεν αναγράφεται το όνομά τους. Η έννοια όμως του γραφέα φαίνεται πως ήταν ξένη στο μυκηναϊκό πολιτισμό. Όποιος στην Ελλάδα ήξερε να γράφει, έστω κι αν ήταν ξένος, έπαιρνε, όπως και στην αρχαία Κίνα, σημαντική θέση στη διοίκηση των ανακτόρων και των ναών. Οι ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι έπρεπε να είναι όλοι γραμματισμένοι. Μετέγραφαν τους λογαριασμούς και τις χρονιάτικες αναφορές τους σε φθαρτά υλικά, λινό, περγαμηνή, φυτικές ίνες ή φλοιούς. Δέκα το λιγότερο αξιωματούχοι, ίσως και δώδεκα, έλεγχαν τις εισόδους και τις εξόδους των τροφίμων και των ακατέργαστων ή βιομηχανοποιημένων προϊόντων, συνέτασαν τις απογραφές των στάβλων, των αποθηκών των εφοδίων ή των κελαριών, κατέγραφαν λογιστικά τα χρέη και τις οφειλές, καθόριζαν το ρόλο και τη βάση της φορολογίας, πρόβαιναν στην απογραφή του πληθυσμού και των ζωντανών, έκαναν κατανομή της εργασίας στις εργάτριες και στους εργάτες και εξοικειώνονταν με τις πολύπλοκες υποδιαιρέσεις των μονάδων , των μέτρων και των σταθμών. Μερικοί πίστεψαν πως αναγνώρισαν σαράντα, το λιγότερο, διαφορετικά "γραφεία" στο ανάκτορο μόνο της Κνωσού, γύρω στα 1300 π.Χ. Στην πραγματικότητα τα λογιστικά έγγραφα μας γνωρίζουν διάφορους, πολύ ειδικευμένους υπαλλήλους, έναν επιστάτη για τα σύκα (ΟΡΙSUKΟ), έναν για τους καρπούς της γης ή τα δημητριακά (ΟΡΙΚΑΡΕΕU), έναν έφορο για το μέλι(ΜERΙDUΜΑ), έναν αποθηκάριο (ΟΡΙΤΕUΚΕΕU), έναν επιστάτη για τα κράματα (ΜΙΚΑΤΑ) ένα μετρητή (ΜΕΖΑΝΑ), έναν οπλοποιό (EΤΟWΟKΟ), ένα φύλακα των ιερών δερμάτων (;) (DΙΡRERΑΡΟRΟ), έναν επιφορτισμένο στο άναμμα της φωτιάς με πολλούς βοηθούς, έναν υπο-επιστάτη (ΡΟRΟDUΜΑ). Πάνω από αυτούς, που θα 'πρεπε να ξέρουν να γράφουν, γιατί έπαιρναν και διαβίβαζαν γραπτές διαταγές, υπήρχε ένας επίτροπος (KΟRΑΤE) και ένας πληρεξούσιος (ΡΟΡΟKΟREΤE) και, στις επαρχίες, ένας επαρχιακός επόπτης (ΑΤΟΜΟ) και ένας επαρχιακός διαχειριστής (DΑΜΟKΟRΟ).

Είναι φανερό πως οι τελευταίοι αυτοί αξιωματούχοι (QΑSΙRΕWΙΥΟΤΕ) διακρίνονται σε σχέση με τους προηγούμενους από τα φανταχτερά τους ρούχα και τα εμβλήματά τους, από τη μεγάλη ζωή που έκαναν και από την ίδια την τροφή τους. Ο επαρχιακός ελεγκτής, για να φέρουμε ένα παράδειγμα, έπαιρνε τη χορηγία του σε γουρούνια. Οι επίτροποι και οι έπαρχοι φορολογούνταν διαφορετικά την ημέρα που το Κράτος είχε επείγουσες ανάγκες από μέταλλο ή λινάρι. Ορισμένοι υπάλληλοι με μυστηριώδεις αρμοδιότητες είχαν το δικαίωμα να απαλλάσσουν από ορισμένα βάρη αυτούς που διοικούσαν. Όπως αυτός ο ESΑREU, ίσως κάποιος διαχειριστής, που τον έλεγαν Κεύποδα, ο οποίος εξαιρούσε διάφορες κοινότητες στα νοτιοδυτικά της Πύλου, από τη φορολογία σε λινάρι ή σε είδη από λινάρι. Ή ακόμη ο WΑΤEU, κάποιος ίσως εφοριακός πράκτορας, που ήταν επιφορτισμένος με τις μισθώσεις της γης. Άλλοι μετακινούνταν, όπως ο ΑKERΟ, ελληνικά άγγελος ή αγγελιαφόρος, που ήταν επιφορτισμένος να στέλνει επιστολές, και ο KΑRUKΑ, ή ιερός κήρυκας. Τι να πούμε, ωστόσο, για τον ΡΑDEΥ, τον ΡΑDΑWEΥ και για πολλούς άλλους, που ο όνομά τους δεν εμφανίζεται παρά μια ή δυο φορές συνολικά; Και μια που δεν βρίσκουν κάτι καλύτερο, τους μεταφράζουν σαν κύρια ονόματα, ενώ μπορεί να είναι, για παράδειγμα, όπως οι ΑΜΟΤERE και οιEREUΤERE επίτροποι, επιθεωρητές, πληρεξούσιοι και φοροεισπράκτορες.

ΖΩΓΡΑΦΟΙ

Στην καρδιά του παλατιού, στο βάθος μιας αυλής, πίσω από μια στοά, από έναν προθάλαμο και από μια δίφυλλη πόρτα, απλώνεται μια μεγάλη τετράγωνη αίθουσα, που η οροφή της συγκρατείται από τέσσερις κίονες. Συγκεντρώνονται κοντά στην κεντρική εστία για τα γεύματα, για τα συμπόσια, που συνοδεύονται από τραγούδια και αφηγήσεις, για τις δεξιώσεις. Είναι το μέγαρο. Εκεί μέσα απασχολείται πότε-πότε μια ομάδα διακοσμητών με τους βοηθούς τους, για την επισκευή των τοιχογραφιών. Μιλούν αυθαίρετα για νωπογραφίες, αλλά πρόκειται για μια ολότελα διαφορετική τεχνοτροπία. Πάνω στις εσωτερικές πλευρές του τοίχου έχουν απλώσει οι χτίστες μια στρώση από κιτρινωπή άργιλο ανακατεμένη με ψιλοκομμένο άχυρο για να βαστάξει καλύτερα. Από πάνω οι γυψοποιοί πέρασαν δύο ή τρεις, πολύ λεπτές αλλά του ίδιου πάχους στρώσεις μαρμαροκονίας. Λειαίνουν τη μαρμαροκονία αυτή με μεγάλη προσοχή με το μαρμαρένιο στίλβωτρο, και σε μερικά σημεία ακόμη και με το νύχι: δεν υπάρχει πια η παραμικρότερη γούβα, μια ανωμαλία, ένα χαλίκι. Και κατόπιν τα αφήνουν όλα να στεγνώσουν έναν ολόκληρο μήνα. Οι ζωγράφοι εργάζονται πάνω στην τελευταία επίστρωση, μια στεγνή και σκληρή επένδυση, την ΚΙRΙSΕWΕ, σύμφωνα με τη μέθοδο που τώρα ονομάζουν Α FRESCΟ SECCΟ. Μουσκεύουν κομμάτι, κομμάτι, ελαφρά με το σφουγγάρι την επιφάνεια που θα διακοσμήσουν και που θα τη βάψουν με το πινέλο και το καλάμι. Οι κοπανισμένες χρωστικές ουσίες, που τις διαλύουν μόνο μέσα σ' ένα αρκετά ανοιχτόχρωμο ασβεστοπολτό, είναι βασικά οργανικές και ορυκτές ουσίες. Όταν το μαύρο δεν είναι από μελάνι σουπιάς, το φτιάχνουν από σκόνη καρβουνιασμένων οστών ή από καπνιά. Η ώχρα δίνει το κίτρινο και όταν την καίνε, διάφορες άλλες αποχρώσεις, που αρχίζουν από το καφέ και φτάνουν στο κοκκινόξανθο. Από τον αιματίτη βγάζουν τα διάφορα κόκκινα χρώματα, από το ροζ μέχρι το κρεμεζί. Το κιννάβαρι δίνει ένα χρώμα ροδαλό. Το μπλε και το πράσινο δεν είναι παρά οι σκόνες αυτές του αζουρίτη και του μαλαχίτη, των δύο αυτών ανθρακικών αλάτων του χαλκού, που συναντήσαμε και παραπάνω στην κατασκευή της υαλόμαζας, που οι κιβδηλοποιοί και οι ερασιτέχνες εξακολουθούν να ονομάζουν λαζούρι, εμαγιέ, σμάλτο ή νιέλλο. Το πιο σκούρο ή πιο ανοιχτό καφέ δεν είναι παρά ένα χώμα με μικρότερη ή μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε οξείδια του σιδήρου και του μαγγανίου. Είναι πολύ πιθανό, μα όχι και βέβαιο, ότι οι μυαλωμένοι αυτοί τεχνίτες είχαν προσέξει τις χρωματικές αρετές που έχουν τα κράματα του κοβαλτίου και του χρωμίου, δύο ορυκτών που τα βρίσκουμε σε πολλά ορυχεία της Κρήτης. Όπως κι αν έχει το πράγμα, ένα είναι σίγουρο: ότι έκαναν διάφορες αναμείξεις μέσα στα δοχεία τους.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΟΚΟΛΑΤΑΣ



Μια πολύ παλιά μονομανία.

Η ιστορία της ζαχαροπλαστικής έχει καταγραφές τουλάχιστον 4,000 ετών, όταν οι Αιγύπτιοι απεικόνιζαν τις λιχουδιές τους σε πάπυρο. Τα ζαχαρωτά ήταν εμπορεύσιμο προϊόν ήδη από το 1566 π.Χ. Παρ' όλα αυτά, η σοκολάτα δεν εμφανίζεται στο προσκήνιο, μέχρι που οι πολιτισμοί των Ατζέκων και των Μάγια ανακάλυψαν την αξία του κακαόδενδρου.
Εικάζεται ότι η προέλευση του είναι από την κοιλάδα του Αμαζόνιου ή του Ορενόκο. Το 600 μ.Χ. οι Μάγια μεταναστεύουν στις βόρειες περιοχές της Νότιας Αμερικής, ιδρύοντας τις πρώτες γνωστές φυτείες κακαόδενδρου στο Γιουκατάν. Υπάρχουν αρκετές θεωρίες ότι οι Μάγια γνώριζαν το κακάο πολλούς αιώνες πριν από αυτήν την ημερομηνία. Σίγουρο είναι πάντως ότι το θεωρούσαν ένα πολύτιμο εμπορεύσιμο αγαθό, που το χρησιμοποιούσαν τόσο σαν μέσο συναλλαγής, όσο και σαν μονάδα υπολογισμών και μέτρησης.

Οι Μάγια και οι Αζτέκοι έπαιρναν τους σπόρους του κακαόδενδρου και παρασκεύαζαν ένα ρόφημα που το αποκαλούσαν "ξοκοάτλ". Ο ινδιάνικος θρύλος των Ατζέκων έλεγε ότι οι σπόροι του κακάο είχαν έρθει από τον παράδεισο, και ότι η βρώση του καρπού του κακαόδενδρου προσέδιδε δύναμη και σοφία. Αρχαία χρονικά αναφέρουν ότι οι Αζτέκοι, πίστευαν ότι ο θεός Κουετσακοάτλ ταξίδεψε στην γη πάνω στην ακτίνα φωτός του αυγερινού, φέρνοντας μαζί του το κακαόδενδρο από τον παράδεισο να το προσφέρει στους ανθρώπους. Έμαθαν από τον Κουετσακοάτλ πώς να καβουρδίζουν και να αλέθουν τους σπόρους, παρασκευάζοντας μια θρεπτική πάστα διαλυτή στο νερό. Πρόσθεταν καρυκεύματα και παρασκεύαζαν ένα ρόφημα "τσοκολάτλ", ή πικρό νερό, και πίστευαν ότι τους προσέδιδε παγκόσμια σοφία και γνώση.

Η αγγλική λέξη "chocolate" πιστεύεται ότι προέρχεται από την λέξη των μάγια "xocoatl" ή από την αντίστοιχη των Ατζέκων "cacahuatl". Η ινδιάνικη λέξη για την σοκολάτα προέρχεται από τις λέξεις "choco"=αφρός και "atl"=νερό. Αρχικά η σοκολάτα καταναλωνόταν μόνο σε υγρή μορφή. Σαν μέρος της γαμήλιας τελετής γύρω στο δωδέκατο αιώνα, προσέφεραν στους νεόνυμφους μια κούπα με αφρώδες κακάο. Ο Arthur W.Knapp, συγγραφέας του "Το κακάο κι η βιομηχανία σοκολάτας" (Pitman, 1923) τονίζει ότι εάν πιστέψουμε την Μεξικάνικη μυθολογία, "η σοκολάτα καταναλωνόταν από τους θεούς στον παράδεισο και οι σπόροι του κακάο μεταβιβάστηκαν στον άνθρωπο σαν μια ειδική ευλογία από τον θεό του ανέμου". Οι αρχαίοι μεξικάνοι πίστευαν ότι η Τονακατεκούτλι, η θεά του φαγητού και η Καλτσιουτλουκούε, η θεά των υδάτων, ήσαν οι προστάτιδες θεές τού κακάο. Κάθε χρόνο έκαναν ανθρωποθυσίες στις θεές, δίνοντας κακάο σαν τελευταίο γεύμα στο θύμα. Ο Σουηδός φυσιοδίφης Carolus Linnaeus (1707-1778) μη ικανοποιημένος από την λέξη "κακάο", το μετονόμασε σε "θεοβρώμα" από το ελληνικό "τροφή των θεών". Λέγεται ότι ο Χριστόφορος Κολόμβος, είχε φέρει μαζί του στο τέταρτο ταξίδι του στον Νέο Κόσμο, σπόρους κακάο στον βασιλιά Φερδινάνδο, αλλά δεν τους δόθηκε ιδιαίτερη σημασία, εξ αιτίας των άλλων θησαυρών που είχε ανακαλύψει.

Η σοκολάτα καταγράφηκε για πρώτη φορά το 1519 όταν ο Ισπανός εξερευνητής Χερνάντο Κορτέζ επισκέφθηκε την αυλή του αυτοκράτορα Μοντεζούμα του Μεξικού. Ο Αμερικανός ιστορικός William Hickling στην "ιστορία της κατάκτησης του Μεξικού" (1838)αναφέρει ότι ο Μοντεζούμα "δεν έπινε κανένα άλλο ρόφημα, παρά μόνο την τσοκολάτλ, ένα διάλυμα σοκολάτας, αρωματισμένο με βανίλια και μπαχαρικά, και παρασκευασμένο έτσι ώστε να έχει την πυκνότητα και ρευστότητα του μελιού, το οποίο έλιωνε σταδιακά στο στόμα, και το έπιναν κρύο". Το γεγονός ότι ο Μοντεζούμα κατανάλωνε την "τσοκολάτλ" του σε κύπελλα πριν μπει στο χαρέμι του, οδήγησε στην πεποίθηση ότι επρόκειτο για ένα αφροδισιακό.

Το 1528 ο Κορτέζ έφερε μαζί του από το Μεξικό σοκολάτα στην βασιλική αυλή του βασιλιά Κάρολου 5ου. Μοναχοί, απομονωμένοι στα Ισπανικά μοναστήρια, επεξεργάζονταν τους σπόρους του κακάο και κράτησαν την σοκολάτα μυστική σχεδόν για ένα αιώνα. Αποτέλεσε μια επικερδή βιομηχανία για την Ισπανία, που φύτεψε κακαόδενδρα στις υπερπόντιες αποικίες της. Χρειάστηκε έναν Ιταλό ταξιδιώτη, τον Αντόνιο Καρλέττι, να ανακαλύψει τον θησαυρό της σοκολάτας γύρω στα 1606 και να την μεταφέρει σε άλλα μέρη της Ευρώπης. Με την παρακμή της Ισπανίας σαν δύναμη, το μυστικό της σοκολάτας διέρρευσε επί τέλους, και το μονοπώλιο του Ισπανικού στέμματος στο εμπόριο της σοκολάτας έφτασε στο τέλος. Σε λίγα χρόνια η γνώση του κακάο διαδόθηκε στην Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία και Αγγλία. Όταν η Ισπανίδα πριγκίπισσα Μαρία Τερέζα αρραβωνιάστηκε τον Λουδοβίκο XIV της Γαλλίας το 1615, χάρισε στον αρραβωνιαστικό της σαν δώρο αρραβώνα σοκολάτα, συσκευασμένη σε ένα καλαίσθητα διακοσμημένο κουτί. Ο γάμος τους συμβόλισε τον γάμο της σοκολάτας στην Γάλλο-Ισπανική κουλτούρα.

Το πρώτο σοκολατοποιείο πιστεύεται ότι άνοιξε στο Λονδίνο το 1657 από έναν Γάλλο. Κοστίζοντας 10 με 15 σελίνια η λίβρα, η σοκολάτα εθεωρείτο το ποτό της ανώτερης κλάσης. Ο Ισπανός ιστορικός του 16ου αιώνα Οβιέδο έγραφε: "κανείς παρά μόνον οι πλούσιοι και οι ευγενείς μπορούσαν να πιουν τσοκοάτλ, γιατί στην κυριολεξία ήταν σαν να έπινες χρήμα. Το κακάο εξαπλώθηκε στα έθνη σαν χρηματική μονάδα. Έτσι, ένας λαγός στην Νικαράγουα πωλείτο για 10 σπόρους κακάο, και 100 από αυτούς τους σπόρους μπορούσαν να αγοράσουν έναν σχετικά καλό σκλάβο". Η σοκολάτα επίσης φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε και σαν φαρμακευτικό ελιξίριο από τους γιατρούς της εποχής. Σε διατριβή του Christopher Ludwig Hoffmann, συνιστά την σοκολάτα για πολλές ασθένειες παραθέτοντάς την σαν θεραπεία στις ασθένειες του καρδινάλιου Ρισελιέ. Η σοκολάτα ταξίδεψε στις Κάτω Χώρες με τον Δούκα της Αλβας. Στα 1730, η τιμή της είχε πέσει στα $3 η λίβρα, κάνοντάς την προσιτή οικονομικά και από άλλους έκτός από τους πολύ πλούσιους. Η εφεύρεση της πρέσας του κακάο το 1828 βοήθησε ακόμα στην πτώση των τιμών και στην βελτίωση της ποιότητας της σοκολάτας, με την εξαγωγή από τον καρπό κάποιας ποσότητας βουτύρου, που προσέδιδε στο ρόφημα μια απαλότερη υφή.

Με την βιομηχανική επανάσταση, ήρθε και η μαζική παραγωγή της σοκολάτας, εξαπλώνοντας έτσι την φήμη της στο ευρύ κοινό. Αναφερόμενος στην εισαγωγή του καφέ του τσαγιού και του κακάο στην Ευρώπη, έγραφε ο Ισαάκ Ντισραέλι (1791-1834) στα εξάτομα "παράδοξα της λογοτεχνίας": "Οι Ισπανοί έφεραν την σοκολάτα από το Μεξικό, που ήταν γνωστή σαν τσοκολάτλ. Ήταν ένα χονδροειδές μείγμα από χονδροτριμμένο κακάο και ινδιάνικο καλαμπόκι. Αλλά οι Ισπανοί που εκτίμησαν την θρεπτική του αξία, το βελτίωσαν σε ένα πιο πλούσιο μείγμα, με ζάχαρη, βανίλια και άλλα αρωματικά. Είχαμε σοκολατοποιεία στο Λονδίνο πολύ αργότερα από τα καφεκοπτεία. Φάνηκε ότι τα πρώτα είχαν συνδεθεί με την κομψότητα και τελειοποίησαν την μορφή τους, ενώ τα δεύτερα είχαν γίνει του συρμού". Σε μια έκδοση του 1891 πάνω στο φυτό του κακάο από την Walter Baker & Co αναφέρεται ότι "Με την ανακάλυψη της Αμερικής, οι αυτόχθονες του χαμηλότερου μέρους της ηπείρου που βρεχότανε από την θάλασσα της Καραϊβικής, βρέθηκαν να κατέχουν δυο πολύτιμα αγαθά, που όλοι αναγνώρισαν ότι άξιζαν να καλλιεργηθούν επισταμένα, συγκεκριμένα ο καπνός και το κακάο". Η σοκολάτα πρωτοπαρουσιάστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1765 όταν ο John Hanan έφερε σπόρους κακάο από τις Δυτικές Ινδίες στο Ντόρτσεστερ της Μασαχουσέτης για να τους επεξεργαστεί με την βοήθεια του Δρος James Baker. Το πρώτο εργοστάσιο σοκολάτας στη χώρα ιδρύθηκε εκεί. Παρ' όλα αυτά, η σοκολάτα δεν είχε τύχει της αποδοχής των Αμερικανών εποίκων, μέχρι που ψαράδες από το Γκλόουτσεστερ της Μασαχουσέτης άρχισαν να αποδέχονται τους σπόρους του κακάο σαν μέθοδο πληρωμής για φορτία στην τροπική Αμερική. Εκεί που η σοκολάτα εθεωρείτο το ρόφημα για αιώνες κυρίως για τους άνδρες, άρχισε να αναγνωρίζεται σαν το κατάλληλο ρόφημα για παιδία τον 17ο αιώνα. Είχε πολυποίκιλα πρόσθετα.: γάλα, κρασί, μπύρα, γλυκαντικά, μυρωδικά. Η πόση της σοκολάτας εθεωρείτο κοινωνικό γεγονός.

Η βρώση της σοκολάτας καθιερώθηκε στα 1674 με την μορφή των ρόλλς και κέικ, που σερβιρίζονταν σε διάφορα εμπορικά σοκολάτας. Το 1747 ο Φρειδερίκος ο Μέγας εξέδωσε ένα διάταγμα που απαγόρευε την πώληση της σοκολάτας από πλανόδιους πωλητές. Στα 1795, ο Δρ Joseph Fry από το Μπρίστολ στην Αγγλία, χρησιμοποίησε μια ατμομηχανή για να αλέθει τους σπόρους του κακάο, επινόηση που οδήγησε στην Παρασκευή της σοκολάτας σε μεγάλη κλίμακα. Γύρω στα 1847, ο Fry & υιός πωλούσαν την "Chocolat Delicieux a Manger", η οποία πιστεύεται ότι είναι η πρώτη μπάρα σοκολάτας που παρασκευάστηκε.

Η Νεστλέ δηλώνει ότι από το 1800 μέχρι σήμερα, οι παρακάτω τέσσερις παράγοντες συνέτειναν στη ενηλικίωση της σοκολάτας σαν παγκόσμιο προϊόν διατροφής:

1. Η Παρασκευή της σκόνης κακάο το 1828
2. Η μείωση της φορολογίας
3. Βελτίωση των μεταφορών από την φυτεία στο εργοστάσιο
4. Η καθιέρωση της σοκολάτας σαν βρώσιμο αγαθό και βελτιώσεις στις μεθόδους παρασκευής. Ήδη στο 1810, η Βενεζουέλα κάλυπτε το μισό της παγκόσμιας κατανάλωσης σε κακάο, και το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής καταναλώνονταν από τους Ισπανούς. Η επινόηση της πρέσας του κακάο από τον C.J.Van Houten, έναν Ολλανδό αρχιμάστορα της σοκολάτας, βοήθησε στην μείωση της τιμής της σοκολάτας και την διάδοση της στις μάζες. Σε έκδοση του 1923 για την βιομηχανία του κακάο και της σοκολάτας από τον Arthur W. Knapp εξηγεί την αύξηση της δημοτικότητας του κακάο στις παρακάτω καινοτομίες:
1. Τη εισαγωγή του κακάο στο χώρο από τον Van Houten όπως το γνωρίζουμε.
2. Την μείωση των φόρων σε χαμηλά επίπεδα που παρέμειναν σταθερά για σειρά ετών.
3. Τις μεγάλες βελτιώσεις στα μέσα μεταφοράς
4. Οι βελτιώσεις στον τρόπο παρασκευής της σοκολάτας
Ο Daniel Peter από το Vevey της Ελβετίας, πειραματίσθηκε για 8 χρόνια πριν επινοήσει τον τρόπο παρασκευής της σοκολάτας γάλακτος στα 1876. Προώθησε την ιδέα του σε μια Ελβετική φίρμα που σήμερα είναι η παγκόσμια παραγωγός σοκολάτας: η Νεστλέ. Το 1879 ο Rodolphe Lindt από την Βέρνη της Ελβετίας, παρασκεύασε σοκολάτα που έλιωνε στο στόμα. Εφεύρε την μέθοδο του "κοχυλιού", μια μέθοδο επεξεργασίας όπου θέρμανση και κύλιση της σοκολάτας. Μετά από 72 ώρες τέτοιας επεξεργασίας, η σοκολάτα περιείχε περισσότερο βούτυρο, οπότε το πρώτο "φοντάν" δημιουργήθηκε. Οι αδελφοί Cadbury παρουσίασαν την σοκολάτα τους το 1849 σε έκθεση στο Μπίρμιχαν της Αγγλίας. Το 1913 ο Ελβετός καραμελοποιός Jules Sechaud από το Μοντρέ επινόησε τις γεμιστές σοκολάτες. Την 1η Οκτωβρίου 1925, στην Νέα Υόρκη άρχισε να λειτουργεί το Χρηματιστήριο του κακάο, όπου αγοραστές και πωλητές μπορούσαν να κάνουν συναλλαγές. Η Βραζιλία και η Ακτή του Ελεφαντοστού προηγούνται στη παραγωγή κακάο. Οι ΗΠΑ προηγούνται στη εισαγωγή και παραγωγή προϊόντων κακάο, ενώ η Ελβετία εξακολουθεί να προηγείται στην κατά κεφαλή κατανάλωση σοκολάτας. Το 1980 μια ιστορία βιομηχανικής κατασκοπείας εμφανίζεται στον διεθνή τύπο, όταν ένας μαθητευόμενος στην εταιρεία Suchard-Tobler προσπάθησε χωρίς επιτυχία να πωλήσει συνταγές σοκολάτας στην Ρωσία, την Κίνα, την Σαουδική Αραβία και άλλες χώρες. Στη δεκαετία του 1990, η σοκολάτα έχει καταξιωθεί σαν ένα δημοφιλές προϊόν και σαν μια επιτυχημένη μεγάλη επιχείρηση. Η ετήσια κατανάλωση σπόρων κακάο κυμαίνεται περίπου στους 600,000 τόνους και η κατά κεφαλή κατανάλωση σοκολάτας είναι ανοδική. Η βιομηχανία της σοκολάτας στις ΗΠΑ είναι βιομηχανία δισεκατομμυρίων.

Ο Norman Kolpas γράφει: "Είδαμε πώς η σοκολάτα εξελίχθηκε από ένα πρωτόγονο ρόφημα και τροφή στις αρχαίες φυλές της Λατινικής Αμερικής, κομμάτι της θρησκείας, του εμπορίου και της κοινωνικής τους ζωής, σε ένα ποτό που προτιμήθηκε από την ελίτ της Ευρωπαϊκής κοινωνίας και σταδιακά εξελίχθηκε σε ένα ασυναγώνιστο ρόφημα και αργότερα σε υπέροχη τροφή. Είδαμε επίσης την σύνθετη μεταμόρφωση του κακάο από συμπιεσμένους σπόρους του καρπού ενός εξωτικού δένδρου σε μια ευρεία ποικιλία βιομηχανοποιημένου κακάο και προϊόντων σοκολάτας. Πέρα από την αγροτική και εμπορική, όσο και γαστρονομική πλευρά της σοκολάτας, υπάρχει και η πλευρά που επηρεάζει την υγεία και ομορφιά, την έμπνευση στην λογοτεχνία και τις τέχνες".


Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΘΗΝΑΙΑΣ


Τα παιδικά χρόνια ενός κοριτσιού δεν ήταν στερημένα από χαρά. Τα πρώτα χρόνια της ζωής η μάνα ή μια τροφός το κουνούσαν σ' ένα κρεμαστό καλάθι ή το κρατούσαν στα χέρια και το λίκνιζαν τραγουδώντας του νανουρίσματα. Το παιδί τρεφόταν με χυλό στον οποίο έβαζαν μέλι για να γλυκάνει και το φύλαγαν από το κακό μάτι με πολλά φυλαχτά. Όλα θα πήγαιναν καλά αν δεν το τρόμαζαν συνεχώς με κάθε λογής ακάθαρτα και πονηρά πνεύματα, που παραφύλαγαν γύρω από το κρεβάτι του. Το κοριτσάκι δεν καταλάβαινε για τι λογής τέρατα γινόταν λόγος, παρ' όλα αυτά όμως ο φόβος τρύπωνε στην ψυχή του. Όταν το κοριτσάκι άρχιζε να περπατάει, τα σύνορα του κόσμου του πλάταιναν αισθητά. Είχε έναν κηπάκο όπου μπορούσε να παίζει, είχε παιχνίδια και κατοικίδια ζώα. Τα παιχνίδια ήταν διάφορα: κούκλες πήλινες και κέρινες, βαμμένες ωραία, που μπορούσαν να κινούν τα χέρια και τα πόδια τους, σπιτάκια και βαρκούλες δερμάτινες, σχεδόν ίδιες με τις αληθινές, μαϊμουδάκια από άργιλο που κρατούσαν στα χέρια άψυχα πουλάκια. Αμαξάκια που κινούνταν με τροχούς και κουδουνίστρες που έκαναν φοβερό θόρυβο. Η κρεμαστή κούνια σηκωνόταν τόσο ψηλά που σου κοβόταν η αναπνοή. Στο κηπάκι υπήρχε αρκετός χώρος για να τρέχει με το στεφανάκι του ή να παίζει τόπι με τα αδελφάκια του, τα οποία ως τα επτά χρόνια μεγάλωναν μαζί με τα κοριτσάκια. Εκτός από τα σκυλιά και τις γάτες είχε κι ένα γερανό εξημερωμένο. Μπορούσε να πηγαίνει στο τραπέζι των μεγάλων όταν πρόσφεραν τα επιδόρπια και συχνά έπαιρνε το πρόγευμα στην εσωτερική αυλίτσα, μαζί με τον πατέρα και τη μητέρα του. Μάθαινε να διαβάζει, να γράφει και να παίζει διάφορα μουσικά όργανα. Δεν υπήρχε καμιά καθορισμένη μέθοδος αγωγής των κοριτσιών .η μάνα τούς μετέδιδε τις γνώσεις της, αυτές βέβαια που είχε. Ο Ευριπίδης υποστήριζε ότι η γυναίκα δεν γίνεται πιο καλή αν ξέρει πολλά. Το κορίτσι μάθαινε να πλέκει, να υφαίνει, να κεντάει, να μαγειρεύει νόστιμα φαγητά, να μπορεί να τα κάνει όλα με τα χέρια του. .έπειτα του έδειχναν πώς να κρατάει γερά από τα ηνία τις δούλες και πώς διευθύνεται το νοικοκυριό. Κι η αγωγή του σταματούσε εδώ. Να βλέπει όσο το δυνατό λιγότερα, να ακούει όσο το δυνατό λιγότερα και να θέτει όσο το δυνατό λιγότερες ερωτήσεις. Έτσι εννοούσε ο Ξενοφώντας την ιδανική αγωγή των κοριτσιών. Αποστολή της γυναίκας ήταν "να έχει τη φροντίδα του σπιτιού και να ακούει τον άντρα της". Στα γραπτά των ποιητών και των φιλοσόφων βρίσκονται πολυάριθμες επιβεβαιώσεις αυτής της αντίληψης. Ο αθηναίος δεν κρατούσε τη γυναίκα κλειδωμένη στο σπίτι, αλλά ολόκληρο το σύστημα της αθηναϊκής ζωής έδειχνε στη σύζυγο ότι η θέση της είναι στο σπίτι και ότι ο χώρος όπου θα περνούσε τη ζωή της τελείωνε μπροστά στην εξώθυρα. Τα νέα κορίτσια έβγαιναν στην πόλη συνοδευόμενα πάντοτε από τους γονείς ή από άλλα ηλικιωμένα πρόσωπα, αλλά και τότε μόνο για να πάρουν μέρος στις μεγάλες θρησκευτικές τελετές, σε μια κηδεία ή να μεταβούν στο ναό. Μόνο σε τέτοιες περιπτώσεις μπορούσε να τα δει το μάτι ξένου άντρα. Σε μια κωμωδία του Αριστοφάνη κάποια σύζυγος λέει: όταν ρώτησα τον άντρα τι αποφάσισε η εκκλησία του δήμου (η συνέλευση του λαού) αυτός μου απάντησε: "τι σε ενδιαφέρει; κλείσε το στόμα σου, και πρόσθεσε: σώπασα. Έτσι, λοιπόν, η γυναίκα βρισκόταν σε κατάσταση κατωτερότητας, πράγμα που δεν σημαίνει ότι δεν τη σέβονταν και προπαντός ότι δεν σεβόταν η ίδια τον εαυτό της. Ο άντρας μπορούσε να της επιτρέψει ή να της απαγορεύσει να μιλήσει για την πολιτική στη διάρκεια του φαγητού, αλλά είναι αναμφίβολο πως αυτή επεδίωκε να φέρει τη συζήτηση στα πολιτικά.

Γάμος

Σ' όλα τα ελληνικά κράτη ο γάμος κατοχυρωνόταν με νόμο. Η γυναίκα ήταν πολίτισσα και σαν τέτοια προστατευόταν από την ασπίδα των νόμων της πόλης- κράτους. Ένας πολίτης επιτρεπόταν να παντρευτεί μονάχα με μια πολίτισσα και μόνο τα παιδιά της νόμιμης συζύγου του κληρονομούσαν το όνομα και την περιουσία. Η μονογαμία αποτελούσε θεμελιακή αρχή του γάμου στους έλληνες. Απαγορευόταν στους αθηναίους να παντρευτούν με μια ξένη. Στη Σπάρτη όσους έμεναν ανύπαντροι ως τα γεράματα δεν τους εκτιμούσαν όπως τους άλλους γέρους. Ένας νέος Λακεδαιμόνιος δεν παραχώρησε τη θέση του στο στρατηγό Δερκυλίδα λέγοντάς του: "γιατί και συ δεν έκανες αυτόν που θα παραχωρήσει τη θέση του σε μένα". Οι αρχαίοι έλληνες θεωρούσαν ότι έπρεπε να υπάρχει ανάμεσα στους συζύγους διαφορά 12-14 χρόνων. Συνήθως η νύφη ήταν 12-16 χρόνων και ο γαμπρός 24-30. Τέτοιες διαφορές θεωρούνταν κανονικές. Η τελετή του γάμου περιλάμβανε τρεις ξεχωριστές φάσεις: στο σπίτι της νύφης, μετακίνηση, στο σπίτι του γαμπρού. Η πρώτη και πιο σημαντική τελετή ήταν ο αρραβώνας, στον οποίο η παρουσία της νύφης δεν ήταν υποχρεωτική. Στην πράξη ο αρραβώνας περιοριζόταν στην υπογραφή του συμβολαίου του γάμου. Η προίκα καθοριζόταν στην υπογραφή του συμβολαίου του γάμου. Η προίκα του κοριτσιού αποτελούνταν από χρήμα ρευστό, ρουχισμό, πολύτιμα αντικείμενα και δούλους, και έφτανε το λιγότερο στο ένα δέκατο της περιουσίας του πατέρα της νύφης. Κάποτε δινόταν σαν προίκα κι ένας κλήρος γης με τη μορφή πλασματικής ενοικίασης. Οι αθηναίοι την παντρεμένη χωρίς προίκα δεν τη θεωρούσαν εξασφαλισμένη. Γι' αυτό κάποτε η εκκλησία ή μερικοί πλούσιοι πολίτες προίκιζαν τα κορίτσια των ανδρών που πρόσφεραν υπηρεσίες στην πατρίδα. Γάμος χωρίς προίκα δεν είχε ισχύ στους αθηναίους. Στις ιδιωτικές τελετές, δεν ήταν υποχρεωτικό να παραβρίσκεται ιερέας ή εκπρόσωπος του κράτους έτσι η παρουσία μαρτύρων στο κλείσιμο του συμβολαίου αποτελούσε επιτακτική ανάγκη. Σε περίπτωση διαζυγίου ή θανάτου της συζύγου η προίκα επιστρεφόταν, γιατί κληρονόμος της δεν ήταν ο σύζυγος αλλά ο πιο κοντινός από αίμα συγγενής. Οι γάμοι γίνονταν τις μέρες που ήταν πανσέληνος και συνήθως το χειμώνα, το μήνα γαμηλιώνα, που ήταν αφιερωμένος στη θεά ήρα. Πριν από την τελετή και στα δύο σπίτια προσφέρονταν θυσίες στους εφέστιους θεούς. Οι πλούσιες οικογένειες θυσίαζαν μια δαμαλίδα στο βωμό της Αθηνάς ή της Άρτεμης. Αλλά η πιο ευπρόσδεκτη προσφορά στους θεούς ήταν ένας βόστρυχος. Την προσφορά αυτή την έκαναν στην Άρτεμη και τα πλούσια και τα φτωχά κορίτσια, ενώ οι γαμπροί πρόσφεραν βοστρύχους στον Απόλλωνα. Σ' ένα αρχαίο ανάγλυφο παριστάνεται ο στολισμός μιας νύφης. Η νύφη καλύπτει το πρόσωπο με το πέπλο για να κρύψει τα δάκρυα. Μια δούλη τής πλένει τα πόδια και τα αλείφει με αρώματα. Το πιο χαρακτηριστικό νυφικό ένδυμα ήταν ο πέπλος. Τέλος, όλα είναι έτοιμα. Ο γαμπρός, καλλωπισμένος και αρωματισμένος, με ένα στεφάνι στο κεφάλι, συντροφευμένος από το συνοδό, τους συγγενείς και φίλους, έρχεται στο σπίτι της νύφης, που οι πύλες του ήταν στολισμένες έγκαιρα με κλαδιά ελιάς και δάφνης. Μπροστά σ' όλη την οικογένεια και στους μελλόνυμφους, ο πατέρας προσφέρει θυσία στην εστία, δηλώνει επίσημα ότι δίνει την κόρη του στο γαμπρό και ότι από δω και μπρος δεν ανήκει στην οικογένεια των γονιών της, δηλαδή δεν πρέπει να τηρεί τη λατρεία των προγόνων του σπιτιού. Από δω και μπρος θα προσφέρει αναθήματα και θυσίες στους προγόνους της οικογένειας του συζύγου. Όλα είναι έτοιμα για το γαμήλιο δείπνο, μαζί και ο γαμήλιος πλακούντας, φτιαγμένος από σουσάμι και μέλι. Στο γάμο οι άντρες και οι γυναίκες έτρωγαν μαζί, αλλά οι γυναίκες δεν ξάπλωναν στα κρεβάτια, αλλά κάθονταν σε καθίσματα, στην απέναντι άκρη απ' αυτή που είχαν καταλάβει οι άντρες. Στις συζητήσεις όμως έπαιρνε μέρος όλος ο κόσμος. Όταν σουρούπωνε, στη θύρα ακούονταν ήχοι αυλού. Καλυμμένη με έναν πέπλο, όπως και μέχρι τότε, η νύφη έβγαινε από το σπίτι για να ανεβεί στο αμάξι ανάμεσα στο γαμπρό και το συνοδό. Μπροστά από το αμάξι βάδιζαν οι αυλητές. Οι φίλοι μαζεύονταν γύρω από το αμάξι και τραγουδούσαν γαμήλια τραγούδια. Η μητέρα της νύφης βάδιζε πίσω από το αμάξι κρατώντας στο χέρι έναν πυρσό αναμμένο από την εστία του σπιτιού. Οι περαστικοί χαιρετούσαν την πομπή, εύχονταν ευτυχία στους νεαρούς νεοπαντρεμένους και τους πείραζαν. Σ' όλη τη διάρκεια της διαδρομής αντηχούσε ο ιερός ύμνος, ο υμέναιος. Κι έτσι η συνοδεία διέσχιζε τους δρόμους και τις συνοικίες, συνοδεύοντας τους νιόπαντρους, που πήγαιναν να συναντήσουν την ευτυχία που τους περίμενε. Στο κατώφλι του σπιτιού του γαμπρού, που ήταν επίσης στολισμένο με κλαδιά ελιάς και δάφνης, τη νεαρή σύζυγο τη δεχόταν η πεθερά. "δεν είχα τύχη να σου ανάψω τον πυρσό στο γάμο", λέγει μια μάνα που ο γιος της βρήκε το θάνατο πριν παντρευτεί (Ευριπίδης).Το σπίτι του γαμπρού όχι μονάχα ανακαινιζόταν και επιπλωνόταν με καινούργια έπιπλα, αλλά συχνά χτίζονταν καινούργιες αίθουσες και κτίρια, η αγαπημένη του δάφνη λέει στο βοσκό της: "να μου χτίσεις ένα νυφικό θάλαμο, να μου χτίσεις ένα σπίτι και μια στάνη για τα πρόβατα". Στην πύλη τη σκεπασμένη με γιρλάντες λουλουδιών έβγαινε ένα παιδάκι που έφερνε ένα καλάθι με φρούτα και έψαλλε έναν ύμνο, που η επωδός του έλεγε: "πιο θαυμαστή θα είναι η καινούργια σου τύχη απ' την παλιά". Η νύφη έτρωγε ένα σύκο ή ένα κυδώνι- τα πιο γλυκά φρούτα -, σύμβολο της ήρεμης ευτυχίας την οποία θα χαιρόταν από δω και μπρος. Μα η νύφη δεν θα μπει μόνη της στο καινούργιο της σπίτι. Γυρίζει προς τους συγγενείς της, που σπεύδουν να την περιτριγυρίσουν κάνοντας πως θέλουν να την υπερασπίσουν από το σύζυγο. Ο σύζυγος την αρπάζει και τη σηκώνει στα χέρια του να την πάει στο σπίτι, χωρίς να παίρνει υπόψη τα ξεφωνητά της. Φροντίζει τα πόδια της νύφης να μην αγγίζουν το κατώφλι, γιατί αυτό θα ήταν κακοσημαδιά.

Παντρεμένη

Πρώτη φροντίδα της νεαρής συζύγου στο καινούργιο της σπίτι είναι να κάνει ιερές σπονδές μπροστά στην εστία και τα εμβλήματα των προγόνων του συζύγου, που έγιναν τώρα και δικοί της πρόγονοι. Μια χορωδία κοριτσιών τραγουδάει ένα επιθαλάμιο, η τελετή τελειώνει. Τη δεύτερη μέρα το νεαρό ζευγάρι δέχεται τους φίλους. Κάποτε οι φίλοι τους κάνουν την τιμή να τους τραγουδήσουν εωθινό τραγούδι. Η μέρα αυτή λέγεται μέρα της αποκάλυψης. Τον πέπλο η νεαρή νιόπαντρη θα τον δωρίσει στην ήρα, παρακαλώντας τη θεά να της χαρίσει ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή. Έτσι λοιπόν η νεαρή σύζυγος βγάζει τον πέπλο και παρουσιάζεται μπροστά στους καλεσμένους που ήρθαν με τα γαμήλια δώρα. Τα δώρα είναι κάθε λογής: ζωγραφιστά αγγεία, σανδάλια, καθρέφτες, χτένες, αρώματα κι άλλα αντικείμενα. Τώρα η νεαρή γυναίκα έγινε οικοδέσποινα. Ο άντρας της είναι πολύ μεγαλύτερος στα χρόνια. Είναι έμπειρος κι όλος ο κόσμος τον θεωρεί καλό νοικοκύρη. Το πρωί της δεύτερης μέρας ο σύζυγος θα προσκυνήσει πρώτα τους θεούς και μαζί με τη σύζυγό του θα τους προσφέρει θυσία, παρακαλώντας τους να της δώσουν τη θεία χάρη να μάθει όλα όσα χρειάζονται και να αποκτήσει χρήσιμες συνήθειες. Με τη σειρά της η σύζυγος υπόσχεται ότι θα προσπαθήσει να είναι επιμελής. Στο χωρισμό η μάνα δεν της είπε παρά μόνο πως σαν σύζυγος πρέπει να είναι επιφυλακτική και σεμνή. Αλλά ο σύζυγός της, της εξηγεί πως από τη στιγμή που έγινε οικοδέσποινα έχει χρέος να μοιάζει με τη μάνα των μελισσών, να κάθεται πάντα μαζί με το σμήνος και να μην επιτρέπει στις μέλισσες να τεμπελιάζουν, δηλαδή να βάζει τις θεραπαινίδες στη δουλειά και να τις μαθαίνει να 'ναι πειθαρχικές. Αυτή πρέπει να συγκεντρώνει όλα τα προϊόντα και τις προμήθειες, να τα μοιράζει και να φυλάει με φροντίδα τα αποθέματα, για να μην τυχόν σπαταλιέται σ' ένα μήνα αυτό που έπρεπε να φτάσει για χρόνο ολόκληρο. Όταν θα φέρουν το μαλλί, αυτή πρέπει να δώσει να γνέσουν και να υφάνουν. Η ίδια πρέπει επίσης να προσέξει τα οπωρικά να ξεραθούν καλά και να γιατρευτούν οι δούλοι που τυχόν αρρώστησαν .οι εξηγήσεις του συζύγου είναι πολύ λεπτομερειακές. Της λέει πως οι προμήθειες πρέπει να διατηρούνται με τάξη, κάθε πράγμα στην κατάλληλη θέση, κι οι υπηρέτριες πρέπει να μάθουν πως όταν παίρνουν κάτι να το βάζουν στη θέση του. Τα υποδήματα πρέπει να μπαίνουν στη σειρά, για να μπορεί να διαλέγει κανένας εύκολα το κατάλληλο ζευγάρι. Η ενδυμασία και το κρεβατοστρώσι πρέπει να κρατιούνται με τάξη, διπλωμένα με φροντίδα. Τα αγγεία ακόμα και τα δοχεία του φαγητού ούτε κι αυτά τα ξέχασε. Ο σύζυγος έχει τη γνώμη πως πρέπει να είναι τακτοποιημένα έτσι που να μπορεί κανείς να τα παίρνει εύκολα. Τα ακριβά πράγματα -τάπητες και διάφορα κοσμήματα -τα φύλαγαν στον κοιτώνα, γιατί ήταν το πιο εξασφαλισμένο δωμάτιο του σπιτιού. Στους ξερούς χώρους διατηρούνται τα σιτηρά και το ψωμί, στους ψυχρούς το κρασί, ενώ τα φωτεινά δωμάτια προορίζονται για εργασία. Ύστερα από τις θεωρητικές οδηγίες ο σύζυγος περνάει στα πρακτικά μαθήματα και μαζί με τη σύζυγό του αρχίζει να χωρίζει τα πράγματα κατά κατηγορίες. Πρώτα βάζουν κατά μέρος τα αντικείμενα της λατρείας, έπειτα τα ενδύματα για τις γιορτές και τη στρατιωτική στολή του συζύγου. Διαλέγουν ξεχωριστά τα στολίσματα για τα δωμάτια της συζύγου, τα υποδήματα του άντρα και τα υποδήματα της γυναίκας. Καθορίζουν τον τόπο όπου θα κρατούν τα όπλα και τα εργαλεία για το λανάρισμα και το γνέσιμο του μαλλιού. Τα εργαλεία αυτά τα ξέρει πολύ καλά η νεαρή σύζυγος, γιατί στο πατρικό της σπίτι έμαθε να γνέθει και να υφαίνει. Χαιρετάει την ελαφρή καλαμένια ρόκα σαν παλιά της φίλη, γιατί με τη συντροφιά της πέρασε ώρες ολόκληρες, κρατώντας την στο αριστερό χέρι, ενώ με το δεξί τύλιγε το στριμμένο γνέμα στο μετάλλινο αδράχτι. Να και ένα καλαθάκι με καλολαναρισμένο μαλλί, το οποίο όταν γνέθει το κρεμάει από το χέρι της κοντά στον αγκώνα. Ο αργαλειός τής είναι πολύ γνωστός. Ώρες ολόκληρες πηγαινοερχόταν μπροστά του, από τη μια άκρη ως την άλλη, γυρίζοντας τη σαΐτα, γιατί το στημόνι δεν ήταν τεντωμένο οριζόντια, μα κάθετα. Τα αντικείμενα οικιακής χρήσης, τα δοχεία του φαγητού, οι στάμνες και οι σκάφες για πλύσιμο και τα ταψιά για το ψήσιμο του ψωμιού, τα πινάκια για το φαγητό -διαλέγονται με φροντίδα από το σύζυγο και χωρίζονται σε δυο κατηγορίες: αυτά που είναι για καθημερινή χρήση και τα άλλα για ορισμένες περιπτώσεις. Τα τρόφιμα κι οι άλλες προμήθειες είναι κι αυτές σε δυο σωρούς: ο ένας αντιπροσωπεύει τη μηνιάτικη κατανάλωση, ο άλλος τα αποθέματα για τον υπόλοιπο χρόνο. Σύμφωνα με τη γνώμη του συζύγου έτσι φαίνεται καλύτερα ποιο από τα τρόφιμα πλησιάζει να τελειώσει. Τέλος, οι σύζυγοι διαλέγουν μια αποθηκάριο, την πιο εγκρατή στο φαγητό, στο ποτό και στον ύπνο δούλα, την πιο υπάκουη και την πιο συγκρατημένη. Αυτές οι ιδιότητες είναι εξαιρετικά σημαντικές. Τώρα όλα είναι εντάξει. Η νεαρή σύζυγος αρχίζει την οικογενειακή ζωή. Τη χαραυγή ξυπνάει τους δούλους και τους δίνει εργασία. Αυτή κρατάει τα κλειδιά από τις αποθήκες, γνέθει και υφαίνει. Πρέπει να είναι σεμνή και προκομμένη, υπόδειγμα για τις δούλες. Δεν θα 'ναι σπάταλη όπως ορισμένες γυναίκες, που σκορπούν τις προμήθειες με τέτοια επιπολαιότητα, που οι άντρες τους είναι αναγκασμένοι να τους πάρουν τα κλειδιά από τις αποθήκες. Ο άντρας δεν θα 'ναι ποτέ τραχύς μαζί της κι ούτε φιλάργυρος, έτσι που αυτή θα μείνει πάντα αφέντρα της αποθήκης. Η ζωή της παντρεμένης αθηναίας ήταν πολύ μονότονη. Από το σπίτι μπορούσε να βγει μονάχα με την άδεια του συζύγου, συνοδευόμενη από μια δούλα ή από έναν ηλικιωμένο συγγενή. Όμως κανένας δεν απαιτούσε τον περιορισμό των γυναικών που είχαν περάσει τα πενήντα. Φυσικά αυτά τα έθιμα δεν τα τηρούσαν με αυστηρότητα. Οι παντρεμένες γυναίκες πήγαιναν συχνά περίπατο και έκαναν επισκέψεις.

Στις εκδηλώσεις

Επίσης, οι γυναίκες ήταν παρούσες στις μεγάλες πομπές, στα μυστήρια, στους γάμους και στις κηδείες. Ένα μήνα μετά το γάμο, στις 11 του Ανθεστηρίωνα, η νεαρή σύζυγος προετοιμάζεται για τη μεγάλη γιορτή των ανθεστηρίων, γιορτή του ερχομού της άνοιξης, των πρώτων λουλουδιών και του καινούργιου κρασιού, που τώρα το είχαν για πώληση και έρχονταν στην Αθήνα να το αγοράσουν ξένοι και κάτοικοι των δήμων .τα ανθεστήρια κρατούσαν τρεις μέρες και κάθε μέρα είχε ένα ειδικό όνομα και μια πατροπαράδοτη εθιμοτυπία. Την πρώτη μέρα, στα πιθοίγια, δηλ. Στη μέρα "των πίθων", ξεσφράγιζαν τα τεράστια πήλινα αγγεία όπου φύλαγαν το κρασί, δοκίμαζαν την καινούργια σοδειά και οι αγοραστές γέμιζαν τα αγγεία τους. Για τους δούλους η μέρα αυτή είχε εντελώς ξεχωριστή σημασία, γιατί ήταν η μόνη μέρα του χρόνου που είχαν το δικαίωμα να κάνουν και να πουν ό,τι ήθελαν. Φυσικά, κανένας δεν μπορούσε να εγγυηθεί πως στο τέλος της γιορτής δεν θα είχαν συνέπειες γιατί είχαν ερμηνεύσει πολύ κυριολεκτικά τα δικαιώματα τους...Σ' όλα τα σπίτια της Αθήνας η πρώτη μέρα άρχιζε με επίσημες θυσίες προς τιμήν των θεών, στις οποίες έπαιρνε μέρος ολόκληρη η οικογένεια και όλοι οι δούλοι του σπιτιού. Η πιο χαρούμενη μέρα ήταν η δεύτερη, οι χοές, δηλ. Η μέρα των φιαλών και των αγγείων.Το βράδυ, στο φως των πυρσών, μπροστά στις αιχμάλωτες του γυναικωνίτη, ξετυλιγόταν μια ασυνήθιστη εικόνα μιας επίσημης και παράξενης πομπής. Στους ήχους των αυλών και των τυμπάνων περνούσαν χορεύοντας και τονίζοντας τον ιερό ύμνο των βακχίδων, νύμφες και μαινάδες ακολουθούμενες από σατύρους και Φαύνους. Στα κεφάλια των χορευτών, που ήταν ντυμένοι με δέρματα ζώων, αντηχούσαν μελωδικά κουδουνάκια κρεμασμένα από άνθινα στεφάνια. Στο κέντρο της συνοδείας φαινόταν ένα άρμα στολισμένο ωραία, στο μέσο του οποίου καθόταν η σύζυγος του άρχοντα-βασιλιά, παριστάνοντας τη γυναίκα του Διόνυσου. Την πήγαιναν στο ναό για να παντρευτεί με το θεό.Μετά τη συμβολική τελετή του γάμου με τον Διόνυσο, η σύζυγος του άρχοντα-βασιλιά έμενε όλη τη νύχτα στο ιερό, ενώ η συνοδεία πήγαινε στο θέατρο, όπου είχαν φέρει έγκαιρα πλήθος τραπέζια. Εδώ γινόταν το γεύμα των χοών, που περιέγραψε ο Αριστοφάνης στους "Αχαρνείς". Καθένας ερχόταν φέρνοντας φαγητό από το σπίτι του. Έτρωγαν κάτι μακρουλά ψωμάκια, αλειμμένα με μια καυτερή σάλτσα που προκαλούσε δίψα. Αφού όλος ο κόσμος καθόταν στα τραπέζια άρχιζε μια παράξενη άμιλλα. Οι συνδαιτυμόνες σήκωναν τα κύπελλα (χοές) γεμάτα κρασί και στο σύνθημα μιας σάλπιγγας έπιναν χωρίς ανάσα! Οποίος τέλειωνε πρώτος ανακηρυσσόταν νικητής και έπαιρνε για έπαθλο ένα ασκί γεμάτο καινούργιο κρασί.Από το θέατρο το πλήθος γύριζε τραγουδώντας με τη συνοδεία τυμπάνων κι όλη τη νύχτα στους θορυβώδεις δρόμους της πόλης κυκλοφορούσαν εύθυμες ομάδες κρατώντας πυρσούς.Έπειτα απ' αυτή τη νύχτα ακολουθούσαν οι χύτροι, πένθιμη μέρα που περιέφεραν χύτρες με διάφορους σπόρους. Αυτή ήταν η τελευταία μέρα των ανθεστηρίων , τη μέρα αυτή κάθε αθηναίος έβραζε στην ιερή πυρά συμβολικά φυτά για την τροφή των σκιών, που γύριζαν στη γη.Στον περίβολο του Ληναίου υψώνονταν δεκατέσσερις βωμοί, όπου πρόσφεραν θυσίες 14 γυναίκες, διαλεγμένες από τις καλύτερες οικογένειες της πόλης, οι ίδιες που την παραμονή συνόδευσαν στο ναό τη σύζυγο του άρχοντα-βασιλιά, οι αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν στο φως πολυάριθμες χοές. Τα διακοσμητικά τους σχέδια παριστάνουν διάφορες σκηνές των ανθεστηρίων, ανάμεσα στους εορταστές διακρίνονται πάντα μορφές παιδιών,Τα ανθεστήρια θεωρούνταν και γιορτή των παιδιών, συγκινητική και ποιητική συνάρτηση ιδεών , που συνδέουν τα παιδιά με τη χαρά της αναγέννησης της φύσης, ύστερα από το ψύχος του χειμώνα: τα παιδιά και τα πρώτα μπουμπούκια των λουλουδιών γιόρταζαν μαζί.Οι μικροί αθηναίοι, φορτωμένοι άνθη, κατέθεταν στεφάνια στο βωμό του Ευρυσάκη, γιου του Αίαντα, σε ανάμνηση της παραμονής του στην Αθήνα. Έκαναν περίπατο στους δρόμους μαζί με τους γονείς τους πάνω σε άρματα στολισμένα με πρασινάδα και λουλούδια και έπαιρναν μέρος στο τραπέζι που γινόταν το βράδυ των "χοών", ακόμη και η ηλικία των παιδιών υπολογιζόταν με βάση τον αριθμό των χοών στις οποίες είχαν πάρει μέρος.Αλλά να που έσβηναν οι τελευταίοι αντίλαλοι των ανθεστηρίων. Οι τοίχοι του γυναικωνίτη έκλειναν ξανά γύρω από τη νεαρή γυναίκα, ορίζοντας ολόκληρο τον κόσμο της. Σ' αυτό τον κόσμο υπήρχαν παιδιά, η εργασία στο νοικοκυριό, λίγη μουσική, καθώς και οι δούλες, οι οποίες από την άποψη της διανοητικής ανάπτυξης δεν διέφεραν πάρα πολύ απ' αυτή. Μα θα ήταν εξαιρετικά ευχάριστο να πλατύνει τα σύνορα αυτού του κλειστού κύκλου, και γι' αυτό η νεαρή κυρά κοίταζε συνεχώς το δρόμο, από το παράθυρο, προσπαθώντας ταυτόχρονα να μείνει αθέατη.

Στο σπίτι

Πέρα από το παράθυρο βρισκόταν ένας άλλος κόσμος, σχεδόν απρόσιτος στη γυναίκα. Το σύνορο αυτού του κόσμου το αποτελούσε η θύρα, που φυλαγόταν από ένα θυρωρό. Στα χτυπήματα του μικρού μεταλλικού ρόπτρου, που ήταν κρεμασμένο στην εξώθυρα, απαντούσε πρώτα με τα γαβγίσματά του το σκυλί από την αυλή. Έπειτα έβγαινε ο θυρωρός, ο οποίος άφηνε ή όχι τον επισκέπτη να μπει στην αυλή. Η αυλή αυτή, που στη μέση της υψωνόταν ο βωμός του Ερκείου Δία, προστάτη της εστίας, ήταν το κέντρο του σπιτιού. Εδώ έτρωγαν , εδώ περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους τα μέλη της οικογένειας και εδώ επίσης γίνονταν δεκτοί οι καλεσμένοι. Απ' τις δυο πλευρές κάτω απ' τις στοές, βρίσκονταν τα δωμάτια. Στο βάθος, στο απέναντι από την είσοδο μέρος, βρισκόταν η πύλη που οδηγούσε στο δωμάτιο του άνδρα, κύρια αίθουσα της κατοικίας. Στο γυναικωνίτη μπορείς να φτάσεις μόνο περνώντας απ' αυτό το δωμάτιο. Ο γυναικωνίτης περιλάμβανε τον κοιτώνα των συζύγων, τα δωμάτια των κοριτσιών και τα διαμερίσματα όπου εργάζονταν οι δούλες. Εκτός από το σύζυγο, κανένας άλλος άντρας δεν επιτρεπόταν να μπει εκεί. Ο γυναικωνίτης ήταν τόσο απρόσιτος που κάποτε συνέβαιναν κωμικοτραγικά περιστατικά, σαν αυτό που διηγείται ο Δημοσθένης. Μια φορά στο σπίτι ενός αθηναίου, που είχε φύγει σε ταξίδι, τρύπωσαν ληστές. Οι γείτονες άκουσαν τα ξεφωνητά των γυναικών και είδαν πως γινόταν αρπαγή. Άρχισαν να φωνάζουν βοήθεια, αλλά κανένας δεν τόλμησε να μπει στο γυναικωνίτη, αν και έβλεπαν πως οι ληστές έβγαζαν τα πράγματα από το σπίτι.

Οικιακός εξοπλισμός

Όταν έκανε κρύο, στο σπίτι δεν ήταν πολύ ευχάριστα, γιατί, εκτός από ένα μαγκάλι με κάρβουνα, τα δωμάτια δεν είχαν άλλο μέσο θέρμανσης. Μονάχα στο μαγειρείο υπήρχε εστία. Από τα κάρβουνα που σιγόκαιγαν μέσα στη στάχτη της εστίας έπαιρναν φωτιά όταν νύχτωνε και έπρεπε να ανάψει το λυχνάρι. Κάποτε, αντί λυχνάρι χρησιμοποιούσαν μια χούφτα δαδιά. Άλλοτε για λυχνάρι μεταχειρίζονταν ένα μετάλλινο κουτί ή ένα πήλινο αγγείο, γεμάτο από στουπί αλειμμένο με μια ρητινώδη ουσία. Αυτό το τοποθετούσαν στο μέσο ενός πιο μεγάλου αγγείου από πηλό, όπου έπεφτε το αναμμένο φιτίλι και κυλούσε το λιωμένο ρετσίνι. Το λυχνάρι κάπνιζε και πριτσάλιζε, γεμίζοντας καπνιά τους τοίχους και την οροφή. Η αλήθεια είναι πως η ζημιά δεν ήταν μεγάλη. Για πολύ καιρό στην Αθήνα οι τοίχοι ασπρίζονταν μόνο με ασβέστη. Ο Αλκιβιάδης υπήρξε ο πρώτος αθηναίος που στόλισε τους τοίχους με ζωγραφιές. Γι' αυτό το σκοπό έκλεισε στο σπίτι το ζωγράφο Αγάθαρχο και δεν τον άφησε να βγει πριν τελειώσει τη δουλειά του. Γενικά, όμως, για τα δωμάτια προτιμούσαν λυχνάρια με λάδι. Αυτά τα έφτιαχναν με μέταλλο ή με πηλό και είχαν δυο τρύπες. Η μια για να βάζουν το λάδι, η άλλη για να βγαίνει το φιτίλι. Πρέπει να πούμε πως σ' αυτά τα λυχνάρια έδιναν τις πιο ποικίλες μορφές. Σχεδόν όλα τα σπίτια είχαν δυο πατώματα. Κάποτε το δεύτερο πάτωμα νοικιαζόταν και τότε στα πάνω δωμάτια ανέβαινες απευθείας από το δρόμο με μια εξωτερική κλίμακα. Στα πιο μέτρια σπίτια η σκάλα ήταν εσωτερική και στο ισόγειο βρίσκονταν οι αποθήκες και συχνά και ο γυναικωνίτης.Η πλειοψηφία των ιδιωτικών σπιτιών της Αθήνας ανήκε, βέβαια, στην κατηγορία των μέτριων σπιτιών, ή καλύτερα ήταν ένα είδος καλύβας αποτελούμενης από δυο μικροσκοπικά καλυβάκια το ένα επάνω στο άλλο, που έβλεπαν απευθείας στο δρόμο. Οι στέγες τις περισσότερες φορές ήταν ίσιες, τα δωμάτια του ισογείου δεν είχαν παράθυρα, το φως της αυλής έμπαινε από τη θύρα. Τα δωμάτια του επάνω πατώματος όμως είχαν παράθυρα, κι από εδώ άρεσε στις γυναίκες να παρακολουθούν την κίνηση του δρόμου. Τα σπίτια δεν είχαν ξύλινες θύρες, εκτός από εκείνη που έβγαζε στο δρόμο και τη θύρα του δωματίου όπου φύλαγαν τα πολύτιμα αντικείμενα. Στα άλλα δωμάτια μπροστά στις θύρες υπήρχαν κρεμασμένα παραπετάσματα. Τα σπίτια των ευκατάστατων ανθρώπων ήταν επιπλωμένα αρκετά πλούσια. Ας αρχίσουμε από τα καθίσματα. Υπήρχαν καθίσματα με ερεισίνωτο (πλάτη δηλ.) Ή χωρίς ερεισίνωτο, καθώς και ο θρόνος, δηλαδή ένα κάθισμα με υψηλό ερεισίνωτο. Στο θρόνο καθόταν ο οικοδεσπότης. Ήταν τόσο ψηλός, που για να μπορέσεις να καθίσεις σ' αυτόν έπρεπε να πατήσεις σ' ένα ειδικό καθισματάκι. Πάνω στα καθίσματα ήταν στρωμένα μαξιλάρια σκεπασμένα χαλάκια και στις πλάτες ήταν ριγμένα καινούργια καλύμματα. Τα κομψά κρεβάτια Κλίνες είχαν πόδια σταυρωτά, όπως και τα καθίσματα. Υπήρχαν κι άλλα είδη, με ίσια πόδια και με μικρό ερεισίνωτο στην άκρη και στη μια πλευρά, όπως στα μοντέρνα ντιβάνια. Τα απλά κρεβάτια, που λέγονταν κράββατοι, αποτελούνταν από ένα ξύλινο πλαίσιο με κοντά πόδια, από τα οποία δένονταν σταυρωτά μερικές ταινίες δερμάτινες. Σ' αυτό το δίχτυ των ταινιών τοποθετούσαν ένα σελτέ γεμάτο μαλλί, ένα σεντόνι και ένα μαξιλάρι. Για σκεπάσματα χρησιμοποιούσαν κουβέρτες, δέρματα προβάτων και γούνες, ανάλογα με τον καιρό. Το κρεβάτι ήταν το κύριο έπιπλο των αρχαίων ελλήνων, γιατί διάβαζαν, έγραφαν και σκέφτονταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι τους. Τα τραπέζια τα χρησιμοποιούσαν μόνο για φαγητό. Ήταν πολύ χαμηλά, για την ακρίβεια δεν ξεπερνούσαν το ύψος των κρεβατιών, γιατί, όπως είπαμε, οι έλληνες έτρωγαν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι. Πολύ πιο γερές ήταν οι καλάθες, που δεν έλειπαν από τα σπίτια των αθηναίων, οι οποίες αντικαθιστούσαν τις ντουλάπες. Οι καλάθες ήταν τόσο μεγάλες, που καθεμιά τους μπορούσε να χωρέσει δύο ανθρώπους. Οι καλάθες έκλειναν με κάτι βαριές κλειδαριές και συχνά ήταν στολισμένες με κεντίδια, εγκόλλητα, γεωμετρικά σχήματα κ.ά. Στο σπίτι βρίσκονταν πολυάριθμα πήλινα αγγεία. Αυτά είχαν διάφορες μορφές και διαστάσεις και πολλές φορές ήταν ωραία. Το πιο μεγάλο αγγείο -ο πίθος -ήταν μια μεγάλη στάμνα, στρογγυλή, με πάτο σουβλερό ή ίσιο. Στους πίθους φύλαγαν κρασί, λάδι, σύκα, τρόφιμα αλατισμένα. Για μακρόχρονη διατήρηση το κρασί και το λάδι το έβαζαν σε αμφορείς, κάτι αγγεία με δύο χερούλια και μακρύ λαιμό. Τα στόμια των αμφορέων τα βούλωναν με ρετσίνι. Το αγγείο στο οποίο αναμίγνυαν στο τραπέζι το κρασί με νερό ονομαζόταν κρατήρας. Ο κρατήρας είχε σχήμα δοχείου με πολύ πλατύ στόμιο, με δυο χερούλια. Το σερβίτσιο του κρασιού συμπληρωνόταν με τις οινοχόες, αγγεία με ένα χερούλι κι ένα στόμιο απ' όπου χυνόταν το ποτό, και τον σκύφο, ένα είδος κυπέλλου ή κανάτας με ψηλό χερούλι. Εξαιρετική ποικιλία παρουσίαζαν τα ποτήρια, δηλαδή τα δοχεία που χρησιμοποιούνταν για το ποτό: φιάλες, σκύφοι, κύλικες, κάνθαροι και τέλος τα ρυτά. Το ρυτό ήταν ένα κέρατο πελεκημένο και γλυμμένο στη μυτερή του άκρη, που είχε μορφή κεφαλής ζώου, συνήθως κριαριού. Εδώ, στο κεφάλι, υπήρχε μια τρύπα για να χύνεται το υγρό, που έκλεινε με ένα μικρό καπάκι. Τα δοχεία του φαγητού των ελλήνων μάς είναι λιγότερο γνωστά. Ανάμεσα σ' αυτά ήταν η χύτρα, ένα δοχείο με πόδια ή χωρίς πόδια, αλλά με κυκλικό πυθμένα, για να μπορεί να κάθεται σε τρίποδα. Στη χύτρα έβραζαν κρέας και λαχανικά. Για τα ψάρια υπήρχαν κάτι μεγάλα δοχεία. Το ψωμί και τις πίτες τις φύλαγαν σε πλεχτά κάνιστρα. Μια σκάρα, μαχαίρια και πιρούνια συμπλήρωναν τα εξαρτήματα του μαγειρείου. Όλα τα δοχεία των αρχαίων αθηναίων ήταν φτιαγμένα από πηλό κόκκινο ή κιτρινωπό, που τον προμηθεύονταν από τα κεραμουργεία των προαστίων της πόλης. Στο κόκκινο βάθος του αγγείου ζωγράφιζαν ωραία μελανά σχέδια. Τα γυάλινα δοχεία αναφέρονται για πρώτη φορά στον Αριστοφάνη. Προηγουμένως από γυαλί κατασκεύαζαν μόνο κοσμήματα: χάντρες, σκουλαρίκια, περιδέραια, βραχιόλια. Ο χρόνος μετριόταν με το ρολόι: το γνώμονα, ένα ηλιακό ρολόι, εγκατεστημένο στον κήπο του σπιτιού, και την κλεψύδρα, ένα ρολόι με νερό, με το οποίο μετριόταν ο χρόνος ανάλογα με την ποσότητα του νερού που έτρεχε ομοιόμορφα σ' ένα δοχείο. Ορισμένα σχέδια σε αρχαία ελληνικά αγγεία παριστάνουν σκηνές από τη ζωή και τις ασχολίες των γυναικών. Τα σχέδια αυτά μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες σύμφωνα με το θέμα τους: οικιακές ασχολίες, καλλωπισμός των γυναικών και διασκεδάσεις τους στην αποτραβηγμένη ζωή του γυναικωνίτη.

Ενδυμασία

Η γυναικεία ενδυμασία εκείνης της εποχής δεν έθετε ζητήματα κοπτικής αλλά απαιτούσε μεγάλη ευχέρεια στην τέχνη του στολισμού. Τα γυναικεία ενδύματα, όπως και τα αντρικά, χωρίζονταν σε δυο μεγάλες κατηγορίες: στην ελαφρή εσωτερική ενδυμασία και σ' ένα φόρεμα πιο χοντρό, τον πέπλο, που φοριόταν από πάνω. Ο χιτώνας των γυναικών ήταν συνήθως πιο μακρύς από τον αντρικό, ήταν απλό, μακρύ πουκάμισο, που έπεφτε ελεύθερα κατά μήκος του σώματος και πιανόταν μόνο με ένα κορδόνι. Οι παντρεμένες γυναίκες έδεναν το κορδόνι κόμπο, κάτω από το στήθος τους, ενώ τα νεαρά κορίτσια στο θώρακα ή στους γοφούς. Κάποτε ο χιτώνας είχε σχιστά μανίκια. Οι άκρες του πιάνονταν με μια πόρπη από το δεξιό ώμο ή τις έδεναν φιόγκο πάνω στο στήθος. Στις παρυφές ο χιτώνας ήταν στολισμένος με μια ταινία άλλου χρώματος, συνήθως χρώματος κρόκου. Στο σπίτι οι γυναίκες φορούσαν μόνο χιτώνα αλλά όταν έβγαιναν στο δρόμο φορούσαν από πάνω έναν πέπλο, δηλαδή ένα κομμάτι ύφασμα πλατύ περίπου 1,5 μέτρο και μακρύ 3-4 μέτρα, με το οποίο οι ελληνίδες καλύπτονταν επιδέξια, αφήνοντάς το να πέφτει σε πτυχές. Κάποτε, όταν δεν φορούσαν βέλο, άφηναν ελεύθερη μιαν άκρη του πέπλου και κάλυπταν μ' αυτήν το κεφάλι. Την ενδυμασία των γυναικών την έφτιαχναν από μάλλινο ύφασμα, πανί και λινάρι και ένα ύφασμα από άγνωστο υλικό, πολύ λεπτό και διάφανο, όπως η μουσελίνα. Τα χρώματα που προτιμούσαν ήταν: κίτρινο, κόκκινο, ερυθρό, πράσινο ανοιχτό, πράσινο λαδί, γκριζογάλανο, καφετί ανοιχτό και λευκό. Τους άρεσαν υφάσματα με σχέδια, ταινίες με ζωηρά χρώματα και κεντήματα. Μπορούμε να σχηματίσουμε μια ιδέα για τα κεντητά πέπλα αν κοιτάξουμε τα σχέδια των αγγείων ή αν διαβάσουμε στον Αισχύλο την περιγραφή της ενδυμασίας του Ορέστη.Στο δρόμο οι γυναίκες σπάνια φορούσαν στο κεφάλι τους καλύμματα, αλλά όταν έβγαιναν έξω από την πόλη κάλυπταν το κεφάλι τους με κάτι στρογγυλά καλύμματα με μυτερή κορυφή. Στα πόδια φορούσαν σανδάλια, υποδήματα λευκά ή κίτρινα και ένα είδος ψηλά άρβυλα. Όταν έβγαιναν στο δρόμο έπαιρναν μια ομπρέλα και ένα ριπίδι από φτερά παγονιού ή ένα πιο ελαφρύ από ξύλο, με μορφή λωτού. Η ενδυμασία συμπληρωνόταν με κοσμήματα: χρυσά σπειροειδή ή μακριά σκουλαρίκια, χρυσά περιδέραια, διαδήματα, βραχιόλια (αυτά τα φορούσαν στο πάνω μέρος του βραχίονα), δαχτυλίδια και κάτι μικρούς χρυσούς δακτύλιους στην κλείδωση του χεριού. Ο καθρέφτης ήταν ένα αντικείμενο που δεν έλειπε από τη ζωή της γυναίκας. Οι καθρέφτες γίνονταν από καλοδουλεμένο μέταλλο κι είχαν ένα χερούλι λιγότερο ή περισσότερο στολισμένο. Όταν οι εταίρες γίνονταν γριές χάριζαν τους καθρέφτες τους στην Αφροδίτη για την προστασία και τη μέριμνα που τους είχε η θεά.

Καλλωπισμός

Οι ελληνίδες είχαν μακριά και πυκνά μαλλιά. Τα έπλεκαν και τα έκαναν βοστρύχους και πλεξούδες, τα έπιαναν με ταινίες και καρφίδες (τσιμπιδάκια) και τους έκαναν διάφορα χτενίσματα. Στις ελεύθερες γυναίκες το κοντό μαλλί ήταν σημάδι πένθους ή αναγνώριση γηρατειών. Οι δούλες είχαν πάντοτε τα μαλλιά τους κομμένα κοντά. Οι ελληνίδες χρησιμοποιούσαν κρέμα για να ασπρίζουν τα μάγουλα, ψιμύθια, βαφές για τα φρύδια και τις βλεφαρίδες. Πολλές γυναίκες είχαν ολόκληρο εργαστήρι με καθρέφτες, τσιμπιδάκια, καρφίτσες, μπουκαλάκια με αρώματα και αρωματικές ουσίες, δοχεία με κρέμες. Για το βάψιμο του προσώπου και των χειλιών χρησιμοποιούσαν μολύβια ή ρίζα του φυτού αλκέα (είδος μολόχας). Τα φρύδια τα μαύριζαν με καπνιά ή με ψιλοτριμμένο αντιμόνιο. Τα βλέφαρα τα σκίαζαν ελαφρά με κάρβουνο. Τις βλεφαρίδες τις έβαφαν πρώτα μαύρες, έπειτα με ένα μείγμα από ασπράδι αυγού, αμμωνία και ρετσίνι. Οι γυναίκες έβαζαν πολλά μυρωδικά, όπως άλλωστε και οι άντρες, πράγμα που φαίνεται από τις πικρές μομφές του Σωκράτη.

Διασκεδάσεις

Η μουσική κατείχε σημαντική θέση στη ζωή της γυναίκας. Οι θωπευτικοί τόνοι της λύρας και τα βαριά τρέμουλα του δίαυλου αντηχούσαν συχνά στα διαμερίσματα του γυναικωνίτη. Γενικά οι .έλληνες ήταν μεγάλοι φίλοι της μουσικής και απέδιδαν ιδιαίτερη σημασία στην ηθική της επίδραση. Οι έλληνες προτιμούσαν τις χαμηλές συγχορδίες. Για τις διάφορες κλίμακες υπήρχαν ειδικές ονομασίες. Οι νότες της φωνητικής μουσικής και της ενόργανης μουσικής ήταν επίσης διαφορετικές. Η αρμονία ήταν ξένη προς την ελληνική μουσική. Παρ' όλο που οι έλληνες γνώριζαν τις συγχορδίες, χρησιμοποιούσαν μονάχα την κλίμακα που την ονόμαζαν αντιφώνηση. Συνήθως τραγουδούσαν σε μια φωνή. Μια άλλη διασκέδαση των γυναικών ήταν τα οικιακά ζώα και τα πουλερικά. Είχαν σκυλιά και γάτες παιχνιδιάρικες, που τους άρεσε να παίζουν με τις κλωστές από ένα ατέλειωτο κέντημα, κοκόρια και κότες, χήνες, κάργες αυθάδικες, που ήξεραν να σκαλώνουν σε κάτι μικρές βαθμίδες και να κρατούν μια μικροσκοπική ασπίδα, γερανούς, πέρδικες και άλλα εξημερωμένα πουλιά, που τις εικόνες τους μπορεί να τις δει κανείς στα σχέδια των αγγείων .Μια εποχή έγιναν της μόδας οι πίθηκοι της Αιγύπτου, αλλά πιθήκους μπορούσε να δει κανείς πιο σπάνια και δεν ήταν εύκολο να τους προμηθευτεί. Μα θα ήταν μεγάλο λάθος να πιστέψει κανείς ότι όλες οι αθηναίες περνούσαν τον καιρό τους μπροστά στον καθρέφτη ή χαϊδεύοντας τις χορδές της λύρας. Η τέχνη του 5ου-4ου αιώνα παρουσίασε ιδιαίτερα τη ζωή της εύπορης γυναίκας. Υπήρχε όμως και μια άλλη ζωή γυναίκας, που συνήθως οι καλλιτέχνες αγνοούσαν. Η σκληρή, η πολύμοχθη ζωή πολυάριθμων άπορων οικογενειών δεν αποτελούσε πηγή έμπνευσης για τους ζωγράφους και τους ποιητές του ισχυρού ναυτικού κράτους. Η αθηναϊκή τέχνη εμπνέεται από τις πτυχώσεις των κομψών ενδυμάτων κι όχι από τους χοντροκομμένους και μπαλωμένους χιτώνες που αποτελούσαν την αμοιβή του καθημερινού μόχθου. Η ζήτηση γεννάει την προσφορά. Εκείνοι που πλήρωναν τα αγάλματα και τα αγγεία δεν θα έδιναν χρήματα για τόσο αποκρουστικές εικόνες, ενώ οι λίγοι οβολοί των φτωχών δεν προορίζονταν για την αγορά αντικειμένων πολυτελείας. Συχνά δεν έφταναν ούτε για το καθημερινό ψωμί.

Οι φτωχές

Παρ' όλα αυτά στις εμπνευσμένες ομιλίες των θεών και των ηρώων αντηχούσε και η γεμάτη φροντίδες ζωή του αθηναϊκού δήμου. Η γυναίκα του λαού, η γυναίκα του μόχθου, η κουρασμένη, η πρόωρα μαραμένη, διακόπτει τους χορούς των τραγουδιών, ενώ στις κωμωδίες του Αριστοφάνη κλαιει μπροστά σ' όλους τη μαύρη της τύχη. Στις φτωχές οικογένειες η γυναίκα δουλεύει δίπλα στον άντρα. Σε μια επιγραφή γίνεται λόγος για τη γυναίκα ενός χρυσοχόου που Βοηθάει τον άντρα της να φτιάχνει περικεφαλαίες για Τις παρελάσεις και να Τις επιχρυσώσει. Η ανάγκη υποχρεώνει την Αθηναία να κάνει ακόμα και δουλειές δούλας, να εργαστεί σαν τροφός.Με τον τελευταίο οβολό η φτωχή γυναίκα αγοράζει λίγο αλεύρι ή δανείζεται από το γείτονα για να 'χει με τι να κάνει χυλό σε μια πήλινη γαβάθα, να ψήσει κουλούρια και να τα πάει στην αγορά να τα πουλήσει. Τα μέλη της οικογένειάς της τα τρέφει με "ξηρά φύλλα ραδικιού", με "ρίζες ραδικιού" και άλλα φαγώσιμα φυτά. Από τότε που θα φέξει η μέρα κι ως τη δύση του ήλιου θα την δεις να γυρνάει εδώ και 'κει σαν τη σαΐτα στον αργαλειό. Δεν έχει καιρό να τεμπελιάζει στο γυναικωνίτη, άλλωστε για ποιο γυναικωνίτη μπορεί να γίνεται λόγος στο άθλιο καλύβι της, το κολλημένο στο Βράχο ή το σκαμμένο σ' αυτόν σαν φωλιά θηρίου. Δεν έχει δούλες για να κάνουν όλες Τις δουλειές του νοικοκυριού. Κι αν ακόμα έχει (01 δούλοι είναι τόσο φτηνοί!), αυτοί πεινούν μαζί μ' ολόκληρη την οικογένεια ή Βγάζουν το ψωμί τους όπως μπορούν. Τα παιδιά της δεν πηγαίνουν περίπατο με τα μάτια χαμηλωμένα σεμνά στη γη, συνοδευόμενα από έναν παιδαγωγό. Παίζουν κι ανακατεύουν τη σκόνη των δρομίσκων της Αθήνας. Μόλις μάθουν να διαβάζουν, πιάνουν δουλειά. Αν είναι χωριάτισσα κουράζεται ακόμα πιο πολύ. Πολύ πριν ξημερώσει ετοιμάζει φαγητό για τον άντρα και τα παιδιά, έπειτα Βγάζει τα Βόδια από το στάβλο και τα ποτίζει. Μαζεύει χόρτο για τα πρόβατα, τα κουρεύει, γνέθει και υφαίνει, ράβει τα ρούχα όλης της οικογένειας, περιποιείται το λαχανόκηπο, φέρνει νερό, αρμέγει τις γίδες, πλένει τα ρούχα στο ρέμα, φορτώνεται συχνά και κουβαλάει μακριά τα Βαριά δέματα με τα άπλυτα ρούχα. Κάθε χρόνο Βοηθάει τον άντρα να πετάει Τις πέτρες από το μικρό της κλήρο. Και κάθε χρόνο, όταν λιώνουν τα χιόνια, οι χείμαρροι κατεβάζουν απ' τα Βουνά άλλες πέτρες. Αυτών των γυναικών, είτε ζουν στην πόλη είτε στο χωριό, η μέρα δεν τους φαίνεται ποτέ μεγάλη. Αντίθετα, δεν τα καταφέρνουν να τελειώσουν, πριν νυχτώσει, όλες τις δουλειές τους. Μονότονα κυλούσε η ζωή μονάχα της εύπορης γυναίκας. Η υποδεέστερη όμως θέση της και η υπακοή που όφειλε στο σύζυγο δεν την εμπόδιζαν να του Βάζει συχνά τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι. Είναι γνωστή η διαβεβαίωση του Θεμιστοκλή ότι ο μικρότερος γιος του είχε τη μεγαλύτερη εξουσία πάνω στους Έλληνες, γιατί "επικεφαλής των Ελλήνων Βρίσκονται οι Αθηναίοι, επικεφαλής των Αθηναίων είναι αυτός, αυτόν τον διευθύνει η γυναίκα του και τη γυναίκα του ο γιος του!".

Διαζύγια

Το διαζύγιο, το σχεδόν άγνωστο στην ομηρική εποχή, έγινε την κλασική εποχή τόσο συχνό, που οι έλληνες ρήτορες θεωρούσαν την προίκα σαν απόλυτα αναγκαίο μέτρο για τη σταθερότητα της συζυγικής ζωής. Κι αυτό γιατί σε περίπτωση διάλυσης του γάμου ο σύζυγος ήταν υποχρεωμένος όχι μονάχα να επιστρέψει στον πατέρα ή τον κηδεμόνα της γυναίκας του την προίκα που είχε πάρει, αλλά να προσθέσει κι ένα συμπλήρωμα 18%, πράγμα που δεν ήταν εύκολο στον καθένα. Εκτός όμως απ' αυτή την υλική ζημιά, η ελληνική νομοθεσία δεν έβαζε κανενός άλλου είδους εμπόδια για το διαζύγιο. Υπήρχαν δύο ειδών διαζύγια, η αποπομπή, δηλ. διαζύγιο ύστερα από αίτηση του συζύγου, και η απόλειψις, δηλ. διαζύγιο ύστερα από αίτηση της συζύγου. Η πρώτη περίπτωση δεν παρουσίαζε καμιά απολύτως δυσκολία! Αν ο σύζυγος ήθελε να χωρίσει τη σύζυγο, την έστελνε στους συγγενείς της, αφού κρατούσε τα παιδιά. Κανένας δεν ρωτούσε γιατί το έκανε! Οι αιτίες μπορεί να ήταν οι πιο διαφορετικές. Αλλά υπήρχε μια αιτία, η οποία οδηγούσε αναπόφευκτα στο διαζύγιο: αν δεν είχε παιδιά, ο σύζυγος ήταν υποχρεωμένος να χωρίσει τη γυναίκα. Στους έλληνες ο γάμος θεωρούνταν ιερός θεσμός, καθιερωμένος από τους προγόνους. Τα παιδιά ήταν οι συνεχιστές των παραδόσεων του γένους και της οικογένειας. Όταν πέθαινε ο πατέρας, τα παιδιά έπρεπε να συνεχίσουν τη λατρεία των προγόνων και να τιμούν τον τάφο του πατέρα τους. Οι έλληνες θεωρούσαν τη συζυγική ζωή σαν μια ανάγκη, στην οποία οι αμοιβαίες προτιμήσεις των νέων δεν είχαν καμιά σημασία, πολύ περισσότερο που βλέπονταν, συνήθως, για πρώτη φορά την ώρα του γάμου. Γάμος σήμαινε θεμελίωση οικογένειας και γέννηση παιδιών, για να μπορεί ο πατέρας να τα παρουσιάσει στη φατρία και στο δήμο του. Παιδιά πολλά και ωραία, να το ιδανικό της οικογενειακής ευτυχίας. Την τελευταία ημέρα των θεσμοφορίων γίνονταν διαγωνισμοί για την εκλογή των ωραιότερων παιδιών. Και οι μάνες των βλασταριών που αναγνωρίζονταν σαν τα πιο ωραία, γύριζαν τη μέρα αυτή στο σπίτι περήφανες κι ευτυχισμένες. Ένας άντρας άκληρος, συνεπώς ένας άντρας που είχε τη δυσμένεια των θεών, θεωρούνταν μισός πολίτης και πολυάριθμα αξιώματα, όπως π.χ. του άρχοντα και του στρατηγού, του ήταν απρόσιτα. Τις περισσότερες φορές οι άκληρες οικογένειες υιοθετούσαν τα παιδιά άλλων. Το υιοθετημένο παιδί δεχόταν τη λατρεία των προγόνων των καινούργιων του γονιών και ξέκοβε ολοκληρωτικά από την πραγματική του οικογένεια. Επίσης, υπήρχε η συνήθεια της αγοράς παιδιών. Το διαζύγιο με αίτηση της γυναίκας ήταν δύσκολο. Η γυναίκα έπρεπε να παρουσιαστεί προσωπικά στον άρχοντα και να του παρουσιάσει γραπτές αποδείξεις από τις οποίες να προκύπτει το δίκαιο του αιτήματος της. Επειδή η αθηναία θεωρούνταν υποδεέστερη και ήταν εξαρτημένη, κι αυτή η απλή τυπική πράξη συναντούσε μεγάλες δυσκολίες. Η κατάσταση αυτή φαίνεται θαυμάσια από την περιγραφή της απόπειρας διαζυγίου της γυναίκας του Αλκιβιάδη, που μας άφησε ο Πλούταρχος. Ο Πλούταρχος θεωρεί εξαντλημένο το πρόβλημα και ασχολείται με τα σκυλιά του Αλκιβιάδη. Αν πάρουμε υπόψη μας ότι η Ιππαρέτη έδωσε στον Αλκιβιάδη δέκα τάλαντα προίκα και ότι ο Αλκιβιάδης περίμενε άλλη τόση κληρονομιά μετά το θάνατο του πεθερού του, του Ιππόνικου, η ασυνήθιστη προσήλωσή του στους συζυγικούς δεσμούς γίνεται ευκολονόητη. Ο άντρας όμως δεν ήταν δεμένος με τίποτα εκτός από την προίκα. Μπορούσε μάλιστα να παντρέψει τη γυναίκα του με άλλον, χωρίς καν να ζητήσει τη συμφωνία της, όπως έκανε κι ένας πολίτης τόσο ενάρετος όπως ο Περικλής, πράγμα που δεν έβλαψε στο ελάχιστο τη φήμη του.

Εταίρες

Εντελώς διαφορετικά ζούσαν οι εταίρες. Σε διάκριση από τις άλλες γυναίκες, αυτές είχαν γνώσεις της λογοτεχνίας και δεν τους ήταν ξένη η τέχνη. Όχι, βέβαια, όλες. Οι εταίρες που δεν ήξεραν να παίζουν μουσικά όργανα ή τουλάχιστον να τραγουδούν και δεν μπορούσαν να κρατήσουν τους καλεσμένους με τις γνώσεις τους και με το λεπτό τους πνεύμα, είχαν ένα εύγλωττο παρατσούκλι: τις έλεγαν "πεζές δαμάλες", όπως λέγαν τους οπλίτες πεζούς, γιατί βάδιζαν βήμα χωρίς μουσική, και σε διάκριση από το ιππικό, που συνοδευόταν πάντα από μουσικούς. Αυτή η κατηγορία των εταίρων ήταν πολυάριθμη, μα η ανάμνηση τους δεν κράτησε πολύ καιρό. Η θέση των καλλιεργημένων και μορφωμένων εταίρων ήταν τελείως διαφορετική. Στα σπίτια τους μαζεύονταν πλήθος οι νέοι. Τις θαύμαζαν, έστηναν γι' αυτές χρυσά αγάλματα, οι ποιητές τις εγκωμίαζαν στα έργα τους. Πολλές έγιναν διάσημες για την εξυπνάδα και το πνεύμα τους, ενώ η αθηναϊκή λογοτεχνία γνωρίζει συλλογές επιγραμμάτων που γράφτηκαν από εταίρες. Σύζυγος, εταίρα ή δούλη, να οι τρεις δρόμοι που επεφύλασσε η τύχη σε μια γυναίκα στην Αθήνα.

Γηρατειά

Και σε όποιον απ' αυτούς την οδηγούσε η μοίρα, γρηγορότερα ή αργότερα την έβρισκε η αρρώστια ή τα γηρατειά. Στη θύρα του σπιτιού συγγενείς ή φίλοι θα σκαλώσουν δυο κλάδους: έναν ελιάς για να φυλάει την άρρωστη απ' τα κακά πνεύματα και έναν δάφνης για να της εξασφαλίζει την ευμένεια του Απόλλωνα. Θα κληθεί κι ο γιατρός, αλλά όχι αμέσως. Πρώτα θα ζητηθεί η βοήθεια ενός από τους πολυάριθμους ονειροεξηγητές και θα του διηγηθούν ως την τελευταία λεπτομέρεια τα όνειρα της άρρωστης. Αν ονειρεύτηκε πως τελείωσε την ύφανση ενός ιματίου για τον άντρα της κι όταν σηκώθηκε από τον αργαλειό τον έσπρωξε προς τον τοίχο, τα προμηνύματα είναι άσχημα. Μπορεί η αρρώστια να 'χει μοιραίο τέλος, γιατί η ζωή της γυναίκας είναι αδιανόητη χωρίς αργαλειό" ακόμα και στον τάφο της βάζουν ένα αδράχτι. Με την επίδραση μεγάλης αμοιβής ο ερμηνευτής θα γλυκάνει ίσως την προφητεία, προλέγοντας μονάχα βαριά αρρώστια. Αν όμως η αμοιβή τού φανεί ανεπαρκής, θα δηλώσει ανοιχτά ότι το όνειρο αυτό σημαίνει θάνατο και ότι οι συγγενείς δεν πρέπει να λυπηθούν, γιατί την ίδια τύχη είχαν κι η Ανδρομάχη κι η Αντιγόνη και η Ηλέκτρα, αν και ήταν πιο ωραίες και πιο νέες από την άρρωστη. Μπορεί να δοκιμάσει να εξουδετερώσει τις ολέθριες συνέπειες του ονείρου, διηγώντας το όταν φανούν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου. Τότε, όπως ισχυρίζονταν οι γέροι, και το πιο κακό όνειρο χάνει τη δύναμή του. Αλλά το καλύτερο απ' όλα είναι να απευθυνθεί κανείς κατευθείαν στο θεό θεραπευτή, στον Ασκληπιό, και στις δυο θυγατέρες του, την υγεία και την πανάκεια, οι οποίες, αν θέλουν, μπορούν να γιατρέψουν κάθε αρρώστια. Οι ιερείς του ναού του Ασκληπιού της Επιδαύρου (πόλης της Πελοποννήσου) είχαν τοποθετήσει μπροστά στο ιερό μια μεγάλη επιγραφή, όπου απαριθμούνταν όλα τα θαύματα που είχε κάνει ο θεραπευτής θεός, για να τα γνωρίσουν όλοι οι έλληνες. Σύμφωνα με τη γνώμη των ιερέων, ακόμα και οι πιο φανατισμένοι σκεπτικιστές έπρεπε να πειστούν για τη θαυματουργή δύναμη του Ασκληπιού. Για παράδειγμα, μια αθηναία που την έλεγαν αμβροσία, τυφλώθηκε απ' το ένα μάτι κι ήρθε στο ναό, ζητώντας θεραπεία, αλλά δεν έδειξε στο ιερό τον πρεπούμενο σεβασμό. Οι άρρωστοι ξαπλώνονταν σ' ένα ειδικό διαμέρισμα του ναού και η θεραπεία γινόταν πάντα στη διάρκεια του "ιερού ύπνου". Μα επειδή ύστερα από κάθε θαύμα έπρεπε να φέρουν στο θεό ένα μεγάλο ανάθημα, μόνο οι πλούσιοι μπορούσαν να θεραπευθούν στο ναό του Ασκληπιού. Κι αν ακόμα οι ιερείς έκαναν ορισμένα "θαύματα" για να προσελκύσουν τους πιστούς, στις περισσότερες περιπτώσεις, πριν ξαπλωθούν οι άρρωστοι στο ναό, τους περιποιούνταν σύμφωνα μ' όλους τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, που την κατείχαν πολύ καλά. Χρησιμοποιούσαν τη δίαιτα κι ένα αυστηρό σύστημα ύπνου, περιπάτους και εντριβές, για να θεραπεύουν τα πρηξίματα, τα έλκη και τις ασθένειες του στομαχιού. Τα "θαύματα" χρησιμοποιούνταν λοιπόν σαν δολώματα, γιατί κάθε θεραπεία έπρεπε να πληρωθεί και αν κάποιος προσπαθούσε να γελάσει το θεό στο πρόσωπο του εκπροσώπου του, τιμωριόταν χωρίς αργοπορία. Οι ιερείς φρόντιζαν αυτό να το ξέρει όλος ο κόσμος. Αν τα οικονομικά δεν επέτρεπαν στην άρρωστη να θεραπευθεί από τον Ασκληπιό, την πήγαιναν να τη δουν οι γιατροί. Στην Ελλάδα υπήρχαν κάμποσες ιατρικές σχολές, απ' τις οποίες η πιο γνωστή ήταν αυτή που άνοιξε στη νήσο Κω "ο πατέρας της ιατρικής", ο Ιπποκράτης. Αν οι μαθητές του επιθυμούσαν να αφιερώσουν τη ζωή τους στη θεραπεία των ασθενών, έπρεπε να δώσουν έναν ειδικό όρκο, που τον είχε συντάξει προσωπικά ο Ιπποκράτης. Παρ' όλα αυτά, κάθε άλλο παρά όλοι οι ιδιώτες γιατροί, που ήταν πολυάριθμοι στην Αθήνα, ακολουθούσαν τη συμβουλή του Ιπποκράτη, να θεραπεύουν τους ασθενείς χωρίς να απαιτούν μεγάλη αμοιβή. Η πλειοψηφία προτιμούσε να μετατρέψει την τέχνη σ' ένα προσοδοφόρο επάγγελμα. Υπήρχαν και πολλοί τσαρλατάνοι που παρίσταναν το γιατρό. Εναντίον τους πάλεψε επίμονα, αλλά σχεδόν μάταια, ο μεγάλος Ιπποκράτης, ο οποίος διακήρυττε ότι ο γιατρός πρέπει να απασχολείται με την υγεία του αρρώστου κι όχι με τα χρήματα. Οι τσαρλατάνοι αυτοί προσπαθούσαν να εντυπωσιάσουν τους ασθενείς φτιάχνοντας στις κατοικίες τους ειδικά "ιατρεία", προικισμένα με λουτήρες, με ασημένια εργαλεία, βεντούζες για να παίρνουν αίμα καθώς και διάφορες θεραπευτικές αλοιφές. Τα φάρμακα τα παρασκεύαζαν τότε οι ίδιοι οι γιατροί. Μερικοί απ' αυτούς πουλούσαν στην αγορά φάρμακα για όλες τις αρρώστιες. Δεν υπήρχε κανένας υγειονομικός έλεγχος για να παρακολουθεί την εργασία των γιατρών .Υπήρχαν και γιατροί του κράτους, που η δράση τους εγκωμιαζόταν κάποτε με ειδικές αποφάσεις της βουλής και της εκκλησίας του δήμου. Αυτοί είχαν ιατρεία που δέχονταν τους αρρώστους και τους βοηθούσαν υγειονομικά. Το βοηθητικό υγειονομικό προσωπικό αποτελούνταν εν μέρει από δούλους ειδικά εκπαιδευμένους. Κατά κανόνα οι βοηθοί αυτοί περιποιούνταν αποκλειστικά τους δούλους. Ο γιατρός που κατάγεται από ελεύθερους ανθρώπους επισκέπτεται τους αρρώστους το πρωί και το βράδυ. Ο γιατρός αυτός παίρνει υπόψη του "τη γενική κατάσταση της ατμόσφαιρας και το ξεχωριστό κλίμα κάθε περιοχής, τις συνήθειες και τον τρόπο της ζωής της άρρωστης, το είδος των συνηθισμένων ασχολιών της, την ηλικία, την ομιλία, τις δεξιότητες, τις σκέψεις, τα όνειρα, την αϋπνία, το περιεχόμενο και το χρόνο που βλέπει τα όνειρα, τον τρόπο των χειρονομιών, τα δάκρυα, το τρεμούλιασμα", κι άλλα συμπτώματα της αρρώστιας. Αφού συγκεντρώσει όλα τα αναγκαία στοιχεία, ο γιατρός της παραγγέλνει τι φάρμακο πρέπει να πάρει, το παρασκευάζει με το χέρι του και της το δίνει να το πιει. Αν η άρρωστη γίνει καλά, τότε προσφέρει στο θεό γύψινο ομοίωμα των οργάνων, ή του μέλους του σώματος που είχε αρρωστήσει: ένα πόδι, ένα χέρι, ένα μάτι, ένα αυτί, μια μύτη κ.λπ.

Θάνατος

Αν η θεραπεία δεν βοήθησε και το μοιραίο τέλος έγινε αναπόφευκτο, τότε η μελλοθάνατη κόβει μερικούς βοστρύχους για να τους προσφέρει δώρο στον Απόλλωνα και την αδελφή του την Άρτεμη. Οι συγγενείς και φίλοι μαζεύονται λυπημένοι γύρω από το κρεβάτι για να ακούσουν και να φυλάξουν με φροντίδα τα τελευταία λόγια της. Την υποχρέωση αυτή αναλαμβάνει ο πιο στενός από αίμα συγγενής. Οι άλλοι θα χτυπήσουν δυνατά τα ορειχάλκινα αγγεία, που τα μετέτρεψαν για την ευκαιρία σε σήμαντρα, για να διώξουν τα κακά πνεύματα, που, όπως είναι γνωστό, δεν μπορούν να υποφέρουν τόσο βίαιους θορύβους. Πίστευαν πως χάρη στη φοβερή φασαρία η ψυχή θα καταφέρει να ξεφύγει από την ακούραστη επαγρύπνηση των ερινυών και να φτάσει ανεμπόδιστη στα Ηλύσια πεδία, όπου θα αναπαυτεί ήσυχα. Οι έλληνες πίστευαν ότι ο κόσμος των νεκρών, ο Άδης, χωρίζεται σε δύο μέρη εντελώς διαφορετικά: το δεξιό μέρος, που προορίζεται για τους αγαθούς ανθρώπους, που οι ψυχές τους ζούσαν εδώ ήσυχα κι ευτυχισμένα, και το αριστερό μέρος, τον τρομερό Τάρταρο, όπου βασανίζονταν οι ψυχές των άτιμων και εγκληματιών. Η κύρια αποστολή των ερινυών ήταν ακριβώς να πετάξουν τις ψυχές στον Τάρταρο. Της νεκρής της κλείνανε τα μάτια και το στόμα για να 'χει όσο το δυνατό πιο κόσμια εμφάνιση και της κάλυπταν το πρόσωπο με ένα πανί. Αυτό το έκανε ο σύζυγος, ο αδελφός, η αδελφή ή ο γιος. Θλιβερή είναι η τύχη εκείνης που δεν έχει ένα φιλικό χέρι για να της προσφέρει την υπηρεσία αυτή. Οι γυναίκες θα πλύνουν το πτώμα με ζεστό νερό, θα το αλείψουν με αρωματικά έλαια, θα το ντύσουν και θα το καλύψουν μ' ένα σεντόνι λευκό. Στο μέτωπο θα βάλουν ένα στεφάνι από χρυσό ή από κερί. Το κρεβάτι του πόνου της μακαρίτισσας θα στολιστεί με πράσινα κλαδιά και με στεφάνια λουλουδιών, έπειτα θα το τοποθετήσουν σε ένα δωμάτιο που να βλέπει στην αυλή, με τα πόδια προς τη θύρα, σημάδι πως δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ πια. Εδώ η νεκρή θα μείνει ένα μερόνυχτο και θα τη φυλάνε οι στενοί συγγενείς και τα μέλη της οικογένειας. Οι φίλοι του σπιτιού θα 'ρθουν να δώσουν τον τελευταίο χαιρετισμό κι όταν φύγουν δεν θα ξεχάσουν να πλύνουν τα χέρια με τρεχούμενο νερό, γιατί μπαίνοντας σε ένα σπίτι που το επισκέφτηκε ο θάνατος έχουν μολυνθεί. Όλο τον καιρό που η νεκρή βρίσκεται ξαπλωμένη στο κρεβάτι, με τα πόδια προς τη θύρα, τα μαλλιά της θα είναι κρεμασμένα στην εξώθυρα σε ένδειξη πένθους. Την άλλη μέρα πριν την ανατολή του ήλιου, που δεν πρέπει να δει αυτό το όχι καθαρό θέαμα, η νεκρική πομπή θα κατευθυνθεί προς το κοιμητήριο. Αν στο σπίτι επιτρεπόταν να μοιρολογήσεις και να κλάψεις, στο δρόμο, σύμφωνα με το νόμο που ψηφίστηκε τον καιρό του Σόλωνα, η τήρηση της ησυχίας ήταν υποχρεωτική. Πίσω από τη νεκρή, που είναι τοποθετημένη σε μια νεκροφόρα και σκεπασμένη με λευκά σεντόνια, βάδιζαν σιωπηλοί πρώτα οι άντρες, έπειτα οι γυναίκες, οι στενοί συγγενείς και τα μέλη της οικογένειας. Μπορούσαν να πάρουν μέρος και άλλες ηλικιωμένες γυναίκες το λιγότερο 60 χρόνων. Όλοι οι συγγενείς σε ένδειξη πένθους φορούν ενδύματα κλειστού χρώματος και έχουν κοντά κομμένα τα μαλλιά τους. Το πήλινο φέρετρο θα κατεβεί στο ξηρό χώμα, το φρυγμένο απ' τον ήλιο της αττικής. Για να μην υποφέρει η νεκρή από δίψα, κοντά στο φέρετρο θα τοποθετήσουν έναν αμφορέα με νερό. Θα αφήσουν επίσης διάφορα αγγεία και στο στόμα της θα βάλουν έναν οβολό, για να πληρώσει τον χάροντα, το βαρκάρη που θα την περάσει από το ποτάμι της Στυγός στον κόσμο των νεκρών. Θα της δώσουν ίσως και μια πίτα με μέλι για να ημερέψει τον άγριο κέρβερο, το τρικέφαλο σκυλί που φυλάει την είσοδο του Άδη. Το μνήμα σκεπάστηκε με χώμα και στο κεφάλι της νεκρής τοποθετήθηκε μια στήλη, στην οποία είναι γραμμένο το όνομα της νεκρής και μια μονάχα λέξη "χαίρε!". Προφέροντας για τελευταία φορά το "αναπαύου εν ειρήνη", αυτοί που πήραν μέρος στη νεκρική συνοδεία θα χαιρετίσουν τη μακαρίτισσα. Θα σπεύσουν έπειτα να εξαγνιστούν από το μίασμα, γιατί αλλιώς δεν μπορούν να 'ρθουν σε επαφή μ' άλλους ανθρώπους κι ούτε να πατήσουν σε ναό. Η κατοικία της νεκρής θα πλυθεί επίσης με νερό και στην εστία θα ρίξουν κομματάκια θειάφι. Οι μέρες του μήνα του πένθους περνούν γρήγορα.. Ύστερα από πολλούς αιώνες, οι αρχαιολόγοι, καθαρίζοντας προσεχτικά την ανώμαλη επιφάνεια, τη φαγωμένη απ τις βροχές και τους ανέμους, της επιτύμβιας στήλης, θα διαβάσουν το όνομα αυτής που βρήκε τελευταίο καταφύγιο στον τάφο αυτό. Θα βρουν εκεί τον αμφορέα και τα άλλα αγγεία, ορισμένα ίσως ανέπαφα, καθώς και τον οβολό που τον περιμένει μάταια ο Χάροντας.